Ο θάνατος του Θησέα
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 1
- 3 min read

Στη συνέχεια, ο Θησέας έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη νήσο Σκύρο. Ο βασιλιάς του νησιού, ο Λυκομήδης, αρχικά τον καλοδέχθηκε, αλλά μετά από κάποιο διάστημα τον πήγε δήθεν για περίπατο στο ψηλότερο σημείο και τον έσπρωξε στον γκρεμό. Ο Θησέας έπεσε και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη μυθολογική παράδοση, επρόκειτο για αυτοκτονία. Οι Αθηναίοι τον θυμήθηκαν χρόνια μετά, όταν τα παιδιά του, ο Δημοφών και ο Ακάμας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τον Μενεσθέα.
Η μνήμη του ήρωα
Στους ιστορικούς χρόνους, ο πρώτος που υπενθύμισε στους Αθηναίους το χρέος τους προς τον ήρωα ήταν ο Πεισίστρατος. Το 475 π.Χ., όταν ο Κίμων εξεστράτευσε κατά της Σκύρου και την κατέλαβε, άρχισε να ψάχνει όλο το νησί για να βρει τον τάφο του Θησέα. Είχε πια απελπιστεί, όταν είδε ξαφνικά έναν αετό να προσγειώνεται σε ένα λόφο, να τον σκαλίζει με τα νύχια του και να τον κτυπά με το ράμφος του. Ο Κίμων το θεώρησε θεϊκό σημάδι, έσκαψε εκεί και ανακάλυψε μία παλιά μεγάλη σαρκοφάγο και κοντά της την αιχμή μιας λόγχης και ένα ξίφος. Πίστεψε ότι ανήκαν στον Θησέα και τα μετέφερε με την τριήρη του στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι τον υποδέχθηκαν με λαμπρές τελετές και εναπέθεσαν με ευλάβεια τα λείψανα στο «Θησείον», το ηρώο που έκτισαν για τον σκοπό αυτό «εν μέση πόλει» (κατά τον Πλούταρχο, κοντά δηλαδή στον βωμό των 12 θεών). Ακόμα, όρισαν τις 8 Πυανεψιώνος ως ημερομηνία προσφοράς της μέγιστης θυσίας, επειδή η ημέρα εκείνη ήταν η επέτειος της επιστροφής του από την Κρήτη, και τις 8 του κάθε μήνα να τιμάται η μνήμη του (ιδιαίτερα στις 8 Εκατομβαιώνος, ημερομηνία που ο ήρωας πρωτοήλθε στην Αθήνα από την Τροιζήνα).
Μαρτυρίες από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Ο Παυσανίας περιγράφει εδώ ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας ήταν επτά χρονών.
[κεφ. 27.7 Παυσανίας Αττικά,] «… τῶν δὲ ἐν Τροιζῆνι λόγων, οὓς ἐς Θησέα λέγουσιν, ἐστὶν ὡς Ἡρακλῆς ἐς Τροιζῆνα ἐλθὼν παρὰ Πιτθέα καταθεῖτο ἐπὶ τῷ δείπνῳ τοῦ λέοντος τὸ δέρμα, ἐσέλθοιεν δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἄλλοι τε Τροιζηνίων παῖδες καὶ Θησεὺς ἕβδομον μάλιστα γεγονὼς ἔτος• τοὺς μὲν δὴ λοιποὺς παῖδας, ὡς τὸ δέρμα εἶδον, φεύγοντάς φασιν οἴχεσθαι, Θησέα δὲ ὑπεξελθόντα οὐκ ἄγαν σὺν φόβῳ παρὰ τῶν διακόνων ἁρπάσαι πέλεκυν καὶ αὐτίκα ἐπιέναι σπουδῇ, λέοντα εἶναι τὸ δέρμα ἡγούμενον. ὅδε μὲν τῶν λόγων πρῶτος ἐς αὐτόν ἐστι Τροιζηνίοις• ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ, κρηπῖδας Αἰγέα ὑπὸ πέτρᾳ καὶ ξίφος θεῖναι γνωρίσματα εἶναι τῷ παιδὶ καὶ τὸν μὲν ἐς Ἀθήνας ἀποπλεῖν, Θησέα δέ, ὡς ἕκτον καὶ δέκατον ἔτος ἐγεγόνει, τὴν πέτραν ἀνώσαντα οἴχεσθαι [καὶ] τὴν παρακαταθήκην τὴν Αἰγέως φέροντα. τούτου δὲ εἰκὼν ἐν ἀκροπόλει πεποίηται τοῦ λόγου, χαλκοῦ πάντα ὁμοίως πλὴν τῆς πέτρας•…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7).' [1]
[Κεφ. 27, 7] Ανάμεσα σε όσα λέγονται στην Τροιζήνα για τον Θησέα είναι και το εξής: ο Ηρακλής, όταν ήρθε στην Τροιζήνα στον Πιτθέα, άφησε τη λεοντή του για να δειπνήσει. Τότε τον πλησίασαν μερικά αγόρια των Τροιζηνίων και μαζί με αυτά κι ο Θησέας, που ήταν επτά χρόνων. Όλα τα άλλα παιδιά έτρεξαν να φύγουν μόλις είδαν τη λεοντή, ενώ ο Θησέας, αφού βγήκε έξω χωρίς φόβο, άρπαξε ένα πέλεκυ από τους υπηρέτες και επιτέθηκε αμέσως νομίζοντας ότι το δέρμα ήταν [ζωντανό] λιοντάρι. 8. Αυτός είναι ο πρώτος μύθος που λένε για τον Θησέα στην Τροιζήνα. Λένε επίσης ότι ο Αιγέας έβαλε κάτω από ένα βράχο τα υποδήματα του και το ξίφος, για ν' αποτελέσουν γνωρίσματα του γιου του, και αναχώρησε με πλοίο για την Αθήνα. Όταν ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρόνων, σήκωσε τον βράχο και έφυγε παίρνοντας όσα του είχε αφήσει από κάτω ο Αιγέας. Εικόνα αυτού του μύθου υπάρχει στην ακρόπολη, ολόκληρη από χαλκό, εκτός από τον βράχο.
Αυτούς τους ανθρώπους με αλαζονική συμπεριφορά που περιγράφει εδώ ο Πλούταρχος εκκαθάρισε ο Ηρακλής αργότερα.
[Πλούταρχος Θησεύς 6.4] ὁ γὰρ δὴ χρόνος ἐκεῖνος ἤνεγκεν ἀνθρώπους χειρῶν μὲν ἔργοις καὶ ποδῶν τάχεσι καὶ σωμάτων ῥώμαις, ὡς ἔοικεν, ὑπερφυεῖς καὶ ἀκαμάτους, πρὸς οὐδὲν δὲ τῇ φύσει χρωμένους ἐπιεικὲς οὐδὲ ὠφέλιμον, ἀλλ᾽ ὕβρει τε χαίροντας ὑπερηφάνῳ, καὶ ἀπολαύοντας τῆς δυνάμεως ὠμότητι καὶ πικρίᾳ, καὶ τῷ κρατεῖν τε καὶ βιάζεσθαι καὶ διαφθείρειν τὸ παραπῖπτον, αἰδῶ δὲ καὶ δικαιοσύνην καὶ τὸ ἴσον καὶ τὸ φιλάνθρωπον, ὡς ἀτολμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν καὶ φόβῳ τοῦ ἀδικεῖσθαι τοὺς πολλοὺς ἐπαινοῦντας, οὐδὲν οἰομένους προσήκειν τοῖς πλέον ἔχειν δυναμένοις. ' [2]
[Πλούταρχος Θησεύς 6.4] Εκείνα τα χρόνια ζούσαν άνθρωποι γιγαντόσωμοι με μεγάλη ευλυγισία και ασύγκριτη σωματική δύναμη, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’ αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και τολμηρών.
Коментарі