Η ναυμαχία της Σαλαμίνας 480 π.Χ. Ηρόδοτος
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 20
- 16 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο
Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Η - Ουρανία
Συζητήσεις μεταξύ των Περσών
[8,66] οἱ δὲ ἐς τὸν Ξέρξεω ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες, ἐπειδὴ ἐκ Τρηχῖνος θεησάμενοι τὸ τρῶμα τὸ Λακωνικὸν διέβησαν ἐς τὴν Ἱστιαίην, ἐπισχόντες ἡμέρας τρεῖς ἔπλεον δι᾽ Εὐρίπου, καὶ ἐν ἑτέρῃσι τρισὶ ἡμέρῃσι ἐγένοντο ἐν Φαλήρῳ. ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, οὐκ ἐλάσσονες ἐόντες ἀριθμὸν ἐσέβαλον ἐς τὰς Ἀθήνας, κατά τε ἤπειρον καὶ τῇσι νηυσὶ ἀπικόμενοι, ἢ ἐπί τε Σηπιάδα ἀπίκοντο καὶ ἐς Θερμοπύλας· (2) ἀντιθήσω γὰρ τοῖσί τε ὑπὸ τοῦ χειμῶνος αὐτῶν ἀπολομένοισι καὶ τοῖσι ἐν Θερμοπύλῃσι καὶ τῇσι ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ναυμαχίῃσι τούσδε τοὺς τότε οὔκω ἑπομένους βασιλέι, Μηλιέας καὶ Δωριέας καὶ Λοκροὺς καὶ Βοιωτοὺς πανστρατιῇ ἑπομένους πλὴν Θεσπιέων καὶ Πλαταιέων, καὶ μάλα Καρυστίους τε καὶ Ἀνδρίους καὶ Τηνίους τε καὶ τοὺς λοιποὺς νησιώτας πάντας, πλὴν τῶν πέντε πολίων τῶν ἐπεμνήσθημεν πρότερον τὰ οὐνόματα. ὅσῳ γὰρ δὴ προέβαινε ἐσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ὁ Πέρσης, τοσούτῳ πλέω ἔθνεά οἱ εἵπετο.
66. Στο μεταξύ, οι Πέρσες ναύτες είχαν γυρίσει από την Τραχίνα στην Ιστιαία, αφού επισκέφτηκαν το πεδίο όπου καταστράφηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και τρεις μέρες αργότερα ο στόλος απέπλευσε. Τα πλοία διέσχισαν τα στενά του Ευρίπου και μετά από τρεις μέρες, έφτασαν έξω από το Φάληρο. Υπολογίζω ότι οι δυνάμεις ξηράς και θάλασσας ήταν εξίσου ισχυρές όταν μπήκαν στην Αττική όπως και πριν μπουν στη Σηπιάδα και τις Θερμοπύλες· γιατί, αντί για τις απώλειες που είχαν στην καταιγίδα, στη μάχη των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο, υπολογίζω αυτές που αποτελούνταν από Μηλιείς, Δωριείς και Λοκρούς και δεν είχαν τότε ακόμη ακολουθήσει τον βασιλιά· οι Βοιωτοί συμμετείχαν σύσσωμοι, με μόνη εξαίρεση τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς· και, υπήρχαν ακόμα οι νησιώτες από την Κάρυστο, την Άνδρο, την Τήνο κι όλα τα άλλα νησιά εκτός από τα πέντε που ήδη ανέφερα. Πράγματι, όσο πιο βαθιά στην Ελλάδα προχωρούσε ο Πέρσης, τόσο περισσότεροι λαοί τον ακολουθούσαν.
[8,67] ἐπεὶ ὦν ἀπίκατο ἐς τὰς Ἀθήνας πάντες οὗτοι πλὴν Παρίων (Πάριοι δὲ ὑπολειφθέντες ἐν Κύθνῳ ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται), οἱ δὲ λοιποὶ ὡς ἀπίκοντο ἐς τὸ Φάληρον, ἐνθαῦτα κατέβη αὐτὸς Ξέρξης ἐπὶ τὰς νέας, ἐθέλων σφι συμμῖξαί τε καὶ πυθέσθαι τῶν ἐπιπλεόντων τὰς γνώμας. (2) ἐπεὶ δὲ ἀπικόμενος προΐζετο, παρῆσαν μετάπεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι καὶ ταξίαρχοι ἀπὸ τῶν νεῶν, καὶ ἵζοντο ὥς σφι βασιλεὺς ἑκάστῳ τιμὴν ἐδεδώκεε, πρῶτος μὲν ὁ Σιδώνιος βασιλεύς, μετὰ δὲ ὁ Τύριος, ἐπὶ δὲ ὧλλοι. ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο, πέμψας Ξέρξης Μαρδόνιον εἰρώτα ἀποπειρώμενος ἑκάστου εἰ ναυμαχίην ποιέοιτο.
67. Όλες αυτές οι μονάδες προέλασαν μέχρι την Αττική εκτός από τους Παριανούς (αυτοί έμειναν πίσω στην Κύθνο για να παρακολουθήσουν την έκβαση του πολέμου). Ο στόλος έφτασε, όπως ανέφερα ήδη, στο Φάληρο. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ίδιος ο Ξέρξης, γιατί ήθελε να μιλήσει με τους διοικητές του και ν’ ακούσει τις προτάσεις τους· αφού κάθισε λοιπόν ο ίδιος, κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του οι τύραννοι των κρατών και οι διοικητές των διάφορων πλοίων, που πήραν τις θέσεις τους με την προτεραιότητα που είχε ορίσει ο βασιλιάς. Πρώτος ο άρχοντας της Σιδώνας, μετά της Τύρου κι ούτω καθεξής. Αφού κάθισαν όλοι με τη σειρά, ο Ξέρξης έστειλε τον Μαρδόνιο να ρωτήσει τη γνώμη του καθενός για την προοπτική μιας ναυμαχίας.
[8,68] ἐπεὶ δὲ περιιὼν εἰρώτα ὁ Μαρδόνιος ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ Σιδωνίου, οἱ μὲν ἄλλοι κατὰ τὠυτὸ γνώμην ἐξεφέροντο κελεύοντες ναυμαχίην ποιέεσθαι, Ἀρτεμισίη δὲ τάδε ἔφη. (68A) “εἰπεῖν μοι πρὸς βασιλέα, Μαρδόνιε, ὡς ἐγὼ τάδε λέγω, οὔτε κακίστη γενομένη ἐν τῇσι ναυμαχίῃσι τῇσι πρὸς Εὐβοίῃ οὔτε ἐλάχιστα ἀποδεξαμένη. δέσποτα, τὴν δὲ ἐοῦσαν γνώμην με δίκαιον ἐστὶ ἀποδείκνυσθαι, τὰ τυγχάνω φρονέουσα ἄριστα ἐς πρήγματα τὰ σά. καὶ τοι τάδε λέγω, φείδεο τῶν νεῶν μηδὲ ναυμαχίην ποιέο. οἱ γὰρ ἄνδρες τῶν σῶν ἀνδρῶν κρέσσονες τοσοῦτο εἰσὶ κατὰ θάλασσαν ὅσον ἄνδρες γυναικῶν. (2) τί δὲ πάντως δέει σε ναυμαχίῃσι ἀνακινδυνεύειν; οὐκ ἔχεις μὲν τὰς Ἀθήνας, τῶν περ εἵνεκα ὁρμήθης στρατεύεσθαι, ἔχεις δὲ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα; ἐμποδὼν δέ τοι ἵσταται οὐδείς· οἳ δέ τοι ἀντέστησαν, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε. (68B) τῇ δὲ ἐγὼ δοκέω ἀποβήσεσθαι τὰ τῶν ἀντιπολέμων πρήγματα, τοῦτο φράσω. ἢν μὲν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος, ἀλλὰ τὰς νέας αὐτοῦ ἔχῃς πρὸς γῇ μένων ἢ καὶ προβαίνων ἐς τὴν Πελοπόννησον, εὐπετέως τοι δέσποτα χωρήσει τὰ νοέων ἐλήλυθας. (2) οὐ γὰρ οἷοί τε πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ σφέας διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται. οὔτε γὰρ σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς τὸν πεζὸν στρατόν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκοντας, οὐδέ σφι μελήσει πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν. (68C) ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται. πρὸς δὲ, ὦ βασιλεῦ, καὶ τόδε ἐς θυμὸν βάλευ, ὡς τοῖσι μὲν χρηστοῖσι τῶν ἀνθρώπων κακοὶ δοῦλοι φιλέουσι γίνεσθαι, τοῖσι δὲ κακοῖσι χρηστοί. σοὶ δὲ ἐόντι ἀρίστῳ ἀνδρῶν πάντων κακοὶ δοῦλοι εἰσί, οἳ ἐν συμμάχων λόγῳ λέγονται εἶναι ἐόντες Αἰγύπτιοί τε καὶ Κύπριοι καὶ Κίλικες καὶ Πάμφυλοι, τῶν ὄφελος ἐστὶ οὐδέν”.
68. Αυτός πέρασε πράγματι απ’ όλους τους αξιωματούχους κάνοντας αυτή την ερώτηση, αρχίζοντας από τον άρχοντα της Σιδώνας. Όλες οι απαντήσεις, με μια μοναδική εξαίρεση, ήταν υπέρ μιας αναμέτρησης με τον ελληνικό στόλο. Η εξαίρεση ήταν η Αρτεμισία που είπε: «Μαρδόνιε, να μεταφέρεις στον βασιλιά την απάντηση που θα δώσω εγώ, που το θάρρος και τα επιτεύγματά μου στις ναυμαχίες της Εύβοιας δεν ήταν λίγα. Πες του: "Αφέντη, οι προηγούμενες υπηρεσίες μου δίνουν το δικαίωμα να σε συμβουλεύσω για την τακτική που θεωρώ την καλύτερη για σένα. Σώσε τα πλοία σου και μην ξεκινήσεις ναυμαχία, γιατί οι Έλληνες είναι τόσο ανώτεροι από μας σε ναυτικά θέματα όσο και οι άνδρες από τις γυναίκες. Τι σε πιέζει να διακινδυνεύσεις κι άλλες αναμετρήσεις στη θάλασσα; Δεν κατέλαβες την Αθήνα, τον κύριο στόχο της εκστρατείας σου; Δεν έχεις και όλη την άλλη Ελλάδα; Δεν υπάρχει κανείς τώρα που μπορεί να σου αντισταθεί, γιατί αυτοί που σου αντιστάθηκαν ήδη πήραν την τιμωρία που τους άξιζε. Άσε με να σου πω πώς πιστεύω ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον εχθρό· αν δε βιαστείς να ναυμαχήσεις μαζί τους και κρατήσεις τον στόλο εκεί που βρίσκεται τώρα, θα πετύχεις πολύ εύκολα τον σκοπό σου, είτε αποφασίσεις να μείνεις εδώ είτε προελάσεις στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες δε θα είναι σε θέση να σου αντισταθούν για πολύ· θα τους αναγκάσεις να διασπάσουν τις δυνάμεις τους· πολύ γρήγορα, θα διαλυθούν και θα γυρίσει ο καθένας στην πατρίδα του. Άκουσα ότι δεν έχουν προμήθειες στο νησί που βρίσκονται τώρα. Τουλάχιστον όσοι έχουν έρθει από την Πελοπόννησο είναι απίθανο να μείνουν άπραγοι, αν προελάσεις με τον στρατό σου προς τη Πελοπόννησο, και πολύ δύσκολα θα δεχτούν να μείνουν και να υπερασπίζονται την Αθήνα. Αν, αντίθετα, βιαστείς να διατάξεις μια ναυμαχία, φοβάμαι ότι η ήττα του στόλου σου θα έχει αντίκτυπο και στον στρατό σου. Και, υπάρχει άλλο ένα σημείο, βασιλιά μου, που πρέπει να λάβεις υπόψη σου· καλοί αφέντες έχουν συνήθως κακούς υπηρέτες κι οι κακοί αφέντες καλούς. Εσύ, λοιπόν, που είσαι ο καλύτερος αφέντης στον κόσμο, έχεις τους χειρότερους υπηρέτες· αυτοί οι λαοί που υποτίθεται πως είναι σύμμαχοί σου, οι Αιγύπτιοι, οι Κύπριοι, οι Κίλικες, οι Πάμφυλοι, δεν παρέχουν καμιά ωφέλεια".
[8,69] ταῦτα λεγούσης πρὸς Μαρδόνιον, ὅσοι μὲν ἦσαν εὔνοοι τῇ Ἀρτεμισίῃ, συμφορὴν ἐποιεῦντο τοὺς λόγους ὡς κακόν τι πεισομένης πρὸς βασιλέος, ὅτι οὐκ ἔα ναυμαχίην ποιέεσθαι· οἳ δὲ ἀγαιόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ, ἅτε ἐν πρώτοισι τετιμημένης διὰ πάντων τῶν συμμάχων, ἐτέρποντο τῇ ἀνακρίσι ὡς ἀπολεομένης αὐτῆς. (2) ἐπεὶ δὲ ἀνηνείχθησαν αἱ γνῶμαι ἐς Ξέρξην, κάρτα τε ἥσθη τῇ γνώμῃ τῇ Ἀρτεμισίης, καὶ νομίζων ἔτι πρότερον σπουδαίην εἶναι τότε πολλῷ μᾶλλον αἴνεε. ὅμως δὲ τοῖσι πλέοσι πείθεσθαι ἐκέλευε, τάδε καταδόξας, πρὸς μὲν Εὐβοίῃ σφέας ἐθελοκακέειν ὡς οὐ παρεόντος αὐτοῦ, τότε δὲ αὐτὸς παρεσκεύαστο θεήσασθαι ναυμαχέοντας.
69. Οι φίλοι της Αρτεμισίας έμειναν έκπληκτοι, όταν άκουσαν την απάντησή της στον Μαρδόνιο, και φοβήθηκαν ότι ο Ξέρξης θα την τιμωρούσε, επειδή ήθελε να τον αποτρέψει από τη ναυμαχία· αντίθετα, αυτοί που τη ζήλευαν επειδή ήταν ανάμεσα στις πιο ισχυρές προσωπικότητες της συμμαχικής δύναμης, ενθουσιάστηκαν με την απάντηση γιατί πίστευαν ότι θα έφερνε την πτώση της. Όταν ο βασιλιάς άκουσε τις απαντήσεις τους, έμεινε πολύ ικανοποιημένος απ’ αυτή της Αρτεμισίας· τη θεωρούσε και πρωτύτερα αξιοθαύμαστο άτομο, αλλά μετά απ’ αυτό την εκτίμησε περισσότερο από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε την πρόταση της πλειοψηφίας, γιατί πίστευε ότι στις συμπλοκές στα παράλια της Εύβοιας οι άνδρες του απέφυγαν να κάνουν το καθήκον τους επειδή δεν ήταν παρών ο ίδιος, ενώ, αυτή τη φορά, είχε κανονίσει να παρακολουθεί τη ναυμαχία με τα ίδια του τα μάτια.
[8,70] ἐπεὶ δὲ παρήγγελλον ἀναπλέειν, ἀνῆγον τὰς νέας ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα καὶ παρεκρίθησαν διαταχθέντες κατ᾽ ἡσυχίην. τότε μέν νυν οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι· νὺξ γὰρ ἐπεγένετο· οἳ δὲ παρεσκευάζοντο ἐς τὴν ὑστεραίην. (2) τοὺς δὲ Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀρρωδίη, οὐκ ἥκιστα δὲ τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου· ἀρρώδεον δὲ ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐν Σαλαμῖνι κατήμενοι ὑπὲρ γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν μέλλοιεν, νικηθέντες τε ἐν νήσῳ ἀπολαμφθέντες πολιορκήσονται, ἀπέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον· τῶν δὲ βαρβάρων ὁ πεζὸς ὑπὸ τὴν παρεοῦσαν νύκτα ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον.
70. Η επόμενη διαταγή του ήταν να αποπλεύσουν τα πλοία, που βγήκαν ανοιχτά στο πέλαγος και κατευθύνθηκαν προς τη Σαλαμίνα, όπου πήραν τις θέσεις τους με ησυχία. Ήταν αργά το απόγευμα κι είχε σκοτεινιάσει αρκετά, ώστε να μην μπορούν να εξαπολύσουν αμέσως επίθεση· έτσι ετοιμάστηκαν για επίθεση την επομένη. Οι Έλληνες ήταν τρομοκρατημένοι και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι, που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα· γιατί φοβούνταν ότι μένοντας στη Σαλαμίνα επρόκειτο να πολεμήσουν για τη γη των Αθηναίων κι αν τους νικούσαν, θα αποκλείονταν στο νησί, αφήνοντας ανυπεράσπιστη την πατρίδα τους.
Το χτίσιμο του τείχους στον Ισθμό
[8,71] καίτοι τὰ δυνατὰ πάντα ἐμεμηχάνητο ὅκως κατ᾽ ἤπειρον μὴ ἐσβάλοιεν οἱ βάρβαροι. ὡς γὰρ ἐπύθοντο τάχιστα Πελοποννήσιοι τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην ἐν Θερμοπύλῃσι τετελευτηκέναι, συνδραμόντες ἐκ τῶν πολίων ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἵζοντο, καί σφι ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος ὁ Ἀναξανδρίδεω, Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός. (2) ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν Σκιρωνίδα ὁδόν, μετὰ τοῦτο ὥς σφι ἔδοξε βουλευομένοισι, οἰκοδόμεον διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ τεῖχος. ἅτε δὲ ἐουσέων μυριάδων πολλέων καὶ παντὸς ἀνδρὸς ἐργαζομένου, ἤνετο τὸ ἔργον· καὶ γὰρ λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ φορμοὶ ψάμμου πλήρεες ἐσεφέροντο, καὶ ἐλίνυον οὐδένα χρόνον οἱ βοηθήσαντες ἐργαζόμενοι, οὔτε νυκτὸς οὔτε ἡμέρης.
71. Ο στρατός των βαρβάρων ξεκινούσε την πορεία του για την Πελοπόννησο το ίδιο κιόλας βράδυ. Είχαν επιστρατευτεί όλα τα μέσα για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν τον Ισθμό από την ξηρά. Μόλις έφτασαν τα νέα για την καταστροφή της δύναμης του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, μαζεύτηκαν στον Ισθμό στρατεύματα απ’ όλες τις πόλεις και μπήκαν στις διαταγές του Κλεόμβροτου, γιου του Αναξανδρίδη κι αδελφού του Λεωνίδα. Στρατοπέδευσαν στον Ισθμό και απέκλεισαν με χώματα τη Σκειρωνίδα οδό. Μετά, ακολουθώντας την απόφαση που πήρε το συμβούλιο, άρχισαν να χτίζουν τείχος στον Ισθμό. Αφού είχαν συγκεντρωθεί πολλές δεκάδες χιλιάδες και δούλευαν όλοι ανεξαιρέτως, το έργο προχωρούσε γοργά. Κουβαλούσαν πέτρες, πλίνθους, ξύλα, κοφίνια με άμμο, ενώ η δουλειά συνεχιζόταν αδιάκοπα μέρα νύχτα.
[8,72] οἱ δὲ βοηθήσαντες ἐς τὸν Ἰσθμὸν πανδημεὶ οἵδε ἦσαν Ἑλλήνων, Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Ἀρκάδες πάντες καὶ Ἠλεῖοι καὶ Κορίνθιοι καὶ Ἐπιδαύριοι καὶ Φλιάσιοι καὶ Τροιζήνιοι καὶ Ἑρμιονέες. οὗτοι μὲν ἦσαν οἱ βοηθήσαντες καὶ ὑπεραρρωδέοντες τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ· τοῖσι δὲ ἄλλοισι Πελοποννησίοισι ἔμελε οὐδέν. Ὀλύμπια δὲ καὶ Κάρνεια παροιχώκεε ἤδη.
72. Οι λαοί που συμμετείχαν σύσσωμοι στο έργο στον Ισθμό ήταν οι εξής· οι Λακεδαιμόνιοι και όλοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλειάσιοι, οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς· όλοι αυτοί, φοβισμένοι για την ασφάλεια της Ελλάδας, βοήθησαν στο έργο, ενώ οι άλλες κοινότητες της Πελοποννήσου (παρ’ όλο που τα Ολύμπια και τα Κάρνεια είχαν τελειώσει) έμειναν αδιάφορες.
[8,73] οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά. τούτων δὲ τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα ἐόντα κατὰ χώρην ἵδρυται νῦν τε καὶ τὸ πάλαι οἴκεον, Ἀρκάδες τε καὶ Κυνούριοι· ἓν δὲ ἔθνος τὸ Ἀχαιϊκὸν ἐκ μὲν Πελοποννήσου οὐκ ἐξεχώρησε, ἐκ μέντοι τῆς ἑωυτῶν, οἰκέει δὲ τὴν ἀλλοτρίην. (2) τὰ δὲ λοιπὰ ἔθνεα τῶν ἑπτὰ τέσσερα ἐπήλυδα ἐστί, Δωριέες τε καὶ Αἰτωλοὶ καὶ Δρύοπες καὶ Λήμνιοι. Δωριέων μὲν πολλαί τε καὶ δόκιμοι πόλιες, Αἰτωλῶν δὲ Ἦλις μούνη, Δρυόπων δὲ Ἑρμιών τε καὶ Ἀσίνη ἡ πρὸς Καρδαμύλῃ τῇ Λακωνικῇ, Λημνίων δὲ Παρωρεῆται πάντες. (3) οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες δοκέουσι μοῦνοι εἶναι Ἴωνες, ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπό τε Ἀργείων ἀρχόμενοι καὶ τοῦ χρόνου, ἐόντες Ὀρνεῆται καὶ οἱ περίοικοι. τούτων ὦν τῶν ἑπτὰ ἐθνέων αἱ λοιπαὶ πόλιες, πάρεξ τῶν κατέλεξα, ἐκ τοῦ μέσου κατέατο· εἰ δὲ ἐλευθέρως ἔξεστι εἰπεῖν, ἐκ τοῦ κατήμενοι ἐμήδιζον.
73. Στην Πελοπόννησο υπάρχουν επτά διαφορετικοί λαοί. Δύο απ’ αυτούς, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονες και ως τώρα κατοικούν όπου κατοικούσαν και παλιά. Οι Αχαιοί ζούσαν πάντα στην Πελοπόννησο, μολονότι μετακινήθηκαν από τα αρχικά τους εδάφη· οι τέσσερις άλλοι από τους επτά —οι Δωριείς, οι Αιτωλοί, οι Δρύοπες και οι Λήμνιοι— είναι ξένοι μετανάστες. Οι δωρικές κοινότητες είναι πολυάριθμες και πολύ γνωστές· οι Αιτωλοί έχουν μόνο μία, την Ηλεία· η Ερμιόνη και η Ασίνη κοντά στην Καρδαμύλη της Λακωνίας, ανήκουν στους Δρύοπες και όλοι οι Παρωρεάτες είναι Λήμνιοι. Οι αυτόχθονες Κυνούριοι φαίνεται πως ήταν οι μόνοι Ίωνες σ’ αυτή την περιοχή της Ελλάδας, με τον καιρό όμως έγιναν Δωριείς, στο διάστημα που ήταν υποτελείς του Άργους, καθώς ήταν Θυρεάτες και κάτοικοι των περιχώρων της Θυρέας. Από τις επτά αυτές κοινότητες, όλοι οι λαοί εκτός απ’ αυτούς που ανέφερα, προτίμησαν να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτόν τον πόλεμο, πράγμα που, για να μιλήσω πιο ελεύθερα, είναι το ίδιο σαν να είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες.
[8,74] οἳ μὲν δὴ ἐν τῷ Ἰσθμῷ τοιούτῳ πόνῳ συνέστασαν, ἅτε περὶ τοῦ παντὸς ἤδη δρόμου θέοντες καὶ τῇσι νηυσὶ οὐκ ἐλπίζοντες ἐλλάμψεσθαι· οἳ δὲ ἐν Σαλαμῖνι ὅμως ταῦτα πυνθανόμενοι ἀρρώδεον, οὐκ οὕτω περὶ σφίσι αὐτοῖσι δειμαίνοντες ὡς περὶ τῇ Πελοποννήσῳ. (2) τέως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο, θῶμα ποιεύμενοι τὴν Εὐρυβιάδεω ἀβουλίην· τέλος δὲ ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον. σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο καὶ πολλὰ ἐλέγετο τῶν αὐτῶν, οἳ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου μένοντας μάχεσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Μεγαρέες αὐτοῦ μένοντας ἀμύνεσθαι.
74. Οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό, ήταν σίγουροι πως αγωνίζονταν τον υπέρ πάντων αγώνα και χωρίς να τρέφουν πολλές ελπίδες για μια νίκη των Ελλήνων στη θάλασσα, συνέχισαν να πασχίζουν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την άμυνά τους. Τα νέα για τις προσπάθειές τους προκάλεσαν αναστάτωση στη Σαλαμίνα· κι όλοι φοβούνταν όχι τόσο για τους εαυτούς τους, όσο για την Πελοπόννησο. Στην αρχή ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι για την απερισκεψία του Ευρυβιάδη· έπειτα οι συγκρατημένες κριτικές ξέσπασαν σε φανερή αντίθεση κι έγινε νέο συμβούλιο. Τα ίδια θέματα συζητήθηκαν ξανά, με ένα μέρος των αξιωματικών να επιμένουν ότι ήταν ανούσιο να μείνουν και να πολεμήσουν για μια χώρα που ήταν ήδη στα χέρια του εχθρού. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο στόλος ήταν να αποπλεύσει και να υπερασπιστεί την Πελοπόννησο, ενώ οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς υποστήριζαν πάντα ότι η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στη Σαλαμίνα.
Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
[8,75] ἐνθαῦτα Θεμιστοκλέης ὡς ἑσσοῦτο τῇ γνώμῃ ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων, λαθὼν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ συνεδρίου, ἐξελθὼν δὲ πέμπει ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ Μήδων ἄνδρα πλοίῳ ἐντειλάμενος τὰ λέγειν χρεόν, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος, οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων· τὸν δὴ ὕστερον τούτων τῶν πρηγμάτων Θεμιστοκλέης Θεσπιέα τε ἐποίησε, ὡς ἐπεδέκοντο οἱ Θεσπιέες πολιήτας, καὶ χρήμασι ὄλβιον. (2) ὃς τότε πλοίῳ ἀπικόμενος ἔλεγε πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν βαρβάρων τάδε. “ἔπεμψέ με στρατηγὸς ὁ Ἀθηναίων λάθρῃ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων (τυγχάνει γὰρ φρονέων τὰ βασιλέος καὶ βουλόμενος μᾶλλον τὰ ὑμέτερα κατύπερθε γίνεσθαι ἢ τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα) φράσοντα ὅτι οἱ Ἕλληνες δρησμὸν βουλεύονται καταρρωδηκότες, καὶ νῦν παρέχει κάλλιστον ὑμέας ἔργων ἁπάντων ἐξεργάσασθαι, ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς. (3) οὔτε γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι οὔτε ἀντιστήσονται ὑμῖν, πρὸς ἑωυτούς τε σφέας ὄψεσθε ναυμαχέοντας τοὺς τὰ ὑμέτερα φρονέοντας καὶ τοὺς μή”.
75. Τότε ο Θεμιστοκλής, βλέποντας τον κίνδυνο να καταψηφιστεί από τους Πελοποννήσιους, έφυγε απαρατήρητος από το συμβούλιο κι έστειλε έναν άνδρα με πλοίο στον στόλο των Μήδων, με οδηγίες τι έπρεπε να πει φτάνοντας εκεί. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Σίκιννος, ένας από τους σκλάβους του Θεμιστοκλή που φρόντιζε τους γιους του· αργότερα, όταν οι Θεσπιείς ενέγραφαν νέους πολίτες στην πόλη τους, ο Θεμιστοκλής τον εγκατέστησε εκεί και τον έκανε πλούσιο. Ακολουθώντας, λοιπόν, τις οδηγίες του αφέντη του, ο Σίκιννος πήγε στους Πέρσες στρατηγούς και είπε: «Φέρνω ένα μυστικό μήνυμα από τον Αθηναίο ναύαρχο (που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον βασιλιά σας κι ελπίζει να κερδίσουν τη νίκη οι Πέρσες και όχι οι Έλληνες). Μου είπε να σας αναφέρω ότι οι Έλληνες δειλιάζουν και σχεδιάζουν να φύγουν. Αν τους εμποδίσετε να ξεγλιστρήσουν κρυφά, σας περιμένει μια ανεπανάληπτη νίκη. Δε συμφωνούν μεταξύ τους και δε θα προβάλουν αντίσταση, αντίθετα, θα δείτε αυτούς που είναι μυστικά με το μέρος σας να επιτίθενται στους υπόλοιπους». Μόλις παρέδωσε το μήνυμά του, ο Σίκιννος γύρισε αμέσως στη βάση του.
[8,76] ὃ μὲν ταῦτά σφι σημήνας ἐκποδὼν ἀπαλλάσσετο· τοῖσι δὲ ὡς πιστὰ ἐγίνετο τὰ ἀγγελθέντα, τοῦτο μὲν ἐς τὴν νησῖδα τὴν Ψυττάλειαν, μεταξὺ Σαλαμῖνός τε κειμένην καὶ τῆς ἠπείρου, πολλοὺς τῶν Περσέων ἀπεβιβάσαντο· τοῦτο δέ, ἐπειδὴ ἐγίνοντο μέσαι νύκτες, ἀνῆγον μὲν τὸ ἀπ᾽ ἑσπέρης κέρας κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα, ἀνῆγον δὲ οἱ ἀμφὶ τὴν Κέον τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι, κατεῖχόν τε μέχρι Μουνυχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί. (2) τῶνδε δὲ εἵνεκα ἀνῆγον τὰς νέας, ἵνα δὴ τοῖσι Ἕλλησι μηδὲ φυγεῖν ἐξῇ, ἀλλ᾽ ἀπολαμφθέντες ἐν τῇ Σαλαμῖνι δοῖεν τίσιν τῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἀγωνισμάτων. ἐς δὲ τὴν νησῖδα τὴν Ψυττάλειαν καλεομένην ἀπεβίβαζον τῶν Περσέων τῶνδε εἵνεκεν, ὡς ἐπεὰν γίνηται ναυμαχίη, ἐνθαῦτα μάλιστα ἐξοισομένων τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τῶν ναυηγίων (ἐν γὰρ δὴ πόρῳ τῆς ναυμαχίης τῆς μελλούσης ἔσεσθαι ἔκειτο ἡ νῆσος), ἵνα τοὺς μὲν περιποιέωσι τοὺς δὲ διαφθείρωσι. (3) ἐποίευν δὲ σιγῇ ταῦτα, ὡς μὴ πυνθανοίατο οἱ ἐναντίοι. οἱ μὲν δὴ ταῦτα τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες παραρτέοντο.
76. Οι Πέρσες πίστεψαν ό,τι τους είχε πει κι αποβίβασαν μια ισχυρή δύναμη στο νησάκι Ψυττάλεια, ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την ακτή· έπειτα γύρω στα μεσάνυχτα, μετακίνησαν τη δυτική τους πτέρυγα σε κυκλική πορεία για να περικυκλώσουν τη Σαλαμίνα, ενώ ταυτόχρονα, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στην Κέα και την Κυνόσουρα προχώρησαν επίσης κι έκλεισαν όλο το κανάλι μέχρι τη Μουνιχία. Έκαναν αυτά με σκοπό να αποκόψουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να τους εκδικηθούν εκεί για τις καταστροφές που τους προκάλεσαν στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου. Τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια γιατί έλπιζαν ότι, μόλις άρχιζε η σύγκρουση, πολλοί άνδρες και χτυπημένα πλοία θα κατέφευγαν εκεί, (γιατί το νησί βρίσκεται ακριβώς στο στενό της ναυμαχίας). Εκεί θα μπορούσαν να περιποιούνται τους δικούς τους και να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αυτές οι κινήσεις έγιναν τελείως αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί τίποτα εχθρός· κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα με αποτέλεσμα κανένας από τους άνδρες να μην προλάβει να κοιμηθεί.
[8,77] χρησμοῖσι δὲ οὐκ ἔχω ἀντιλέγειν ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες, οὐ βουλόμενος ἐναργέως λέγοντας πειρᾶσθαι καταβάλλειν, ἐς τοιάδε πρήγματα ἐσβλέψας. ἀλλ᾽ ὅταν Ἀρτέμιδος χρυσαόρου ἱερὸν ἀκτήν νηυσὶ γεφυρώσωσι καὶ εἰναλίην Κυνόσουραν ἐλπίδι μαινομένῃ, λιπαρὰς πέρσαντες Ἀθήνας, δῖα δίκη σβέσσει κρατερὸν κόρον, ὕβριος υἱόν, δεινὸν μαιμώοντα, δοκεῦντ᾽ ἀνὰ πάντα πίεσθαι. (2) χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης πόντον φοινίξει. τότ᾽ ἐλεύθερον Ἑλλάδος ἦμαρ εὐρύοπα Κρονίδης ἐπάγει καὶ πότνια Νίκη. ἐς τοιαῦτα μὲν καὶ οὕτω ἐναργέως λέγοντι Βάκιδι ἀντιλογίης χρησμῶν πέρι οὔτε αὐτὸς λέγειν τολμέω οὔτε παρ᾽ ἄλλων ἐνδέκομαι.
77. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχει αλήθεια στους χρησμούς και δεν έχω πρόθεση να τους υποτιμήσω αφού λένε τα πράγματα τόσο φανερά. Αλλά όταν την ιερή ακτή της Άρτεμης με το χρυσό ξίφος καλύψουν με πλοία και την παραθαλάσσια Κυνόσουρα, συνεπαρμένοι από ελπίδες με την καταστροφή της όμορφης Αθήνας, τότε η θεϊκή Δικαιοσύνη θα σβήσει την Υπερβολή, παιδί της Αλαζονείας, τρομερή κι έξαλλη, έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα. O χαλκός θα χτυπηθεί με χαλκό κι ο Άρης με αίμα θα κοκκινίσει τη θάλασσα· τότε ελεύθερη μέρα στην Ελλάδα θα φέρουν ο γιος του Κρόνου που βλέπει μακριά και η σεβάσμια Νίκη. Έχοντας αυτά τα λόγια του Βάκη κατά νου, ξεκάθαρα όπως είναι, δεν τολμώ να πω τίποτα ενάντια στις προφητείες ούτε προτίθεμαι να ακούσω επικρίσεις από άλλους.
[8,78] τῶν δὲ ἐν Σαλαμῖνι στρατηγῶν ἐγίνετο ὠθισμὸς λόγων πολλός· ᾔδεσαν δὲ οὔκω ὅτι σφέας περιεκυκλοῦντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, ἀλλ᾽ ὥσπερ τῆς ἡμέρης ὥρων αὐτοὺς τεταγμένους, ἐδόκεον κατὰ χώρην εἶναι.
78. Οι Έλληνες διοικητές στη Σαλαμίνα δεν συμφωνούσαν ακόμη μεταξύ τους. Δεν ήξεραν ακόμα ότι τα εχθρικά πλοία είχαν κλείσει και τις δύο διεξόδους, αλλά νόμιζαν ότι βρίσκονταν ακόμα αραγμένα εκεί όπου τα είχαν δει στη διάρκεια της μέρας.
[8,79] συνεστηκότων δὲ τῶν στρατηγῶν, ἐξ Αἰγίνης διέβη Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου, ἀνὴρ Ἀθηναῖος μὲν ἐξωστρακισμένος δὲ ὑπὸ τοῦ δήμου· τὸν ἐγὼ νενόμικα, πυνθανόμενος αὐτοῦ τὸν τρόπον, ἄριστον ἄνδρα γενέσθαι ἐν Ἀθήνῃσι καὶ δικαιότατον. (2) οὗτος ὡνὴρ στὰς ἐπὶ τὸ συνέδριον ἐξεκαλέετο Θεμιστοκλέα, ἐόντα μὲν ἑωυτῷ οὐ φίλον ἐχθρὸν δὲ τὰ μάλιστα· ὑπὸ δὲ μεγάθεος τῶν παρεόντων κακῶν λήθην ἐκείνων ποιεύμενος ἐξεκαλέετο, θέλων αὐτῷ συμμῖξαι· προακηκόεε δὲ ὅτι σπεύδοιεν οἱ ἀπὸ Πελοποννήσου ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμόν. (3) ὡς δὲ ἐξῆλθέ οἱ Θεμιστοκλέης, ἔλεγε Ἀριστείδης τάδε. “ἡμέας στασιάζειν χρεόν ἐστι ἔν τε τῷ ἄλλῳ καιρῷ καὶ δὴ καὶ ἐν τῷδε περὶ τοῦ ὁκότερος ἡμέων πλέω ἀγαθὰ τὴν πατρίδα ἐργάσεται. (4) λέγω δέ τοι ὅτι ἴσον ἐστὶ πολλά τε καὶ ὀλίγα λέγειν περὶ ἀποπλόου τοῦ ἐνθεῦτεν Πελοποννησίοισι. ἐγὼ γὰρ αὐτόπτης τοι λέγω γενόμενος ὅτι νῦν οὐδ᾽ ἢν θέλωσι Κορίνθιοί τε καὶ αὐτὸς Εὐρυβιάδης οἷοί τε ἔσονται ἐκπλῶσαι· περιεχόμεθα γὰρ ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ. ἀλλ᾽ ἐσελθών σφι ταῦτα σήμηνον”. ὃ δ᾽ ἀμείβετο τοῖσιδε.
79. Ωστόσο, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν σε οξύτατους τόνους, ο Αριστείδης έφτασε με ένα πλοίο από την Αίγινα. Αυτός ο Αθηναίος, γιος του Λυσίμαχου, είχε εξοριστεί από την Αθήνα μετά από λαϊκή ψηφοφορία· όσο περισσότερα μαθαίνω για τον χαρακτήρα του, τόσο πείθομαι ότι ήταν ο καλύτερος κι εντιμότερος άνδρας που έζησε ποτέ στην Αθήνα. Φτάνοντας στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης πήγε εκεί όπου γινόταν το συμβούλιο και, μένοντας έξω, φώναξε τον Θεμιστοκλή. Μόνο φίλος του δεν ήταν αυτός· για την ακρίβεια, ήταν ο πια άσπονδος εχθρός του· ο Αριστείδης, όμως, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε, ήταν πρόθυμος να ξεχάσει τις παλιές διαφορές κι ήθελε να συμφωνήσει μαζί του. Ήξερε την ανυπομονησία που είχε κυριέψει τους Πελοποννήσιους να αποσυρθούν με τα πλοία στον Ισθμό· έτσι μόλις βγήκε ο Θεμιστοκλής, του είπε: «Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εμείς οι δυο θα έπρεπε να φιλονικούμε για το ποιος από μας μπορεί να κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα. Αρχικά, πρέπει να σου πω ότι οι Πελοποννήσιοι μπορούν να συζητούν όσο θέλουν την αναχώρησή τους από τη Σαλαμίνα, γιατί δεν έχει καμιά σημασία πλέον. Αυτό που θα σου πω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορούν να βγουν από τα στενά, όσο κι αν το θέλουν, ούτε οι Κορίνθιοι ούτε ο ίδιος ο Ευρυβιάδης, γιατί ο στόλος μας είναι περικυκλωμένος. Πήγαινε, λοιπόν να τους τα πεις».
[8,80] “κάρτα τε χρηστὰ διακελεύεαι καὶ εὖ ἤγγειλας· τὰ γὰρ ἐγὼ ἐδεόμην γενέσθαι, αὐτὸς αὐτόπτης γενόμενος ἥκεις. ἴσθι γὰρ ἐξ ἐμέο τὰ ποιεύμενα ὑπὸ Μήδων· ἔδεε γάρ, ὅτε οὐκ ἑκόντες ἤθελον ἐς μάχην κατίστασθαι οἱ Ἕλληνες, ἀέκοντας παραστήσασθαι. σὺ δὲ ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων, αὐτός σφι ἄγγειλον. (2) ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω, δόξω πλάσας λέγειν καὶ οὐ πείσω, ὡς οὐ ποιεύντων τῶν βαρβάρων ταῦτα. ἀλλά σφι σήμηνον αὐτὸς παρελθὼν ὡς ἔχει. ἐπεὰν δὲ σημήνῃς, ἢν μὲν πείθωνται, ταῦτα δὴ τὰ κάλλιστα, ἢν δὲ αὐτοῖσι μὴ πιστὰ γένηται, ὅμοιον ἡμῖν ἔσται· οὐ γὰρ ἔτι διαδρήσονται, εἴ περ περιεχόμεθα πανταχόθεν, ὡς σὺ λέγεις”.
80. «Καλά τα νέα και καλή η συμβουλή», απάντησε ο Θεμιστοκλής· «αυτό που ευχόμουν πάνω απ’ όλα έγινε κι εσύ ο ίδιος είσαι αυτόπτης μάρτυρας ότι είναι αλήθεια. Εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτή την ενέργεια των Μήδων· αφού οι σύμμαχοί μας δεν ήθελαν να πολεμήσουν εδώ από δική τους ελεύθερη βούληση, ήταν απαραίτητο να τους υποχρεώσω είτε το ήθελαν είτε όχι. Πες τους εσύ τα καλά νέα· αν τους τα πω εγώ, θα νομίσουν ότι τα επινόησα και δε θα πιστέψουν ότι οι βάρβαροι έπραξαν έτσι. Σε παρακαλώ, λοιπόν, πήγαινε μέσα να αναφέρεις μόνος σου ό,τι είδες. Αν σε πιστέψουν, όταν τους τα πεις, τόσο το καλύτερο· αν όχι, δεν έχει σημασία· γιατί, αν είμαστε περικυκλωμένοι, όπως λες, δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής πια».
[8,81] ἐνθαῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης, φάμενος ἐξ Αἰγίνης τε ἥκειν καὶ μόγις ἐκπλῶσαι λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας· περιέχεσθαι γὰρ πᾶν τὸ στρατόπεδον τὸ Ἑλληνικὸν ὑπὸ τῶν νεῶν τῶν Ξέρξεω· παραρτέεσθαι τε συνεβούλευε ὡς ἀλεξησομένους. καὶ ὃ μὲν ταῦτα εἴπας μετεστήκεε, τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφισβασίη· οἱ γὰρ πλεῦνες τῶν στρατηγῶν οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα.
81. Ο Αριστείδης πήγε πράγματι μέσα κι έκανε την αναφορά του, λέγοντας ότι μόλις είχε φτάσει από την Αίγινα και δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει κρυφά μέσα από τον κλοιό του στόλου του Ξέρξη, αφού η Ελληνική δύναμη ήταν περικυκλωμένη. Τους συμβούλεψε, λοιπόν, ν’ αρχίσουν αμέσως τις προετοιμασίες για ν’ αποκρούσουν μια επίθεση. Αφού είπε αυτά, έφυγε από το συμβούλιο, όπου ξέσπασε καινούρια διαμάχη, γιατί οι περισσότεροι στρατηγοί αρνούνταν να πιστέψουν αυτή την αναφορά.
[8,82] ἀπιστεόντων δὲ τούτων ἧκε τριήρης ἀνδρῶν Τηνίων αὐτομολέουσα, τῆς ἦρχε ἀνὴρ Παναίτιος ὁ Σωσιμένεος, ἥ περ δὴ ἔφερε τὴν ἀληθείην πᾶσαν. διὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα ἐν τοῖσι τὸν βάρβαρον κατελοῦσι. (2) σὺν δὲ ὦν ταύτῃ τῇ νηὶ τῇ αὐτομολησάσῃ ἐς Σαλαμῖνα καὶ τῇ πρότερον ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον τῇ Λημνίῃ ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν τοῖσι Ἕλλησι ἐς τὰς ὀγδώκοντα καὶ τριηκοσίας νέας· δύο γὰρ δὴ νεῶν τότε κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν.
82. Ενώ όμως έτρεφαν ακόμα αμφιβολίες, μια τριήρης της Τήνου με διοικητή τον Παναίτιο, γιο του Σωσιμένη, αυτομόλησε και ήρθε με πλήρη αναφορά του αληθινού σχεδίου. Γι’ αυτή τους την υπηρεσία, το όνομα των Τηνίων χαράχτηκε αργότερα στον τρίποδα των Δελφών, ανάμεσα σ’ αυτά των άλλων πόλεων που βοήθησαν στη νίκη των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους. Μ’ αυτό το πλοίο που ήρθε να συμπαραταχτεί με τον Ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα κι εκείνο από τη Λήμνο που είχε πάει νωρίτερα στο Αρτεμίσιο, ο αριθμός των πλοίων συμπλήρωσε τα τριακόσια ογδόντα. Δυο έλειπαν μόνο ως τότε για να συμπληρωθεί ο αριθμός.
Comments