top of page

Αγγελιαφόρος στη Σπάρτη

  • Writer: Κων/να Σαραντοπούλου
    Κων/να Σαραντοπούλου
  • Mar 5
  • 6 min read

[6,105] καὶ πρῶτα μὲν ἐόντες ἔτι ἐν τῷ ἄστεϊ οἱ στρατηγοὶ ἀποπέμπουσι ἐς Σπάρτην κήρυκα Φειδιππίδην Ἀθηναῖον μὲν ἄνδρα, ἄλλως δὲ ἡμεροδρόμην τε καὶ τοῦτο μελετῶντα· τῷ δή, ὡς αὐτός τε ἔλεγε Φειδιππίδης καὶ Ἀθηναίοισι ἀπήγγελλε, περὶ τὸ Παρθένιον ὄρος τὸ ὑπὲρ Τεγέης ὁ Πὰν περιπίπτει· (2) βώσαντα δὲ τὸ οὔνομα τοῦ Φειδιππίδεω τὸν Πᾶνα Ἀθηναίοισι κελεῦσαι ἀπαγγεῖλαι, δι᾽ ὅ τι ἑωυτοῦ οὐδεμίαν ἐπιμελείην ποιεῦνται ἐόντος εὐνόου Ἀθηναίοισι καὶ πολλαχῇ γενομένου σφι ἤδη χρησίμου, τὰ δ᾽ ἔτι καὶ ἐσομένου. (3) καὶ ταῦτα μὲν Ἀθηναῖοι, καταστάντων σφι εὖ ἤδη τῶν πρηγμάτων, πιστεύσαντες εἶναι ἀληθέα ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν, καὶ αὐτὸν ἀπὸ ταύτης τῆς ἀγγελίης θυσίῃσι ἐπετείοισι καὶ λαμπάδι ἱλάσκονται.

105. Προτού φύγουν από την πόλη, οι Αθηναίοι στρατηγοί έστειλαν ένα μήνυμα στη Σπάρτη. Αγγελιαφόρος ήταν ένας Αθηναίος που λεγόταν Φειδιππίδης επαγγελματίας δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Σύμφωνα με την αναφορά που έδωσε στους Αθηναίους όταν επέστρεψε, συνάντησε τον θεό Πάνα στο όρος Παρθένιο, πάνω από την Τεγέα. Ο Πάνας, είπε, τον φώναξε με τ’ όνομά του και του είπε να ρωτήσει τους Αθηναίους γιατί τον αγνοούσαν, παρ’ όλο που εκείνος ήταν φιλικός απέναντί τους και, μάλιστα, τους είχε φανεί χρήσιμος αρκετές φορές στο παρελθόν και θα μπορούσε να το κάνει και στο μέλλον. Οι Αθηναίοι πίστεψαν την ιστορία του Φειδιππίδη και μόλις η ζωή τους επανήλθε στο φυσιολογικό, έχτισαν ένα ναό στον Πάνα κάτω από την Ακρόπολη και, από τότε που πήραν το μήνυμά του, οργανώνουν μια ετήσια γιορτή, με λαμπαδηδρομία και θυσίες, για να έχουν την εύνοιά του.

[6,106] τότε δὲ πεμφθεὶς ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ὁ Φειδιππίδης οὗτος, ὅτε πέρ οἱ ἔφη καὶ τὸν Πᾶνα φανῆναι, δευτεραῖος ἐκ τοῦ Ἀθηναίων ἄστεος ἦν ἐν Σπάρτῃ, ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγε (2) “ὦ Λακεδαιμόνιοι, Ἀθηναῖοι ὑμέων δέονται σφίσι βοηθῆσαι καὶ μὴ περιιδεῖν πόλιν ἀρχαιοτάτην ἐν τοῖσι Ἕλλησι δουλοσύνῃ περιπεσοῦσαν πρὸς ἀνδρῶν βαρβάρων· καὶ γὰρ νῦν Ἐρέτριά τε ἠνδραπόδισται καὶ πόλι λογίμῳ ἡ Ἑλλὰς γέγονε ἀσθενεστέρη”. (3) ὃ μὲν δή σφι τὰ ἐντεταλμένα ἀπήγγελλε, τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι, ἀδύνατα δέ σφι ἦν τὸ παραυτίκα ποιέειν ταῦτα, οὐ βουλομένοισι λύειν τὸν νόμον· ἦν γὰρ ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη, εἰνάτῃ δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθαι ἔφασαν μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου.

106. Ο Φειδιππίδης λοιπόν —που ανέλαβε την αποστολή από τους στρατηγούς της Αθήνας και συνάντησε τον Πάνα— έφτασε στη Σπάρτη την επόμενη μέρα που έφυγε από την Αθήνα και παρέδωσε στους άρχοντες των Σπαρτιατών το μήνυμα που έλεγε: «Άνδρες της Σπάρτης, οι Αθηναίοι σας ζητούν να τους βοηθήσετε και να μη μείνετε απλοί θεατές της επικείμενης συντριβής και υποδούλωσης της αρχαιότερης πόλης της Ελλάδας από ένα βάρβαρο εισβολέα· αυτή τη στιγμή, η Ερέτρια έχει πέσει στα χέρια του κι η Ελλάδα είναι πιο αδύναμη μετά την απώλεια μιας αξιόλογης πόλης της». Αυτός είπε όσα είχε πάρει εντολή να πει. Οι Σπαρτιάτες, μολονότι ήθελαν να στείλουν βοήθεια στην Αθήνα, δεν μπορούσαν να το κάνουν αμέσως γιατί θα καταπατούσαν τους νόμους τους. Ήταν η ένατη μέρα του μήνα και δεν έπρεπε να αρχίσουν εχθροπραξίες προτού γεμίσει το φεγγάρι.

[6,107] οὗτοι μέν νυν τὴν πανσέληνον ἔμενον. τοῖσι δὲ βαρβάροισι κατηγέετο Ἱππίης ὁ Πεισιστράτου ἐς τὸν Μαραθῶνα, τῆς παροιχομένης νυκτὸς ὄψιν ἰδὼν τοιήνδε· ἐδόκεε ὁ Ἱππίης τῇ μητρὶ τῇ ἑωυτοῦ συνευνηθῆναι. (2) συνεβάλετο ὦν ἐκ τοῦ ὀνείρου κατελθὼν ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ ἀνασωσάμενος τὴν ἀρχὴν τελευτήσειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ γηραιός. ἐκ μὲν δὴ τῆς ὄψιος συνεβάλετο ταῦτα, τότε δὲ κατηγεόμενος τοῦτο μὲν τὰ ἀνδράποδα τὰ ἐξ Ἐρετρίης ἀπέβησε ἐς τὴν νῆσον τὴν Στυρέων, καλεομένην δὲ Αἰγλείην, τοῦτο δὲ καταγομένας ἐς τὸν Μαραθῶνα τὰς νέας ὅρμιζε οὗτος, ἐκβάντας τε ἐς γῆν τοὺς βαρβάρους διέτασσε. (3) καί οἱ ταῦτα διέποντι ἐπῆλθε πταρεῖν τε καὶ βῆξαι μεζόνως ἢ ὡς ἐώθεε· οἷα δέ οἱ πρεσβυτέρῳ ἐόντι τῶν ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο· τούτων ὦν ἕνα τῶν ὀδόντων ἐκβάλλει ὑπὸ βίης βήξας· ἐκπεσόντος δὲ ἐς τὴν ψάμμον αὐτοῦ ἐποιέετο σπουδὴν πολλὴν ἐξευρεῖν. (4) ὡς δὲ οὐκ ἐφαίνετό οἱ ὁ ὀδών, ἀναστενάξας εἶπε πρὸς τοὺς παραστάτας “ἡ γῆ ἥδε οὐκ ἡμετέρη ἐστί, οὐδέ μιν δυνησόμεθα ὑποχειρίην ποιήσασθαι· ὁκόσον δέ τι μοι μέρος μετῆν, ὁ ὀδὼν μετέχει”.

107. Έτσι, περίμεναν την πανσέληνο ενώ στο μεταξύ, ο Ιππίας, γιος του Πεισίστρατου, οδηγούσε τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Την προηγούμενη νύχτα ο Ιππίας ονειρεύτηκε ότι κοιμόταν με τη μητέρα του και υπέθεσε ότι το όνειρο σήμαινε πως θα επέστρεφε στην Αθήνα, θα ανακτούσε την εξουσία και θα πέθαινε ειρηνικά στην πατρίδα του σε βαθιά γεράματα. Ας αφήσουμε όμως την ερμηνεία του ονείρου του. Την επομένη, οδηγώντας τους εισβολείς μέσα στα αθηναϊκά εδάφη, αποβίβασε τους Ερετριείς αιχμάλωτους στην Αιγίλια, ένα νησί που ήταν στην επικράτεια της πόλης Στύρα, οδήγησε τον στόλο στο λιμάνι του Μαραθώνα κι αφού αποβιβάστηκε ο στρατός στην ξηρά, έδωσε οδηγίες πως να παραταχτεί. Σε μια στιγμή, άρχισε να βήχει και να φτερνίζεται δυνατότερα απ’ ό,τι συνήθως και, αφού ήταν γέρος πια και τα περισσότερα δόντια του ήταν χαλασμένα, άθελά του έφτυσε ένα. Έπεσε κάπου στην άμμο κι όσο κι αν έψαξε, δεν το βρήκε πουθενά. Ο Ιππίας τότε στράφηκε στους συντρόφους του και είπε μ’ ένα βαθύ στεναγμό: «Αυτή η γη δεν είναι δική μας και δεν θα καταφέρουμε ποτέ να την κατακτήσουμε. Το μόνο κομμάτι της που μου ανήκει είναι ο χώρος που καταλαμβάνει το δόντι μου».

[6,108] Ἱππίης μὲν δὴ ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι. Ἀθηναίοισι δὲ τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί. καὶ γὰρ καὶ ἐδεδώκεσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι οἱ Πλαταιέες, καὶ πόνους ὑπὲρ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι συχνοὺς ἤδη ἀναραιρέατο· ἔδοσαν δὲ ὧδε. (2) πιεζεύμενοι ὑπὸ Θηβαίων οἱ Πλαταιέες ἐδίδοσαν πρῶτα παρατυχοῦσι Κλεομένεΐ τε τῷ Ἀναξανδρίδεω καὶ Λακεδαιμονίοισι σφέας αὐτούς. οἳ δὲ οὐ δεκόμενοι ἔλεγόν σφι τάδε. “ἡμεῖς μὲν ἑκαστέρω τε οἰκέομεν, καὶ ὑμῖν τοιήδε τις γίνοιτ᾽ ἂν ἐπικουρίη ψυχρή· φθαίητε γὰρ ἂν πολλάκις ἐξανδραποδισθέντες ἤ τινα πυθέσθαι ἡμέων. (3) συμβουλεύομεν δὲ ὑμῖν δοῦναι ὑμέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι, πλησιοχώροισι τε ἀνδράσι καὶ τιμωρέειν ἐοῦσι οὐ κακοῖσι”. ταῦτα συνεβούλευον οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ κατὰ τὴν εὐνοίην οὕτω τῶν Πλαταιέων ὡς βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους ἔχειν πόνους συνεστεῶτας Βοιωτοῖσι. (4) Λακεδαιμόνιοι μέν νυν Πλαταιεῦσι ταῦτα συνεβούλευον, οἳ δὲ οὐκ ἠπίστησαν, ἀλλ᾽ Ἀθηναίων ἱρὰ ποιεύντων τοῖσι δυώδεκα θεοῖσι ἱκέται ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν βωμὸν ἐδίδοσαν σφέας αὐτούς. Θηβαῖοι δὲ πυθόμενοι ταῦτα ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Ἀθηναῖοι δέ σφι ἐβοήθεον. (5) μελλόντων δὲ συνάπτειν μάχην Κορίνθιοι οὐ περιεῖδον, παρατυχόντες δὲ καὶ καταλλάξαντες ἐπιτρεψάντων ἀμφοτέρων οὔρισαν τὴν χώρην ἐπὶ τοῖσιδε, ἐᾶν Θηβαίους Βοιωτῶν τοὺς μὴ βουλομένους ἐς Βοιωτοὺς τελέειν. Κορίνθιοι μὲν δὴ ταῦτα γνόντες ἀπαλλάσσοντο, Ἀθηναίοισι δὲ ἀπιοῦσι ἐπεθήκαντο Βοιωτοί, ἐπιθέμενοι δὲ ἑσσώθησαν τῇ μάχῃ. (6) ὑπερβάντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς οἱ Κορίνθιοι ἔθηκαν Πλαταιεῦσι εἶναι οὔρους, τούτους ὑπερβάντες τὸν Ἀσωπὸν αὐτὸν ἐποιήσαντο οὖρον Θηβαίοισι πρὸς Πλαταιέας εἶναι καὶ Ὑσιάς. ἔδοσαν μὲν δὴ οἱ Πλαταιέες σφέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ, ἧκον δὲ τότε ἐς Μαραθῶνα βοηθέοντες.

108. Έτσι, κατανόησε τελικά το πραγματικό νόημα του ονείρου. Τα αθηναϊκά στρατεύματα είχαν παραταχτεί σ’ ένα κομμάτι γης που ήταν ιερός χώρος του Ηρακλή κι εκεί τους συνάντησαν οι Πλαταιείς, που ήρθαν να τους υποστηρίξουν με όλο τον διαθέσιμο στρατό τους. Λίγο καιρό πριν, οι Πλαταιείς είχαν παραδώσει την ανεξαρτησία τους στους Αθηναίους, οι οποίοι είχαν ήδη, με τη σειρά τους, προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στις Πλαταιές σε πολλές και δύσκολες καταστάσεις. Και να πώς συνέβη. Οι Πλαταιές πιέζονταν από τη Θήβα και, αφού ο Κλεομένης, γιος του Αναξανδρίδη, βρισκόταν στην περιοχή με σπαρτιατικό στρατό, οι Πλαταιείς παραδόθηκαν στην στα χέρια των Σπαρτιατών. Αυτοί, ωστόσο, αρνήθηκαν την προσφορά λέγοντας: «Κατοικούμε πολύ μακριά κι η συμμαχία σας μαζί μας θα είναι μαύρη παρηγοριά· θα μπορούσαν να σας υποδουλώσουν πολλές φορές πριν εμείς ακούσουμε το παραμικρό. Σας συμβουλεύουμε να πλησιάσετε τους Αθηναίους· η Αθήνα είναι πολύ πιο κοντά σας κι η βοήθεια του λαού της δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Η συμβουλή αυτή δε δόθηκε από καλή θέληση προς τις Πλαταιές, αλλά είχε σκοπό να εμπλέξει την Αθήνα σε συγκρούσεις με τους Βοιωτούς. Παρ’ όλα αυτά, οι Πλαταιείς την ακολούθησαν. Έστειλαν μια πρεσβεία στους Αθηναίους, οι οποίοι έτυχε να ασχολούνται με τις θυσίες τους προς τιμήν των Δώδεκα Θεών, οι πρέσβεις κάθισαν δίπλα στον βωμό ως ικέτες και παραδόθηκαν. Όταν έμαθαν οι Θηβαίοι την ενέργεια αυτή των Πλαταιών, έστειλαν αμέσως στρατό εναντίον τους. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να υπερασπιστούν την πόλη που είχαν υπό την προστασία τους αλλά, τη στιγμή που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει η μάχη, επενέβησαν οι Κορίνθιοι. Όταν δέχτηκαν κι οι δυο πλευρές να υποβάλουν τη διαφωνία τους στη διαιτησία των Κορινθίων, καθόρισαν τα σύνορα ανάμεσα στις δυο χώρες, με τον όρο ότι οι Θηβαίοι δε θα αναμειγνύονταν στα εσωτερικά των Βοιωτών που δεν ήθελαν να ανήκουν στο κράτος αυτό. Οι Κορίνθιοι, αφού έβγαλαν αυτή την απόφαση, γύρισαν στην πατρίδα τους κι οι Αθηναίοι είχαν ξεκινήσει για την πόλη τους, όταν δέχτηκαν επίθεση από τους Βοιωτούς. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Αθηναίοι νίκησαν και προέλασαν πέρα από τα σύνορα που είχαν καθορίσει για τους Πλαταιείς οι Κορίνθιοι, για να επιβάλουν τον Ασωπό ως όριο ανάμεσα στα εδάφη της Θήβας από τη μια μεριά και των Πλαταιών και των Υσιών από την άλλη. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αφέθηκε ο λαός των Πλαταιών στα χέρια των Αθηναίων κι αυτό τους ώθησε να σπεύσουν να τους βοηθήσουν στον Μαραθώνα.


Kommentare


bottom of page