top of page

Η μάχη των Πλαταιών, 479 π.Χ. Ηροδότου

  • Writer: Κων/να Σαραντοπούλου
    Κων/να Σαραντοπούλου
  • Mar 31
  • 18 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Ηροδότου Ιστορίαι, ΒΙΒΛΙΟ Η ΟΥΡΑΝΙΑ, ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Ηροδότου Ιστορίαι, ΒΙΒΛΙΟ Η ΟΥΡΑΝΙΑ, ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

Ο Αλέξανδρος ειδοποιεί τους Αθηναίους. 

Μετακινήσεις στρατευμάτων

44. [...] νύξ τε ἐγίνετο καὶ ἐς φυλακὰς ἐτάσσοντο. Ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο καὶ ἡσυχίη ἐδόκεε εἶναι ἀνὰ τὰ στρατόπεδα καὶ μάλιστα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν ὕπνῳ, τηνικαῦτα προσελάσας ἵππῳ πρὸς τὰς φυλακὰς τὰς Ἀθηναίων Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω, στρατηγός τε ἐὼν καὶ βασιλεὺς Μακεδόνων, ἐδίζητο τοῖσι στρατηγοῖσι ἐς λόγους ἐλθεῖν. [2] Τῶν δὲ φυλάκων οἱ μὲν πλεῦνες παρέμενον, οἳ δ᾽ ἔθεον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς, ἐλθόντες δὲ ἔλεγον ὡς ἄνθρωπος ἥκοι ἐπ᾽ ἵππου ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Μήδων, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν παραγυμνοῖ ἔπος, στρατηγοὺς δὲ ὀνομάζων ἐθέλειν φησὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν.

44. […] έπεσε το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν σκοποί. Κύλησαν λίγες ώρες· όταν στα δύο στρατόπεδα επικράτησε ησυχία, και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος, γιος του Αμύντα, βασιλιάς και στρατηγός των Μακεδόνων, κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και, το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα.

45. Οἳ δὲ ἐπεὶ ταῦτα ἤκουσαν, αὐτίκα εἵποντο ἐς τὰς φυλακάς· ἀπικομένοισι δὲ ἔλεγε Ἀλέξανδρος τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι, ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας ἄλλον ἢ Παυσανίην, μή με καὶ διαφθείρητε· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσης τῆς Ἑλλάδος. [2] αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα. Λέγω δὲ ὦν ὅτι Μαρδονίῳ τε καὶ τῇ στρατιῇ τὰ σφάγια οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι· πάλαι γὰρ ἂν ἐμάχεσθε. Νῦν δέ οἱ δέδοκται τὰ μὲν σφάγια ἐᾶν χαίρειν, ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ συμβολὴν ποιέεσθαι· καταρρώδηκε γὰρ μὴ πλεῦνες συλλεχθῆτε, ὡς ἐγὼ εἰκάζω. Πρὸς ταῦτα ἑτοιμάζεσθε. ἢν δὲ ἄρα ὑπερβάληται τὴν συμβολὴν Μαρδόνιος καὶ μὴ ποιέηται, λιπαρέετε μένοντες· ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία. [3] Ἢν δὲ ὑμῖν ὁ πόλεμος ὅδε κατὰ νόον τελευτήσῃ, μνησθῆναι τινὰ χρὴ καὶ ἐμεῦ ἐλευθερώσιος πέρι, ὃς Ἑλλήνων εἵνεκα οὕτω ἔργον παράβολον ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης, ἐθέλων ὑμῖν δηλῶσαι τὴν διάνοιαν τὴν Μαρδονίου, ἵνα μὴ ἐπιπέσωσι ὑμῖν ἐξαίφνης οἱ βάρβαροι μὴ προσδεκομένοισί κω. Εἰμὶ δὲ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών ». Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας ἀπήλαυνε ὀπίσω ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ τὴν ἑωυτοῦ τάξιν.

45. Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο τους και συνάντησαν τον Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε: «Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμή σας γι' αυτό που έχω να σας πω· κρατήστε το μυστικό απ' όλους, εκτός από τον Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δε θα βρισκόμουν εδώ, αν δε φρόντιζα για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας στην καταγωγή και δε θέλω να δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με σκλαβιά. Λέω, λοιπόν, ότι ο Μαρδόνιος κι ο στρατός του δεν έχουν ευνοϊκούς οιωνούς από τις θυσίες τους, αλλιώς η μάχη θα είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Ο Μαρδόνιος, πάντως, αποφάσισε να αγνοήσει τους οιωνούς και να σας επιτεθεί με την αυγή, επειδή, φαντάζομαι, ανησυχεί μήπως συγκεντρωθείτε πολλοί στις γραμμές σας. Να είστε έτοιμοι. Αν, πάλι, αναβάλει την επίθεση του ο Μαρδόνιος, σας συμβουλεύω να μείνετε στις θέσεις σας, γιατί δεν έχει προμήθειες παρά για λίγες μόνο μέρες. Στη περίπτωση που δώσετε σ' αυτό τον πόλεμο αίσιο τέλος, πρέπει να με θυμηθείτε πως συνέβαλα κι εγώ στην ελευθερία σας· διατρέχω μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας, θέλοντας να σας ειδοποιήσω για τις προθέσεις του Μαρδόνιου και να σας σώσω από μια αιφνιδιαστική επίθεση των βαρβάρων. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας». Αφού είπε αυτά, ο Αλέξανδρος κάλπασε πίσω στο στρατόπεδο του και γύρισε στη θέση του.

46. Οἱ δὲ στρατηγοὶ τῶν Ἀθηναίων ἐλθόντες ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας ἔλεγον Παυσανίῃ τά περ ἤκουσαν Ἀλεξάνδρου. Ὁ δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ καταρρωδήσας τοὺς Πέρσας ἔλεγε τάδε. [2] « Ἐπεὶ τοίνυν ἐς ἠῶ ἡ συμβολὴ γίνεται, ὑμέας μὲν χρεόν ἐστι τοὺς Ἀθηναίους στῆναι κατὰ τοὺς Πέρσας, ἡμέας δὲ κατὰ τοὺς Βοιωτούς τε καὶ τοὺς κατ᾽ ὑμέας τεταγμένους Ἑλλήνων, τῶνδε εἵνεκα· ὑμεῖς ἐπίστασθε τοὺς Μήδους καὶ τὴν μάχην αὐτῶν ἐν Μαραθῶνι μαχεσάμενοι, ἡμεῖς δὲ ἄπειροί τε εἰμὲν καὶ ἀδαέες τούτων τῶν ἀνδρῶν· Σπαρτιητέων γὰρ οὐδεὶς πεπείρηται Μήδων· ἡμεῖς δὲ Βοιωτῶν καὶ Θεσσαλῶν ἔμπειροι εἰμέν. [3] ἀλλ᾽ ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χρεόν ἐστι ἰέναι ὑμέας ἐς τόδε τὸ κέρας, ἡμέας δὲ ἐς τὸ εὐώνυμον ». Πρὸς δὲ ταῦτα εἶπαν οἱ Ἀθηναῖοι τάδε. «Καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν πάλαι ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἐπείτε εἴδομεν κατ᾽ ὑμέας τασσομένους τοὺς Πέρσας, ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῦτα τά περ ὑμεῖς φθάντες προφέρετε· ἀλλὰ ἀρρωδέομεν μὴ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι. Ἐπεὶ δ᾽ ὦν αὐτοὶ ἐμνήσθητε, καὶ ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι καὶ ἕτοιμοι εἰμὲν ποιέειν ταῦτα ».

46. Οι Αθηναίοι στρατηγοί έτρεξαν στον Παυσανία, στη δεξιά πτέρυγα της ελληνικής παράταξης, και του είπαν τι είχαν ακούσει από τον Αλέξανδρο. Ο Παυσανίας φοβήθηκε τους Πέρσες και είπε τα εξής: «Αν πρόκειται να ξεσπάσει η μάχη την αυγή», είπε, «είναι καλύτερα εσείς οι Αθηναίοι να παραταχτείτε απέναντι από τους Πέρσες, και ν' αναλάβουμε εμείς την πτέρυγα απέναντι από τους Βοιωτούς και τους άλλους Έλληνες, που βρίσκονται τώρα απέναντι σας. Στον Μαραθώνα γνωρίσατε τους Μήδους και την τακτική τους στη μάχη, αντίθετα από μας, που δεν τους έχουμε συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Κανένας Σπαρτιάτης δεν έχει πολεμήσει ενάντια σε Μήδο, ενώ έχουμε εξοικειωθεί αρκετά με τους στρατιώτες της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Γι' αυτό, πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε στη δεξιά πτέρυγα. Εμείς θα πάρουμε τη θέση σας στην αριστερή». Σ' αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν τα εξής: «Σκεφτήκαμε κι εμείς πριν αρκετό καιρό —από τότε, δηλαδή, που είδαμε ότι οι Πέρσες παρατάχθηκαν απέναντι σας—να κάνουμε την ίδια πρόταση, αλλά φοβηθήκαμε μη σας προσβάλουμε. Αφού, όμως, το θίξατε εσείς οι ίδιοι, δεχόμαστε πρόθυμα και θα συμμορφωθούμε αμέσως».

47. Ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. Γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ. Ὃ δ᾽ ἐπείτε ἤκουσε, αὐτίκα μετιστάναι καὶ αὐτὸς ἐπειρᾶτο, παράγων τοὺς Πέρσας κατὰ τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὡς δὲ ἔμαθε τοῦτο τοιοῦτο γινόμενον ὁ Παυσανίης, γνοὺς ὅτι οὐ λανθάνει, ὀπίσω ἦγε τοὺς Σπαρτιήτας ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας· ὣς δὲ οὕτως καὶ ὁ Μαρδόνιος ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.

47. Το ζήτημα τακτοποιήθηκε ικανοποιητικά και για τα δύο σώματα και, στα πρώτα σημάδια της αυγής οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλαξαν θέση στην παράταξη. Οι Βοιωτοί, όμως, παρατήρησαν την κίνηση και την ανέφεραν στον Μαρδόνιο, ο οποίος μετακίνησε αμέσως τα περσικά στρατεύματα στο άλλο άκρο της παράταξης, φέρνοντας τα πάλι αντιμέτωπα με τους Σπαρτιάτες. Όταν το είδε ο Παυσανίας, γύρισε πάλι στο δεξιό άκρο τους Σπαρτιάτες και, όπως και πριν, ο Μαρδόνιος στο αριστερό.

48. Ἐπεὶ δὲ κατέστησαν ἐς τὰς ἀρχαίας τάξις, πέμψας ὁ Μαρδόνιος κήρυκα ἐς τοὺς Σπαρτιήτας ἔλεγε τάδε. « Ὦ Λακεδαιμόνιοι, ὑμεῖς δὴ λέγεσθε εἶναι ἄνδρες ἄριστοι ὑπὸ τῶν τῇδε ἀνθρώπων, ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε, μένοντές τε ἢ ἀπόλλυτε τοὺς ἐναντίους ἢ αὐτοὶ ἀπόλλυσθε. [2] Τῶν δ᾽ ἄρ᾽ ἦν οὐδὲν ἀληθές· πρὶν γὰρ ἢ συμμῖξαι ἡμέας ἐς χειρῶν τε νόμον ἀπικέσθαι, καὶ δὴ φεύγοντας καὶ στάσιν ἐκλείποντας ὑμέας εἴδομεν, ἐν Ἀθηναίοισί τε τὴν πρόπειραν ποιευμένους αὐτούς τε ἀντία δούλων τῶν ἡμετέρων τασσομένους. [3] Ταῦτα οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργα, ἀλλὰ πλεῖστον δὴ ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν. Προσδεκόμενοι γὰρ κατὰ κλέος ὡς δὴ πέμψετε ἐς ἡμέας κήρυκα προκαλεύμενοι καὶ βουλόμενοι μούνοισι Πέρσῃσι μάχεσθαι, ἄρτιοι ἐόντες ποιέειν ταῦτα οὐδὲν τοιοῦτο λέγοντας ὑμέας εὕρομεν ἀλλὰ πτώσσοντας μᾶλλον. Νῦν ὦν ἐπειδὴ οὐκ ὑμεῖς ἤρξατε τούτου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἄρχομεν. [4] Τί δὴ οὐ πρὸ μὲν τῶν Ἑλλήνων ὑμεῖς, ἐπείτε δεδόξωσθε εἶναι ἄριστοι, πρὸ δὲ τῶν βαρβάρων ἡμεῖς ἴσοι πρὸς ἴσους ἀριθμὸν ἐμαχεσάμεθα; καὶ ἢν μὲν δοκέῃ καὶ τοὺς ἄλλους μάχεσθαι, οἱ δ᾽ ὦν μετέπειτα μαχέσθων ὕστεροι· εἰ δὲ καὶ μὴ δοκέοι ἀλλ᾽ ἡμέας μούνους ἀποχρᾶν, ἡμεῖς δὲ διαμαχεσώμεθα· ὁκότεροι δ᾽ ἂν ἡμέων νικήσωσι, τούτους τῷ ἅπαντι στρατοπέδῳ νικᾶν».

48. Αφού γύρισαν πάλι στις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στις γραμμές των Σπαρτιατών και είπε τα εξής: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, όλοι εδώ γύρω σας θεωρούν γενναίους άνδρες και σας θαυμάζουν, γιατί δεν υποχωρείτε ποτέ στη μάχη και δεν εγκαταλείπετε ποτέ τη θέση σας· μένετε ακλόνητοι, λένε, μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος είτε από τον εχθρικό στρατό είτε από σας. Από αυτά όμως τίποτα δεν είναι αλήθεια. Σας είδαμε να τρέχετε εδώ κι εκεί και να εγκαταλείπετε τη θέση σας πριν αρχίσει η μάχη ή ανταλλάξουμε έστω ένα χτύπημα· αφήνετε την πιο επικίνδυνη θέση στους Αθηναίους, ενώ εσείς προσπαθείτε να χτυπηθείτε με τους σκλάβους μας. Αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου σε γενναίους άνδρες· πράγματι, φαίνεται ότι κάναμε λάθος σχετικά με σας. Με βάση τη φήμη σας, μάλιστα, περιμέναμε ότι θα μας στέλνατε και μια πρόκληση, για να είστε σίγουροι ότι θα αναμετρηθείτε με τους Πέρσες πολεμιστές και κανέναν άλλο. Θα την είχαμε αποδεχτεί πρόθυμα, αν την είχατε στείλει· αλλά δεν το κάνατε. Αντίθετα, σας βλέπουμε να πασχίζετε να μας αποφύγετε. Τέλος πάντων, αφού εσείς δεν έχετε το θάρρος, σας προκαλούμε εμείς. Γιατί να μην χτυπηθεί ίσος αριθμός ανδρών από τις δύο πλευρές, εσείς ως οι πιο γενναίοι της Ελλάδας κι εμείς ως οι πιο γενναίοι της Ασίας; Αν, πάλι, θέλουν να πολεμήσουν και οι υπόλοιποι, ας το κάνουν αφού έχουμε τελειώσει εμείς μεταξύ μας· αλλιώς, ας λύσουμε το θέμα μεταξύ μας κι ας θεωρήσουμε ότι οι νικητές αντιπροσώπευαν όλο το στράτευμά τους».

49. Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνατο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα. Ὁ δὲ περιχαρὴς γενόμενος καὶ ἐπαερθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ἐπῆκε τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. [2] Ὡς δὲ ἐπήλασαν οἱ ἱππόται, ἐσίνοντο πᾶσαν τὴν στρατιὴν τὴν Ἑλληνικὴν ἐσακοντίζοντές τε καὶ τοξεύοντες ὥστε ἱπποτοξόται τε ἐόντες καὶ προσφέρεσθαι ἄποροι· τήν τε κρήνην τὴν Γαργαφίην, ἀπ᾽ ἧς ὑδρεύετο πᾶν τὸ στράτευμα τὸ Ἑλληνικόν, συνετάραξαν καὶ συνέχωσαν. [3] Ἦσαν μὲν ὦν κατὰ τὴν κρήνην Λακεδαιμόνιοι τεταγμένοι μοῦνοι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Ἕλλησι ἡ μὲν κρήνη πρόσω ἐγίνετο, ὡς ἕκαστοι ἔτυχον τεταγμένοι, ὁ δὲ Ἀσωπὸς ἀγχοῦ· ἐρυκόμενοι δὲ τοῦ Ἀσωποῦ οὕτω δὴ ἐπὶ τὴν κρήνην ἐφοίτων· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ γάρ σφι οὐκ ἐξῆν ὕδωρ φορέεσθαι ὑπό τε τῶν ἱππέων καὶ τοξευμάτων.

49. Όταν παρέδωσε την πρόκληση, ο αγγελιαφόρος περίμενε λίγο· αφού, όμως, δεν έπαιρνε απάντηση, γύρισε στον Μαρδόνιο και του είπε τι είχε συμβεί. Ο Μαρδόνιος ενθουσιάστηκε και υπερήφανος γι' αυτή τη νίκη διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες ιππείς, οπλισμένοι με τόξα —δεν ήταν εύκολος αντίπαλος— προκάλεσαν σοβαρές απώλειες, χτυπώντας παράλληλα ολόκληρη την ελληνική παράταξη και με τα βέλη και τα ακόντιά τους· αυτή τη φορά έφραξαν τη Γαργαφία πηγή με χώμα, απ' όπου έπαιρναν νερό όλοι οι Έλληνες στρατιώτες. Για την ακρίβεια, μόνο οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά στην πηγή, ενώ ο υπόλοιπος στρατός ήταν παραταγμένος σε μεγαλύτερη απόσταση, παράλληλα με τις όχθες του Ασωπού· ωστόσο, ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν κι αυτοί νερό από την πηγή, γιατί το εχθρικό ιππικό, με τα τοξεύματά του, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν στο ποτάμι.

50. Τούτου δὲ τοιούτου γινομένου οἱ τῶν Ἑλλήνων στρατηγοί, ἅτε τοῦ τε ὕδατος στερηθείσης τῆς στρατιῆς καὶ ὑπὸ τῆς ἵππου ταρασσομένης, συνελέχθησαν περὶ αὐτῶν τε τούτων καὶ ἄλλων, ἐλθόντες παρὰ Παυσανίην ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας. ἄλλα γὰρ τούτων τοιούτων ἐόντων μᾶλλον σφέας ἐλύπεε· οὔτε γὰρ σιτία εἶχον ἔτι, οἵ τε σφέων ὀπέωνες ἀποπεμφθέντες ἐς Πελοπόννησον ὡς ἐπισιτιεύμενοι ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου, οὐ δυνάμενοι ἀπικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον.

50. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, με τους άνδρες τους να παρενοχλούνται διαρκώς από το εχθρικό ιππικό και στερημένοι από νερό, οι στρατηγοί των διαφόρων ελληνικών σωμάτων πήγαν όλοι μαζί στον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Η έλλειψη νερού, μολονότι αρκετά σοβαρό θέμα, δεν ήταν το μόνο που έπρεπε να συζητηθεί, αφού, στο μεταξύ, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα κι οι υπηρέτες που είχαν σταλεί να φέρουν προμήθειες από την Πελοπόννησο είχαν αποκλειστεί από ίλες του περσικού ιππικού και δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο στρατόπεδο.

51. Βουλευομένοισι δὲ τοῖσι στρατηγοῖσι ἔδοξε, ἣν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέρην οἱ Πέρσαι συμβολὴν ποιεύμενοι, ἐς τὴν νῆσον ἰέναι. Ἣ δὲ ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ καὶ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης, ἐπ᾽ ᾗ ἐστρατοπεδεύοντο τότε, δέκα σταδίους ἀπέχουσα, πρὸ τῆς Πλαταιέων πόλιος. [2] Νῆσος δὲ οὕτω ἂν εἴη ἐν ἠπείρῳ· σχιζόμενος ὁ ποταμὸς ἄνωθεν ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ῥέει κάτω ἐς τὸ πεδίον, διέχων ἀπ᾽ ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια, καὶ ἔπειτα συμμίσγει ἐς τὠυτό. Οὔνομα δέ οἱ Ὠερόη· [3] Θυγατέρα δὲ ταύτην λέγουσι εἶναι Ἀσωποῦ οἱ ἐπιχώριοι. Ἐς τοῦτον δὴ τὸν χῶρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι, ἵνα καὶ ὕδατι ἔχωσι χρᾶσθαι ἀφθόνῳ καὶ οἱ ἱππέες σφέας μὴ σινοίατο ὥσπερ κατιθὺ ἐόντων· μετακινέεσθαί τε ἐδόκεε τότε ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ δευτέρη φυλακή, ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται. [4] ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ ἡ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος, ὑπὸ τὴν νύκτα ταύτην ἐδόκεε τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα, ὡς ἀναλάβοιεν τοὺς ὀπέωνας τοὺς ἐπὶ τὰ σιτία οἰχομένους· ἦσαν γὰρ ἐν τῷ Κιθαιρῶνι ἀπολελαμμένοι.

51. Στη διάρκεια της συζήτησης οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι, αν οι Πέρσες άφηναν τη μέρα να περάσει χωρίς να επιτεθούν, ο στρατός θα αποσυρόταν στο νησί. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μπροστά στις Πλαταιές και απέχει δέκα στάδια από τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, όπου και είχαν στρατοπεδεύσει. Η περιοχή αυτή είναι ένα νησί στην ξηρά· υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζεται σε δύο ρείθρα κοντά στην πηγή του, στον Κιθαιρώνα· στην πεδιάδα, τα δυο ρείθρα έχουν άνοιγμα περίπου τρία στάδια πριν ενωθούν ξανά πιο χαμηλά. Το όνομα της περιοχής είναι Ωερόη και είναι γνωστή στην περιοχή ως κόρη του Ασωπού. Δύο ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν να επιλέξουν το νησί για να παραταχτούν. Κατ' αρχάς, θα είχαν άφθονο νερό και, δεύτερον, το εχθρικό ιππικό δεν θα ήταν πια σε θέση να τους παρενοχλεί μια και δεν θα ήταν αντιμέτωποι. Το σχέδιο ήταν να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, στη δεύτερη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα, για να μην τους αντιληφθεί ο εχθρός, και ν' αποφύγουν έτσι αψιμαχίες με το ιππικό του στην πορεία τους. Συμφώνησαν, επίσης, ότι, μόλις έφταναν στο νησί, στο σημείο όπου η Ασωπίδα Ωερόη χωρίζεται καθώς πηγάζει από τον Κιθαιρώνα, θα έστελναν, πάντα στη διάρκεια της νύχτας, το μισό στράτευμα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, για να βοηθήσει τις φάλαγγες με τα εφόδια που είχαν αποκλειστεί εκεί.

52. Ταῦτα βουλευσάμενοι κείνην μὲν τὴν ἡμέρην πᾶσαν προσκειμένης τῆς ἵππου εἶχον πόνον ἄτρυτον· ὡς δὲ ἥ τε ἡμέρη ἔληγε καὶ οἱ ἱππέες ἐπέπαυντο, νυκτὸς δὴ γινομένης καὶ ἐούσης τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι, ἐνθαῦτα ἀερθέντες οἱ πολλοὶ ἀπαλλάσσοντο, ἐς μὲν τὸν χῶρον ἐς τὸν συνέκειτο οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες, οἳ δὲ ὡς ἐκινήθησαν ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον πρὸς τὴν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντες δὲ ἀπικνέονται ἐπὶ τὸ Ἥραιον· τὸ δὲ πρὸ τῆς πόλιος ἐστὶ τῆς Πλαταιέων, εἴκοσι σταδίους ἀπὸ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης ἀπέχον· ἀπικόμενοι δὲ ἔθεντο πρὸ τοῦ ἱροῦ τὰ ὅπλα.

52. Αφού πήραν αυτές τις αποφάσεις, εξακολούθησαν όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς διακοπή, να υπομένουν παρενοχλήσεις από το ιππικό· γύρω στο απόγευμα, οι επιθέσεις αραίωσαν κι όταν σκοτείνιασε, την ώρα που είχε συμφωνηθεί να γίνει η μετακίνηση, οι περισσότεροι έφυγαν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν σκόπευαν ν' ακολουθήσουν το σχέδιο και να πάνε στο νησί· αντίθετα, μόλις ξεκίνησε η πορεία, έφυγαν με ανακούφιση από το ιππικό και κατευθύνονταν στις Πλαταιές. Εκεί, σταμάτησαν μπροστά στο Ηραίο, που είναι χτισμένο έξω από την πόλη, σε μια απόσταση είκοσι στάδια από τη Γαργαφία. Όταν έφτασαν εκεί, στρατοπέδευσαν μπροστά από τον ναό.

53. Καὶ οἳ μὲν περὶ τὸ Ἥραιον ἐστρατοπεδεύοντο, Παυσανίης δὲ ὁρῶν σφεας ἀπαλλασσομένους ἐκ τοῦ στρατοπέδου παρήγγελλε καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς προϊόντας, νομίσας αὐτοὺς ἐς τὸν χῶρον ἰέναι ἐς τὸν συνεθήκαντο. [...]

53. Αυτοί λοιπόν στρατοπέδευσαν στο Ηραίο. Όταν ο Παυσανίας είδε τα άλλα στρατεύματα να ξεκινούν, διέταξε τους Λακεδαιμονίους να αδειάσουν το στρατόπεδο και να τους ακολουθήσουν, υποθέτοντας ότι αυτοί που είχαν φύγει ήδη κατευθύνονταν για τη θέση που είχαν συμφωνήσει. […]

Η μάχη 

59. Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων, ἐπεῖχέ τε ἐπὶ Λακεδαιμονίους τε καὶ Τεγεήτας μούνους· Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα. [2] Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς Ἕλληνας οἱ λοιποὶ τῶν βαρβαρικῶν τελέων ἄρχοντες αὐτίκα πάντες ἤειραν τὰ σημήια, καὶ ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον, οὔτε κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες οὔτε τάξι.

59. Μετά απ' αυτά, ο Μαρδόνιος έδωσε τη διαταγή να ξεκινήσουν. Οι άνδρες του διέσχισαν τον Ασωπό κι ακολούθησαν με ταχύτητα τα ίχνη των ελληνικών δυνάμεων, υποθέτοντας πως είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Στην πραγματικότητα, μόνο τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες καταδίωκε ο Μαρδόνιος, γιατί τους Αθηναίους, που είχαν ακολουθήσει τον δρόμο μέσα από τα χαμηλότερα εδάφη, τους κάλυπταν οι ενδιάμεσοι λόφοι και τα βουνά. Όταν οι άλλες βαρβαρικές μονάδες είδαν ότι οι Πέρσες άρχισαν την καταδίωξη των Ελλήνων, διέταξαν αμέσως να υψώσουν τις σημαίες κι όλοι οι άνδρες μπήκαν στο κυνήγι με όση ταχύτητα μπορούσαν να τρέξουν, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών τους. Όρμησαν μπροστά χωρίς την παραμικρή μέριμνα να διατηρήσουν τις γραμμές τους, φωνάζοντας κι αλαλάζοντας, σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν τους φυγάδες.

60. Καὶ οὗτοι μὲν βοῇ τε καὶ ὁμίλῳ ἐπήισαν ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας· Παυσανίης δέ, ὡς προσέκειτο ἡ ἵππος, πέμψας πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἱππέα λέγει τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου ἐλευθέρην εἶναι ἢ δεδουλωμένην τὴν Ἑλλάδα, προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων ἡμεῖς τε οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὑμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ τὴν παροιχομένην νύκτα διαδράντων. [2] Νῦν ὦν δέδοκται τὸ ἐνθεῦτεν τὸ ποιητέον ἡμῖν· ἀμυνομένους γὰρ τῇ δυνάμεθα ἄριστα περιστέλλειν ἀλλήλους. Εἰ μέν νυν ἐς ὑμέας ὅρμησε ἀρχὴν ἡ ἵππος, χρῆν δὴ ἡμέας τε καὶ τοὺς μετ᾽ ἡμέων τὴν Ἑλλάδα οὐ προδιδόντας Τεγεήτας βοηθέειν ὑμῖν· νῦν δέ, ἐς ἡμέας γὰρ ἅπασα κεχώρηκε, δίκαιοι ἐστὲ ὑμεῖς πρὸς τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ἀμυνέοντες ἰέναι. [3] Εἰ δ᾽ ἄρα αὐτοὺς ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βοηθέειν, ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν τοὺς τοξότας ἀποπέμψαντες χάριν θέσθε. Συνοίδαμεν δὲ ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι, ὥστε καὶ ταῦτα ἐσακούειν ».

60. Ο Παυσανίας, όταν δέχτηκε επίθεση από το εχθρικό ιππικό, έστειλε έναν ιππέα στους Αθηναίους καλώντας τους σε βοήθεια: «Άνδρες της Αθήνας», έλεγε το μήνυμα, «η επίθεση έχει εξαπολυθεί τώρα εναντίον μας —σε μια μάχη που θα κρίνει την ελευθερία ή την  υποδούλωση της Ελλάδας· οι φίλοι μας όμως, έφυγαν χτες βράδυ από το πεδίο της μάχης, προδίδοντας και τους δυο μας. Τώρα, το καθήκον μας είναι ολοφάνερο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και να προστατευτούμε μεταξύ μας όσο καλύτερα μπορούμε. Αν είχατε δεχτεί εσείς πρώτοι την επίθεση του ιππικού, θα είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε να σας βοηθήσουμε, μαζί με τους Τεγεάτες, που είναι, όπως εμείς, αφοσιωμένοι στον ελληνικό σκοπό· αφού όμως, όλο το ιππικό έχει έρθει εναντίον μας, είναι καθήκον σας να βοηθήσετε αυτούς που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν αντιμετωπίζετε οποιοδήποτε πρόβλημα που σας εμποδίζει να ανταποκριθείτε στην έκκληση μας, στείλτε μας τουλάχιστον τους τοξότες σας και θα σας είμαστε ευγνώμονες. Αναγνωρίζουμε ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου κανείς δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την ανδρεία σας· δε θα αρνηθείτε, λοιπόν, να μας βοηθήσετε».

61. Ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐπύθοντο, ὁρμέατο βοηθέειν καὶ τὰ μάλιστα ἐπαμύνειν· καί σφι ἤδη στείχουσι ἐπιτίθενται οἱ ἀντιταχθέντες Ἑλλήνων τῶν μετὰ βασιλέος γενομένων, ὥστε μηκέτι δύνασθαι βοηθῆσαι· τὸ γὰρ προσκείμενον σφέας ἐλύπεε. [2] Οὕτω δὴ μουνωθέντες Λακεδαιμόνιοι καὶ Τεγεῆται, ἐόντες σὺν ψιλοῖσι ἀριθμὸν οἳ μὲν πεντακισμύριοι Τεγεῆται δὲ τρισχίλιοι (οὗτοι γὰρ οὐδαμὰ ἀπεσχίζοντο ἀπὸ Λακεδαιμονίων), ἐσφαγιάζοντο ὡς συμβαλέοντες Μαρδονίῳ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ παρεούσῃ. [3] Καὶ οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά, ἔπιπτον δὲ αὐτῶν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ πολλοὶ καὶ πολλῷ πλεῦνες ἐτρωματίζοντο· φράξαντες γὰρ τὰ γέρρα οἱ Πέρσαι ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀφειδέως, οὕτω ὥστε πιεζομένων τῶν Σπαρτιητέων καὶ τῶν σφαγίων οὐ γινομένων ἀποβλέψαντα τὸν Παυσανίην πρὸς τὸ Ἥραιον τὸ Πλαταιέων ἐπικαλέσασθαι τὴν θεόν, χρηίζοντα μηδαμῶς σφέας ψευσθῆναι τῆς ἐλπίδος.

61. Μόλις έλαβαν αυτό το μήνυμα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αμέσως να ενισχύσουν τους Σπαρτιάτες, ανυπομονώντας να τους βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν λίγο μετά, όμως, δέχτηκαν επίθεση από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του Μαρδόνιου, που παρατάχτηκαν απέναντι τους. Η επίθεση ήταν σκληρή και δεν τους άφησε τα περιθώρια να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους· έτσι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, οι πρώτοι μαζί με τους ψιλούς ήταν πενήντα χιλιάδες και οι Τεγεάτες ήταν τρεις χιλιάδες (αυτοί ποτέ δεν εγκατέλειπαν τους Λακεδαιμόνιους), έκαναν τις θυσίες σαν να επρόκειτο να συμπλακούν με τον Μαρδόνιο και το στράτευμά του. Οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί· στο μεταξύ, αρκετοί από τους άνδρες τους είχαν σκοτωθεί κι είχαν πολλούς τραυματίες, γιατί οι Πέρσες είχαν κάνει φράκτη με τις πλεκτές ασπίδες τους και, προστατευμένοι πίσω απ' αυτό, πετούσαν τόσα βέλη ώστε τα τμήματα των Σπαρτιατών ήταν σε πολύ δύσκολη θέση· αυτό, μαζί με τους αρνητικούς οιωνούς, έκανε τον Παυσανία να στρέψει το βλέμμα στο Ηραίο στις Πλαταιές, και να καλέσει τη θεά σε βοήθεια, παρακαλώντας τη να μην επιτρέψει να στερηθούν οι Έλληνες την ελπίδα της νίκης.

62. Ταῦτα δ᾽ ἔτι τούτου ἐπικαλεομένου προεξαναστάντες πρότεροι οἱ Τεγεῆται ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους, καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι αὐτίκα μετὰ τὴν εὐχὴν τὴν Παυσανίεω ἐγίνετο θυομένοισι τὰ σφάγια χρηστά· ὡς δὲ χρόνῳ κοτὲ ἐγένετο, ἐχώρεον καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς Πέρσας, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντίοι τὰ τόξα μετέντες. [2] Ἔγίνετο δὲ πρῶτον περὶ τὰ γέρρα μάχη. Ὡς δὲ ταῦτα ἐπεπτώκεε, ἤδη ἐγίνετο ἡ μάχη ἰσχυρὴ παρ᾽ αὐτὸ τὸ Δημήτριον καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν, ἐς ὃ ἀπίκοντο ἐς ὠθισμόν· τὰ γὰρ δόρατα ἐπιλαμβανόμενοι κατέκλων οἱ βάρβαροι. [3] Λήματι μέν νυν καὶ ῥώμῃ οὐκ ἥσσονες ἦσαν οἱ Πέρσαι, ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν καὶ οὐκ ὅμοιοι τοῖσι ἐναντίοισι σοφίην, προεξαΐσσοντες δὲ κατ᾽ ἕνα καὶ δέκα, καὶ πλεῦνές τε καὶ ἐλάσσονες συστρεφόμενοι, ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Σπαρτιήτας καὶ διεφθείροντο.

62. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι Τεγεάτες όρμησαν μπροστά περνώντας στην επίθεση και, την αμέσως επόμενη στιγμή, οι οιωνοί υποσχέθηκαν επιτυχία. Τότε, οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν κι αυτοί ενάντια στους Πέρσες, και οι Πέρσες εναντίον τους... και έριχναν τα τόξα. Η πρώτη συμπλοκή έγινε μπροστά στο φράγμα με τις ασπίδες· έπειτα, όταν έπεσε αυτό, ακολούθησε μια σκληρή και παρατεταμένη μάχη, κυριολεκτικά σώμα με σώμα, κοντά στο Δημήτριο [ναό της Δήμητρας], αφού οι βάρβαροι μπορούσαν κι έπιαναν τα δόρατα και τα έσπαγαν σε ανδρεία και θάρρος ήταν ίσοι με τους αντιπάλους τους, αλλά μειονεκτούσαν σε όπλα, ήταν ανεκπαίδευτοι και πολύ κατώτεροι σε ικανότητες. Άλλοτε ένας ένας κι άλλοτε σε ομάδες δέκα ανδρών —και άλλοτε περισσότεροι άλλοτε λιγότεροι— έπεφταν πάνω στις γραμμές των Σπαρτιατών κι αποδεκατίζονταν.

63. Τῇ δὲ ἐτύγχανε αὐτὸς ἐὼν Μαρδόνιος, ἀπ᾽ ἵππου τε μαχόμενος λευκοῦ ἔχων τε περὶ ἑωυτὸν λογάδας Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους, ταύτῃ δὲ καὶ μάλιστα τοὺς ἐναντίους ἐπίεσαν. Ὅσον μέν νυν χρόνον Μαρδόνιος περιῆν, οἳ δὲ ἀντεῖχον καὶ ἀμυνόμενοι κατέβαλλον πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων· [2] Ὡς δὲ Μαρδόνιος ἀπέθανε καὶ τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον ἐὸν ἰσχυρότατον ἔπεσε, οὕτω δὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἐτράποντο καὶ εἶξαν τοῖσι Λακεδαιμονίοισι. Πλεῖστον γὰρ σφέας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων· πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο.

63. Ο Μαρδόνιος μπήκε προσωπικά στη μάχη, ιππεύοντας το άσπρο του άλογο και περικυκλωμένος από τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες. Όσο ζούσε ο Μαρδόνιος, οι άνδρες συνέχισαν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, σκοτώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους· μόλις όμως σκοτώθηκε ο διοικητής τους, μαζί με την προσωπική του φρουρά, που ήταν πολύ γενναία, οι υπόλοιποι υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους και τράπηκαν σε φυγή. Ο κυριότερος λόγος των απωλειών τους ήταν η έλλειψη πανοπλίας, όταν βρέθηκαν να πολεμούν χωρίς αυτήν ενάντια σε οπλίτες.

64. Ἐνθαῦτα ἥ τε δίκη τοῦ Λεωνίδεω κατὰ τὸ χρηστήριον τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, καὶ νίκην ἀναιρέεται καλλίστην ἁπασέων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου τοῦ Ἀναξανδρίδεω· [2] Τῶν δὲ κατύπερθέ οἱ προγόνων τὰ οὐνόματα εἴρηται ἐς Λεωνίδην· ὡυτοὶ γάρ σφι τυγχάνουσι ἐόντες. Ἀποθνήσκει δὲ Μαρδόνιος ὑπὸ Ἀειμνήστου ἀνδρὸς ἐν Σπάρτῃ λογίμου, ὃς χρόνῳ ὕστερον μετὰ τὰ Μηδικὰ ἔχων ἄνδρας τριηκοσίους συνέβαλε ἐν Στενυκλήρῳ πολέμου ἐόντος Μεσσηνίοισι πᾶσι, καὶ αὐτός τε ἀπέθανε καὶ οἱ τριηκόσιοι.

64. Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός κι ο Μαρδόνιος έδωσε ικανοποίηση στους Σπαρτιάτες για τον θάνατο του Λεωνίδα· μ' αυτό τον τρόπο, ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδη, κέρδισε την πιο λαμπρή νίκη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Τα ονόματα των απωτέρων προγόνων του είναι τα ίδια με των προγόνων του Λεωνίδα, που ανέφερα σε προηγούμενο σημείο του έργου μου. Ο Μαρδόνιος φονεύτηκε από τον Αρίμνηστο , άνδρα φημισμένο στη Σπάρτη, ο οποίος, λίγο μετά τα Μηδικά, βρήκε τον θάνατο, στη Στενύκλαρο, μαζί με τους τριακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, πολεμώντας ενάντια στους Μεσσηνίους.

65. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι οἱ Πέρσαι ὡς ἐτράποντο ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων, ἔφευγον οὐδένα κόσμον ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἑωυτῶν καὶ ἐς τὸ τεῖχος τὸ ξύλινον τὸ ἐποιήσαντο ἐν μοίρῃ τῇ Θηβαΐδι. [2] Θῶμα δέ μοι ὅκως παρὰ τῆς Δήμητρος τὸ ἄλσος μαχομένων οὐδὲ εἷς ἐφάνη τῶν Περσέων οὔτε ἐσελθὼν ἐς τὸ τέμενος οὔτε ἐναποθανών, περί τε τὸ ἱρὸν οἱ πλεῖστοι ἐν τῷ βεβήλῳ ἔπεσον. Δοκέω δέ, εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ, ἡ θεὸς αὐτή σφεας οὐκ ἐδέκετο ἐμπρήσαντας τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον.

65. Στις Πλαταιές, μόλις έσπασε η άμυνα των Περσών από τους Λακεδαιμονίους, οι στρατιώτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος που είχαν χτίσει σε Θηβαϊκό έδαφος. Θεωρώ πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι, μολονότι η μάχη δόθηκε πολύ κοντά στο άλσος της Δήμητρας, ούτε ένας Πέρσης στρατιώτης δεν βρέθηκε νεκρός πάνω σε ιερό έδαφος κι ούτε πάτησε μέσα, απ' ό,τι φαίνεται, ενώ έξω από τον ναό και το ιερό έδαφος βρίσκονταν τόσοι νεκροί. Η γνώμη μου είναι —αν μπορεί κανείς να έχει γνώμη σχετικά με τέτοια μυστήρια— ότι η ίδια η θεά τους εμπόδισε να μπουν, επειδή είχαν κάψει το ιερό ανάκτορο στην Ελευσίνα.

Το ήθος του Παυσανία 

78. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Αἰγινητέων ἦν Λάμπων Πυθέω, Αἰγινητέων ἐὼν τὰ πρῶτα· ὃς ἀνοσιώτατον ἔχων λόγον ἵετο πρὸς Παυσανίην, ἀπικόμενος δὲ σπουδῇ ἔλεγε τάδε. [2] « Ὦ παῖ Κλεομβρότου, ἔργον ἔργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθός τε καὶ κάλλος, καί τοι θεὸς παρέδωκε ῥυσάμενον τὴν Ἑλλάδα κλέος καταθέσθαι μέγιστον Ἑλλήνων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. Σὺ δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὶ τούτοισι ποίησον, ὅκως λόγος τε σὲ ἔχῃ ἔτι μέζων καί τις ὕστερον φυλάσσηται τῶν βαρβάρων μὴ ὑπάρχειν ἔργα ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας. [3] Λεωνίδεω γὰρ ἀποθανόντος ἐν Θερμοπύλῃσι Μαρδόνιός τε καὶ Ξέρξης ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἀνεσταύρωσαν· τῷ σὺ τὴν ὁμοίην ἀποδιδοὺς ἔπαινον ἕξεις πρῶτα μὲν ὑπὸ πάντων Σπαρτιητέων, αὖτις δὲ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων· Μαρδόνιον γὰρ ἀνασκολοπίσας τετιμωρήσεαι ἐς πάτρων τὸν σὸν Λεωνίδην ».

78. Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες. Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ' έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ' έναν πάσσαλο... κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.

79. Ὃ μὲν δοκέων χαρίζεσθαι ἔλεγε τάδε, ὃ δ᾽ ἀνταμείβετο τοῖσιδε. « Ὦ ξεῖνε Αἰγινῆτα, τὸ μὲν εὐνοέειν τε καὶ προορᾶν ἄγαμαί σευ, γνώμης μέντοι ἡμάρτηκας χρηστῆς· ἐξαείρας γάρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον, ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες παραινέων νεκρῷ λυμαίνεσθαι, καὶ ἢν ταῦτα ποιέω, φὰς ἄμεινόν με ἀκούσεσθαι· τὰ πρέπει μᾶλλον βαρβάροισι ποιέειν ἤ περ Ἕλλησι· [2] Καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν. Ἐγὼ δ᾽ ὦν τούτου εἵνεκα μήτε Αἰγινήτῃσι ἅδοιμι μήτε τοῖσι ταῦτα ἀρέσκεται, ἀποχρᾷ δέ μοι Σπαρτιήτῃσι ἀρεσκόμενον ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν. Λεωνίδῃ δέ, τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι, φημὶ μεγάλως τετιμωρῆσθαι, ψυχῇσί τε τῇσι τῶνδε ἀναριθμήτοισι τετίμηται αὐτός τε καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἐν Θερμοπύλῃσι τελευτήσαντες. Σὺ μέντοι ἔτι ἔχων λόγον τοιόνδε μήτε προσέλθῃς ἔμοιγε μήτε συμβουλεύσῃς, χάριν τε ἴσθι ἐὼν ἀπαθής ».

79. «Σ' ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ' αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια. Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».

Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

Comentarios


bottom of page