Η μάχη των Πλαταιών, 479π.Χ. Σικελιώτης
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 31
- 12 min read

[11,28] διαβοηθείσης δὲ τῆς τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀλλοτριότητος, ἧκον εἰς τὰς Ἀθήνας πρέσβεις παρὰ Περσῶν καὶ παρὰ τῶν Ἑλλήνων. οἱ μὲν οὖν ὑπὸ τῶν Περσῶν ἀποσταλέντες ἔφασαν τὸν στρατηγὸν Μαρδόνιον ἐπαγγέλλεσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐὰν τὰ Περσῶν προέλωνται, δώσειν χώραν ἣν ἂν βούλωνται τῆς Ἑλλάδος, καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς ναοὺς πάλιν ἀνοικοδομήσειν, καὶ τὴν πόλιν ἐάσειν αὐτόνομον· οἱ δὲ παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων πεμφθέντες ἠξίουν μὴ πεισθῆναι τοῖς βαρβάροις, ἀλλὰ τηρεῖν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ συγγενεῖς καὶ ὁμοφώνους εὔνοιαν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τοῖς βαρβάροις ἀπεκρίθησαν, ὡς οὔτε χώρα τοῖς Πέρσαις ἐστὶ τοιαύτη οὔτε χρυσὸς τοσοῦτος ὃν Ἀθηναῖοι δεξάμενοι τοὺς Ἕλληνας ἐγκαταλείψουσι· τοῖς δὲ Λακεδαιμονίοις εἶπον, ὡς αὐτοὶ μὲν ἣν πρότερον ἐποιοῦντο φροντίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ μετὰ ταῦτα πειράσονται τὴν αὐτὴν διαφυλάττειν, ἐκείνους δ´ ἠξίουν τὴν ταχίστην ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἀττικὴν μετὰ πάντων τῶν συμμάχων· πρόδηλον γὰρ εἶναι, διότι Μαρδόνιος, ἠναντιωμένων τῶν Ἀθηναίων αὐτῷ, μετὰ δυνάμεως ἥξει ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. ὃ καὶ συνέβη γενέσθαι· ὁ γὰρ Μαρδόνιος ἐν τῇ Βοιωτίᾳ διατρίβων μετὰ τῶν δυνάμεων τὸ μὲν πρῶτον τῶν ἐν Πελοποννήσῳ πόλεων ἐπειρᾶτό τινας ἀφιστάνειν, χρήματα διαπεμπόμενος τοῖς προεστηκόσι τῶν πόλεων, μετὰ δὲ ταῦτα πυνθανόμενος τὴν τῶν Ἀθηναίων ἀπόκρισιν καὶ παροξυνθείς, ἅπασαν ἦγεν ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν τὴν δύναμιν· χωρὶς γὰρ τῆς δεδομένης ὑπὸ Ξέρξου στρατιᾶς πολλοὺς ἄλλους αὐτὸς Μαρδόνιος ἐκ τῆς Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας καὶ τῶν ἄλλων τῶν συμμαχίδων πόλεων ἠθροίκει, πλείους τῶν εἴκοσι μυριάδων. τηλικαύτης δὲ δυνάμεως προαγούσης εἰς τὴν Ἀττικήν, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι βιβλιαφόρους ἀπέστειλαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους δεόμενοι βοηθεῖν· βραδυνόντων δὲ αὐτῶν καὶ τῶν βαρβάρων ἐμβαλόντων εἰς τὴν Ἀττικήν, κατεπλάγησαν, καὶ πάλιν ἀναλαβόντες τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ τῶν ἄλλων ὅσα δυνατὸν ἦν ταχέως ἀποκομίζειν, ἐξέλιπον τὴν πατρίδα καὶ συνέφυγον πάλιν εἰς τὴν Σαλαμῖνα. ὁ δὲ Μαρδόνιος χαλεπῶς ἔχων πρὸς αὐτούς, τὴν χώραν ἅπασαν κατέφθειρε καὶ τὴν πόλιν κατέσκαψε καὶ τὰ ἱερὰ τὰ καταλελειμμένα παντελῶς ἐλυμήνατο.
28. Όταν η αποξένωση που είχε επέλθει μεταξύ των Αθηναίων και των υπολοίπων Ελλήνων έγινε ευρέως γνωστή, έφτασαν στην Αθήνα πρέσβεις τόσο από τους Πέρσες όσο και από τους Έλληνες. Αυτοί λοιπόν που είχαν αποσταλεί από τους Πέρσες, είπαν πως ο στρατηγός Μαρδόνιος υποσχόταν στους Αθηναίους ότι, αν πήγαιναν με το μέρος των Περσών, θα τους έδινε όποια περιοχή της Ελλάδας ήθελαν, ότι θα ανοικοδομούσε τα τείχη και τους ναούς και ότι θα επέτρεπε στην πόλη να είναι αυτόνομη. Ενώ εκείνοι που είχαν σταλεί από τους Λακεδαιμονίους τους ζητούσαν να μη δώσουν πίστη στους βαρβάρους, αλλά να διατηρήσουν την εύνοια τους προς τους Έλληνες που ήταν συγγενείς τους και είχαν την ίδια με αυτούς γλώσσα. Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν στους βαρβάρους ότι οι Πέρσες δε διέθεταν ούτε χώρα τέτοια ούτε χρυσάφι τόσο που, αν τα δέχονταν οι Αθηναίοι, θα εγκατέλειπαν τους Έλληνες. Στους Λακεδαιμονίους είπαν ότι την ίδια φροντίδα που είχαν επιδείξει στο παρελθόν για την Ελλάδα, θα προσπαθούσαν να τη διατηρήσουν και στο εξής, και ότι από εκείνους ζητούσαν να έρθουν το συντομότερο στην Αττική μαζί με όλους τους συμμάχους, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο Μαρδόνιος, τώρα που οι Αθηναίοι του είχαν εναντιωθεί, θα ερχόταν με στρατό στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε. Ο Μαρδόνιος, που παρέμενε στη Βοιωτία με τις δυνάμεις του, επιχείρησε αρχικά να κάνει μερικές από τις πόλεις της Πελοποννήσου να αποστατήσουν στέλνοντας χρήματα στους προεστούς των πόλεων, αλλά στη συνέχεια, μαθαίνοντας την απόκριση των Αθηναίων, εξοργισμένος οδήγησε όλο του τον στρατό εναντίον της Αττικής. Πέρα από την στρατιά που του είχε δώσει ο Ξέρξης, ο ίδιος ο Μαρδόνιος είχε συγκεντρώσει από τη Θράκη και τη Μακεδονία και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Με την προέλαση μιας τόσο μεγάλης δύναμης στην Αττική, οι Αθηναίοι έστειλαν γραμματοκομιστές προς τους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν. Καθώς όμως αυτοί καθυστερούσαν και οι βάρβαροι εισέβαλλαν στην Αττική, τρομοκρατήθηκαν. Για μια ακόμη φορά πήραν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να σηκώσουν στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν όλοι μαζί ξανά στη Σαλαμίνα. Ο Μαρδόνιος θυμωμένος πολύ μαζί τους αφάνισε όλη την περιοχή και ισοπέδωσε την πόλη, ενώ τα ιερά που είχαν απομείνει τα κατέστρεψε ολοκληρωτικά.
[11,29] Ἐπανελθόντος δὲ εἰς τὰς Θήβας τοῦ Μαρδονίου μετὰ τῆς δυνάμεως, ἔδοξε τοῖς συνέδροις τῶν Ἑλλήνων παραλαβεῖν τοὺς Ἀθηναίους, καὶ πανδημεὶ προελθόντας εἰς τὰς Πλαταιὰς διαγωνίσασθαι περὶ τῆς ἐλευθερίας, εὔξασθαι δὲ καὶ τοῖς θεοῖς, ἐὰν νικήσωσιν, ἄγειν κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν τοὺς Ἕλληνας ἐλευθέρια κοινῇ, καὶ τὸν ἐλευθέριον ἀγῶνα συντελεῖν ἐν ταῖς Πλαταιαῖς. συναχθέντων δὲ τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν Ἰσθμόν, ἐδόκει τοῖς πᾶσιν ὅρκον ὀμόσαι περὶ τοῦ πολέμου, τὸν στέξοντα μὲν τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν, ἀναγκάσοντα δὲ γενναίως τοὺς κινδύνους ὑπομένειν. ὁ δὲ ὅρκος ἦν τοιοῦτος· οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας, οὐδὲ καταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων πάντας θάψω, καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τῶν βαρβάρων οὐδεμίαν τῶν ἀγωνισαμένων πόλεων ἀνάστατον ποιήσω, καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω, ἀλλ´ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγινομένοις ἐάσω καὶ καταλείψω τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας. τὸν δὲ ὅρκον ὀμόσαντες ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὴν Βοιωτίαν διὰ τοῦ Κιθαιρῶνος, καὶ πρὸς τὰς ὑπωρείας καταντήσαντες πλησίον τῶν Ἐρυθρῶν, αὐτοῦ κατεστρατοπέδευσαν. ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Ἀθηναίων Ἀριστείδης, τῶν δὲ συμπάντων Παυσανίας, ἐπίτροπος ὢν τοῦ Λεωνίδου παιδός.
29. Όταν ο Μαρδόνιος ξαναγύρισε στις Θήβες με τον στρατό του, οι Έλληνες σύνεδροι αποφάσισαν να παραλάβουν τους Αθηναίους και, βγαίνοντας όλοι μαζί στις Πλαταιές, να αγωνιστούν μέχρι τέλους για την ελευθερία. Αποφάσισαν επίσης να κάνουν όρκο στους θεούς ότι, αν νικήσουν, θα τελούν εκείνη την ημέρα οι Έλληνες από κοινού τη γιορτή της Ελευθερίας και θα οργανώσουν τους αγώνες της ελευθερίας στις Πλαταιές. Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό, αποφάσισαν να δώσουν όλοι όρκο σχετικά με τον πόλεμο, που θα προστάτευε την ομόνοια μεταξύ τους και θα τους ανάγκαζε να υπομείνουν γενναία τους κινδύνους. Ο όρκος ήταν ο εξής: «Δε θα θεωρήσω πιο σημαντική τη ζωή από την ελευθερία ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, είτε ζωντανούς είτε πεθαμένους, και θα θάψω όλους τους συμμάχους που θα έχουν πεθάνει στη μάχη. Αν επικρατήσω των βαρβάρων στον πόλεμο, δεν θα ερημώσω καμιά από τις πόλεις που συμμετείχαν στον αγώνα και δε θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τα αφήσω και θα τα παραδώσω στους μεταγενέστερους ως υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων». Αφού έδωσαν τον όρκο, πορεύτηκαν προς τη Βοιωτία μέσω του Κιθαιρώνα και αφού κατέβηκαν προς τις υπώρειες κοντά στις Ερυθρές, έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους. Αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης, ενώ γενικός αρχηγός όλων ήταν ο Παυσανίας, που ήταν επίτροπος του γιου του Λεωνίδα.
[11,30] Μαρδόνιος δὲ πυθόμενος τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν προάγειν ἐπὶ Βοιωτίας, προῆλθεν ἐκ τῶν Θηβῶν· καὶ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν ποταμὸν ἔθετο παρεμβολήν, ἣν ὠχύρωσε τάφρῳ βαθείᾳ καὶ τείχει ξυλίνῳ περιέλαβεν. ἦν δὲ ὁ σύμπας ἀριθμὸς τῶν μὲν Ἑλλήνων εἰς δέκα μυριάδας, τῶν δὲ βαρβάρων εἰς πεντήκοντα. πρῶτοι δὲ κατήρξαντο μάχης οἱ βάρβαροι νυκτὸς ἐκχυθέντες ἐπ´ αὐτοὺς καὶ πᾶσι τοῖς ἱππεῦσι πρὸς τὴν στρατοπεδείαν ἐπελάσαντες. τῶν δὲ Ἀθηναίων προαισθομένων καὶ συντεταγμένῃ τῇ στρατιᾷ τεθαρρηκότως ἀπαντώντων, συνέβη καρτερὰν γενέσθαι μάχην. τέλος δὲ τῶν Ἑλλήνων οἱ μὲν ἄλλοι πάντες τοὺς καθ´ αὑτοὺς ταχθέντας τῶν βαρβάρων ἐτρέψαντο, μόνοι δὲ Μεγαρεῖς πρός τε τὸν ἵππαρχον καὶ τοὺς ἀρίστους τῶν Περσῶν ἱππεῖς ἀνθεστῶτες, καὶ πιεζόμενοι τῇ μάχῃ, τὴν μὲν τάξιν οὐ κατέλιπον, πρὸς δὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ Λακεδαιμονίους πέμψαντές τινας ἐξ αὐτῶν ᾔτουν κατὰ τάχος βοηθῆσαι. Ἀριστείδου δὲ τοὺς περὶ αὐτὸν τῶν Ἀθηναίων ταχέως ἀποστείλαντος τοὺς ἐπιλέκτους, συστραφέντες οὗτοι καὶ προσπεσόντες τοῖς βαρβάροις τοὺς μὲν Μεγαρεῖς ἐξείλοντο τῶν κινδύνων τῶν ἐπικειμένων, τῶν δὲ Περσῶν αὐτόν τε τὸν ἵππαρχον καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀποκτείναντες τοὺς λοιποὺς ἐτρέψαντο. οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες, ὡσπερεί τινι προαγῶνι λαμπρῶς προτερήσαντες, εὐέλπιδες ἐγένοντο περὶ τῆς ὁλοσχεροῦς νίκης· μετὰ δὲ ταῦτα ἐκ τῆς ὑπωρείας μετεστρατοπέδευσαν εἰς ἕτερον τόπον εὐθετώτερον πρὸς τὴν ὁλοσχερῆ νίκην. ἦν γὰρ ἐκ μὲν τῶν δεξιῶν γεώλοφος ὑψηλός, ἐκ δὲ τῶν εὐωνύμων ὁ Ἀσωπὸς ποταμός· τὸν δ´ ἀνὰ μέσον τόπον ἐπεῖχεν ἡ στρατοπεδεία, πεφραγμένη τῇ φύσει καὶ ταῖς τῶν τόπων ἀσφαλείαις. τοῖς μὲν οὖν Ἕλλησιν ἐμφρόνως βουλευσαμένοις πολλὰ συνεβάλετο πρὸς τὴν νίκην ἡ τῶν τόπων στενοχωρία· οὐ γὰρ ἦν ἐπὶ πολὺ μῆκος παρεκτείνειν τὴν φάλαγγα τῶν Περσῶν, ὥστε ἀχρήστους εἶναι συνέβαινε τὰς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων. διόπερ οἱ περὶ τὸν Παυσανίαν καὶ Ἀριστείδην θαρρήσαντες τοῖς τόποις προῆγον τὴν δύναμιν εἰς τὴν μάχην, καὶ συντάξαντες ἑαυτοὺς οἰκείως τῆς περιστάσεως ἦγον ἐπὶ τοὺς πολεμίους.
30. Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι η δύναμη των εχθρών βάδιζε κατά της Βοιωτίας, βγήκε από τις Θήβες. Φτάνοντας στον Ασωπό ποταμό, έστησε το στρατόπεδο του, το οποίο οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με ξύλινο τείχος. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις εκατό χιλιάδες, ενώ των βαρβάρων τις πεντακόσιες χιλιάδες. Πρώτοι ξεκίνησαν τη μάχη οι βάρβαροι, οι οποίοι ξεχύθηκαν καταπάνω τους και επέλασαν με όλους τους ιππείς τους εναντίον του στρατοπέδου. Οι Αθηναίοι, που το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και είχαν συντάξει τις δυνάμεις τους, τους αντιμετώπισαν θαρραλέα και επακολούθησε κρατερή μάχη. Τελικά, όλοι οι άλλοι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους βαρβάρους που είχαν παραταχθεί εναντίον τους, και μόνο οι Μεγαρείς, που αντιμετώπιζαν τον ίππαρχο και τους άριστους ιππείς των Περσών και πιέζονταν ισχυρά κατά τη μάχη, δεν εγκατέλειψαν μεν τις γραμμές τους, αλλά έστειλαν μερικούς άντρες στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Αριστείδης έστειλε γρήγορα τους επίλεκτους Αθηναίους του, κι αυτοί, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και πέφτοντας με ορμή εναντίον των βαρβάρων, τους μεν Μεγαρείς τους έβγαλαν από τους επικείμενους κινδύνους, ενώ από τους Πέρσες σκότωσαν τον ίδιο τον ίππαρχο καθώς και πολλούς άλλους και τους υπόλοιπους τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Έλληνες, τώρα που είχαν υπερισχύσει λαμπρά σ' ένα είδος προκαταρκτικού αγώνα, ήταν πια γεμάτοι ελπίδες για την ολοκληρωτική νίκη. Μετά από αυτά, μετέφεραν το στρατόπεδο τους από τις υπώρειες σε άλλο τόπο που ήταν πιο πρόσφορος για την τελική νίκη. Γιατί δεξιά υπήρχε ένα ψηλός λόφος και από τα αριστερά ο Ασωπός ποταμός, ενώ η ανάμεσα περιοχή καταλαμβανόταν από το στρατόπεδο που ήταν οχυρωμένο από τη φύση και την ασφάλεια που παρείχαν οι τόποι. Ο περιορισμένος χώρος, λοιπόν, του τόπου συνέβαλε κατά πολύ στη νίκη των Ελλήνων που είχαν καταστρώσει τα σχέδια τους με σύνεση, γιατί η φάλαγγα των Περσών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σ' όλο της το μήκος κι έτσι αχρηστεύονταν οι πολλές μυριάδες των βαρβάρων. Ως εκ τούτου, ο Παυσανίας και ο Αριστείδης, παίρνοντας θάρρος από το πλεονέκτημα που τους έδινε ο τόπος, οδήγησαν τον στρατό τους στη μάχη και, αφού συντάχθηκαν με τρόπο που ήταν κατάλληλος για την περίσταση, βάδισαν εναντίον των εχθρών.
[11,31] Μαρδόνιος δὲ συναναγκαζόμενος βαθεῖαν ποιῆσαι τὴν φάλαγγα, διέταξε τὴν δύναμιν ὅπως ποτ´ ἔδοξεν αὐτῷ συμφέρειν, καὶ μετὰ βοῆς ἀπήντησε τοῖς Ἕλλησιν. ἔχων δὲ περὶ αὐτὸν τοὺς ἀρίστους πρῶτος ἐνέβαλεν εἰς τοὺς ἀντιτεταγμένους Λακεδαιμονίους, καὶ γενναίως ἀγωνισάμενος πολλοὺς ἀνεῖλε τῶν Ἑλλήνων· ἀντιταχθέντων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων εὐρώστως, καὶ πάντα κίνδυνον ὑπομενόντων προθύμως, πολὺς ἐγίνετο φόνος τῶν βαρβάρων. ἕως μὲν οὖν συνέβαινε τὸν Μαρδόνιον μετὰ τῶν ἐπιλέκτων προκινδυνεύειν, εὐψύχως ὑπέμενον τὸ δεινὸν οἱ βάρβαροι· ἐπεὶ δ´ ὅ τε Μαρδόνιος ἀγωνιζόμενος ἐκθύμως ἔπεσε καὶ τῶν ἐπιλέκτων οἱ μὲν ἀπέθανον, οἱ δὲ κατετρώθησαν, ἀνατραπέντες ταῖς ψυχαῖς πρὸς φυγὴν ὥρμησαν. ἐπικειμένων δὲ τῶν Ἑλλήνων, οἱ μὲν πλείους τῶν βαρβάρων εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος συνέφυγον, τῶν δ´ ἄλλων οἱ μὲν μετὰ Μαρδονίου ταχθέντες Ἕλληνες εἰς τὰς Θήβας ἀνεχώρησαν, τοὺς δὲ λοιποὺς ὄντας πλείους τῶν τετρακισμυρίων ἀναλαβὼν Ἀρτάβαζος, ἀνὴρ παρὰ Πέρσαις ἐπαινούμενος, εἰς θάτερον μέρος ἔφυγε, καὶ σύντονον τὴν ἀναχώρησιν ποιησάμενος προῆγεν ἐπὶ τῆς Φωκίδος.
31. Ο Μαρδόνιος, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αυξήσει το βάθος της φάλαγγας, παρέταξε τη δύναμη με τον τρόπο που θεώρησε πως θα ήταν προς το συμφέρον του, και με δυνατές ιαχές αντιμετώπισε τους Έλληνες. Έχοντας γύρω του τους καλύτερους στρατιώτες, ρίχτηκε πρώτος εναντίον των Λακεδαιμονίων, που ήταν παραταγμένοι απέναντι του, και μαχόμενος γενναία σκότωσε πολλούς Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του αντιστάθηκαν ρωμαλέα και υπέμεναν κάθε κίνδυνο με προθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο φονικό στους βαρβάρους. Όση ώρα λοιπόν ο Μαρδόνιος με τους επίλεκτους άντρες του συνέχιζαν να αγωνίζονται μπροστά, οι βάρβαροι υπέμεναν με ευψυχία τη φοβερή μάχη, όταν όμως ο Μαρδόνιος έπεσε αγωνιζόμενος μανιασμένα και από τους επίλεκτους άλλοι πέθαναν και άλλοι κατατραυματίστηκαν, το θάρρος τους εξανεμίστηκε και τράπηκαν ορμητικά σε φυγή. Καθώς οι Έλληνες τους ακολουθούσαν, οι περισσότεροι από τους βαρβάρους κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, ενώ, από τους άλλους, οι Έλληνες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Μαρδόνιου αναχώρησαν για τις Θήβες, και τους υπόλοιπους, που ήταν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες, τους πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος, άντρας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες, ο οποίος στράφηκε προς την άλλη κατεύθυνση και υποχωρώντας κάτω από μεγάλη πίεση βάδισε προς τη Φωκίδα.
[11,32] Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἐν τῇ φυγῇ τῶν βαρβάρων σχισθέντων, ὁμοίως καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων πλῆθος διεμερίσθη· Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ καὶ Πλαταιεῖς καὶ Θεσπιεῖς τοὺς ἐπὶ Θηβῶν ὁρμήσαντας ἐδίωξαν, Κορίνθιοι δὲ καὶ Σικυώνιοι καὶ Φλιάσιοι καί τινες ἕτεροι τοῖς μετὰ Ἀρταβάζου φεύγουσιν ἐπηκολούθησαν, Λακεδαιμόνιοι δὲ μετὰ τῶν λοιπῶν τοὺς εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος καταφυγόντας διώξαντες ἐπόρθησαν προθύμως. οἱ δὲ Θηβαῖοι δεξάμενοι τοὺς φεύγοντας καὶ προσαναλαβόντες ἐπέθεντο τοῖς διώκουσιν Ἀθηναίοις· γενομένης δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καρτερᾶς μάχης, καὶ τῶν Θηβαίων λαμπρῶς ἀγωνισαμένων, ἔπεσον μὲν οὐκ ὀλίγοι παρ´ ἀμφοτέροις, τὸ δὲ τελευταῖον βιασθέντες ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, συνέφυγον πάλιν εἰς τὰς Θήβας. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Ἀθηναῖοι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἀποχωρήσαντες, μετὰ τούτων ἐτειχομάχουν πρὸς τοὺς καταφυγόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν τῶν Περσῶν· μεγάλου δὲ ἀγῶνος ἐξ ἀμφοτέρων γενομένου, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων ἐκ τόπων ὠχυρωμένων καλῶς ἀγωνισαμένων, τῶν δ´ Ἑλλήνων βίαν προσαγόντων τοῖς ξυλίνοις τείχεσι, πολλοὶ μὲν παραβόλως ἀγωνιζόμενοι κατετιτρώσκοντο, οὐκ ὀλίγοι δὲ καὶ τῷ πλήθει τῶν βελῶν διαφθειρόμενοι τὸν θάνατον εὐψύχως ὑπέμενον. οὐ μήν γε τὴν ὁρμὴν καὶ βίαν τῶν Ἑλλήνων ἔστεγεν οὔτε τὸ κατεσκευασμένον τεῖχος οὔτε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, ἀλλ´ ἅπαν τὸ ἀντιτεταγμένον ὑπείκειν ἠναγκάζετο· ἡμιλλῶντο γὰρ πρὸς ἀλλήλους οἱ τῆς Ἑλλάδος ἡγούμενοι Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι, μεμετεωρισμένοι μὲν ταῖς προγεγενημέναις νίκαις, πεποιθότες δὲ ταῖς ἑαυτῶν ἀρεταῖς. τέλος δὲ κατὰ κράτος ἁλόντες οἱ βάρβαροι, δεόμενοι ζωγρεῖν οὐδενὸς ἐτύγχανον ἐλέου. ὁ γὰρ στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων Παυσανίας ὁρῶν τοῖς πλήθεσιν ὑπερέχοντας τοὺς βαρβάρους, εὐλαβεῖτο μή τι παράλογον γένηται, πολλαπλασίων ὄντων τῶν βαρβάρων· διὸ καὶ παραγγείλαντος αὐτοῦ μηδένα ζωγρεῖν, ταχὺ πλῆθος ἄπιστον νεκρῶν ἐγένετο. τέλος δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπὲρ τὰς δέκα μυριάδας τῶν βαρβάρων κατακόψαντες μόγις ἐπαύσαντο τοῦ κτείνειν τοὺς πολεμίους.
32. Καθώς οι βάρβαροι χωρίστηκαν μ' αυτό τον τρόπο κατά τη φυγή τους, με τον ίδιο τρόπο μοιράστηκαν και οι Έλληνες. Γιατί οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς όρμησαν εναντίον αυτών που κατευθύνονταν στις Θήβες και τους καταδίωξαν, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και μερικοί άλλοι, ακολούθησαν κατά πόδας εκείνους που είχαν τραπεί σε φυγή με τον Αρτάβαζο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους υπόλοιπους, αφού καταδίωξαν όσους είχαν καταφύγει στο ξύλινο τείχος, τους εξολόθρευσαν με ζήλο. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν τους φυγάδες και, αφού τους πρόσθεσαν στις δυνάμεις τους, επιτέθηκαν στους Αθηναίους που τους καταδίωκαν. Ακολούθησε κρατερή μάχη μπροστά στα τείχη και μετά από λαμπρό αγώνα των Θηβαίων, έπεσαν όχι και λίγοι και από τις δυο πλευρές, αλλά τελικά, μετά από ισχυρή πίεση των Αθηναίων, κατέφυγαν πάλι όλοι μαζί στις Θήβες. Μετά από αυτά, οι Αθηναίοι αποχώρησαν προς τους Λακεδαιμονίους και επιτέθηκαν μαζί τους στα τείχη εναντίον των Περσών που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο. Επακολούθησε μεγάλος αγώνας και από τις δυο πλευρές, και οι μεν βάρβαροι αγωνίστηκαν γενναία από οχυρωμένες θέσεις, ενώ από τους Έλληνες που επιτίθονταν στα ξύλινα τείχη, πολλοί, αγωνιζόμενοι ριψοκίνδυνα, δέχτηκαν πολλά τραύματα και, ουκ ολίγοι που σκοτώνονταν από το πλήθος των βελών υπέμεναν τον θάνατο με ευψυχία. Ωστόσο, την ορμή και τη βία των Ελλήνων δεν άντεξε ούτε το κατασκευασμένο τείχος ούτε το πλήθος των βαρβάρων, και κάθε είδους αντίσταση υποχρεώθηκε να ενδώσει, γιατί συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι πρώτοι της Ελλάδας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, που είχαν αποκτήσει έπαρση από τις προηγούμενες νίκες τους και είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους. Τέλος, οι βάρβαροι νικήθηκαν κατά κράτος και, μολονότι παρακαλούσαν να πιαστούν αιχμάλωτοι, δεν βρήκαν έλεος. Γιατί ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας, βλέποντας πόσο υπερείχαν σε πλήθος οι βάρβαροι, φυλαγόταν μήπως συμβεί κάτι απροσδόκητο, μια που οι βάρβαροι ήταν πολύ περισσότεροι αριθμητικά. Γι' αυτό, έχοντας δώσει εντολή να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος, πολύ γρήγορα το πλήθος των νεκρών ήταν απίστευτο. Τελικά, οι Έλληνες, αφού κατέσφαξαν πάνω από εκατό χιλιάδες βαρβάρους, με κόπο κατάφεραν να πάψουν να σκοτώνουν τους εχθρούς.
[11,33] Τοιοῦτον δὲ πέρας τῆς μάχης λαβούσης, οἱ μὲν Ἕλληνες τοὺς πεσόντας ἔθαψαν, ὄντας πλείους τῶν μυρίων. διελόμενοι δὲ τὰ λάφυρα κατὰ τὸν τῶν στρατιωτῶν ἀριθμὸν τὴν περὶ τῶν ἀριστείων κρίσιν ἐποιήσαντο, καὶ χάριτι δουλεύσαντες ἔκριναν ἀριστεῦσαι πόλιν μὲν Σπάρτην, ἄνδρα δὲ Παυσανίαν τὸν Λακεδαιμόνιον. Ἀρτάβαζος δ´ ἔχων τῶν φευγόντων Περσῶν εἰς τετρακισμυρίους, καὶ διὰ τῆς Φωκίδος εἰς Μακεδονίαν πορευθείς, ὀξυτάταις πορείαις ἐχρῆτο, καὶ ἐσώθη μετὰ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὴν Ἀσίαν. οἱ δ´ Ἕλληνες ἐκ τῶν λαφύρων δεκάτην ἐξελόμενοι κατεσκεύασαν χρυσοῦν τρίποδα, καὶ ἀνέθηκαν εἰς Δελφοὺς χαριστήριον τῷ θεῷ, ἐπιγράψαντες ἐλεγεῖον τόδε,
33. Αφού με τέτοιο τρόπο τέλειωσε η μάχη, οι Έλληνες έθαψαν τους πεσόντες που ήταν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες. Μοίρασαν τα λάφυρα ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και έβαλαν το θέμα για την απονομή των αριστείων. Κάνοντας πάλι εκδούλευση, από τις πόλεις έκριναν άξια του βραβείου τη Σπάρτη και από τους άντρες τον Παυσανία τον Λακεδαιμόνιο. Στο μεταξύ, ο Αρτάβαζος, έχοντας μαζί του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες, πέρασε μέσω της Φωκίδας στη Μακεδονία, βαδίζοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, και έφτασε σώος με τους στρατιώτες του στην Ασία. Οι Έλληνες, αφαιρώντας το ένα δέκατο από τα λάφυρα, κατασκεύασαν χρυσό τρίποδα και τον αφιέρωσαν στους Δελφούς χαράζοντας πάνω του την εξής ελεγεία:
Ἑλλάδος εὐρυχόρου σωτῆρες τόνδ´ ἀνέθηκαν,
δουλοσύνης στυγερᾶς ῥυσάμενοι πόλιας.
ἐπέγραψαν δὲ καὶ τοῖς ἐν Θερμοπύλαις ἀποθανοῦσι Λακεδαιμονίοις κοινῇ μὲν ἅπασι τόδε,
μυριάσιν ποτὲ τῇδε διηκοσίαις ἐμάχοντο
ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες,
ἰδίᾳ δὲ αὐτοῖς τόδε,
ὦ ξεῖν´, ἄγγειλον Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα
τοῖς κείνων πειθόμενοι νομίμοις.
Οι σωτήρες της πλατιάς Ελλάδας αφιέρωσαν τούτο τον τρίποδα,
αφού ελευθέρωσαν τις πόλεις από τη στυγερή σκλαβιά.
Αφιέρωσαν επίσης επιτύμβια επιγράμματα για τους Λακεδαιμονίους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, για όλους μαζί το εξής:
Εδώ κάποτε διακόσιες μυριάδες εχθρών πολέμησαν
τέσσερις χιλιάδες άντρες από την Πελοπόννησο.
Και ιδιαίτερα για τους Λακεδαιμονίους:
Ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ είμαστε πεσμένοι,
πιστοί στους δικούς τους νόμους.
ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος ἐκόσμησε τοὺς τάφους τῶν ἐν τῷ Περσικῷ πολέμῳ τελευτησάντων, καὶ τὸν ἀγῶνα τὸν ἐπιτάφιον τότε πρῶτον ἐποίησε, καὶ νόμον ἔθηκε λέγειν ἐγκώμια τοῖς δημοσίᾳ θαπτομένοις τοὺς προαιρεθέντας τῶν ῥητόρων. μετὰ δὲ ταῦτα Παυσανίας μὲν ὁ στρατηγὸς ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐστράτευσεν ἐπὶ τὰς Θήβας, καὶ τοὺς αἰτίους τῆς πρὸς Πέρσας συμμαχίας ἐξῄτει πρὸς τὴν τιμωρίαν· τῶν δὲ Θηβαίων καταπεπληγμένων τό τε πλῆθος τῶν πολεμίων καὶ τὰς ἀρετάς, οἱ μὲν αἰτιώτατοι τῆς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀποστάσεως ἑκουσίως ὑπομείναντες τὴν παράδοσιν ἐκολάσθησαν ὑπὸ τοῦ Παυσανίου καὶ πάντες ἀνῃρέθησαν.
Με όμοιο τρόπο, ο δήμος των Αθηναίων, στόλισε τους τάφους εκείνων που πέθαναν στον Περσικό πόλεμο, τέλεσε για πρώτη φορά τους επιτάφιους αγώνες και ψήφισε νόμο να εκφωνούνται εγκώμια για εκείνους που θάβονταν με δημόσια δαπάνη, από προεπιλεγμένους ρήτορες. Μετά από αυτά, ο στρατηγός Παυσανίας πήρε το στράτευμα και εκστράτευσε εναντίον των Θηβών, όπου απαίτησε να εκδοθούν οι αίτιοι της συμμαχίας με τους Πέρσες για να τιμωρηθούν. Οι Θηβαίοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από το πλήθος των αντιπάλων και από την ανδρεία τους στη μάχη, ώστε οι κύριοι αίτιοι για την αποστασία από τους Έλληνες, αφού δέχτηκαν εκούσια την παράδοση τους, τιμωρήθηκαν από τον Παυσανία και εκτελέστηκαν όλοι.
Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Comments