Η ναυμαχία της Σαλαμίνας 480 π.Χ. Ηρόδοτος
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 20
- 10 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο
Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Η - Ουρανία
Συζητήσεις για το πού θα δοθεί η ναυμαχία
[8,56] οἱ δὲ ἐν Σαλαμῖνι Ἕλληνες, ὥς σφι ἐξηγγέλθη ὡς ἔσχε τὰ περὶ τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν, ἐς τοσοῦτον θόρυβον ἀπίκοντο ὡς ἔνιοι τῶν στρατηγῶν οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα, ἀλλ᾽ ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι· τοῖσί τε ὑπολειπομένοισι αὐτῶν ἐκυρώθη πρὸ τοῦ Ἰσθμοῦ ναυμαχέειν. νύξ τε ἐγίνετο καὶ οἳ διαλυθέντες ἐκ τοῦ συνεδρίου ἐσέβαινον ἐς τὰς νέας.
56. Στο μεταξύ στη Σαλαμίνα, η είδηση για τα όσα έγιναν στην ακρόπολη της Αθήνας είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο, ώστε μερικοί από τους στρατηγούς δεν περίμεναν να συζητηθεί το θέμα σε συμβούλιο αλλά επιβιβάστηκαν στα πλοία τους κι ετοιμάστηκαν να αποπλεύσουν. Κι αυτοί που έμειναν στη θέση τους, ψήφισαν να φύγουν για να υπερασπιστούν τον Ισθμό. Στη διάρκεια της νύχτας, αφού διέλυσαν τη συνέλευση ανέβαιναν στα πλοία.
[8,57] ἐνθαῦτα δὴ Θεμιστοκλέα ἀπικόμενον ἐπὶ τὴν νέα εἴρετο Μνησίφιλος ἀνὴρ Ἀθηναῖος ὅ τι σφι εἴη βεβουλευμένον. πυθόμενος δὲ πρὸς αὐτοῦ ὡς εἴη δεδογμένον ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμὸν καὶ πρὸ τῆς Πελοποννήσου ναυμαχέειν, εἶπε (2) “οὔτ᾽ ἄρα, ἤν ἀπαείρωσι τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος, περὶ οὐδεμιῆς ἔτι πατρίδος ναυμαχήσεις· κατὰ γὰρ πόλις ἕκαστοι τρέψονται, καὶ οὔτε σφέας Εὐρυβιάδης κατέχειν δυνήσεται οὔτε τις ἀνθρώπων ἄλλος ὥστε μὴ οὐ διασκεδασθῆναι τὴν στρατιήν· ἀπολέεταί τε ἡ Ἑλλὰς ἀβουλίῃσι. ἀλλ᾽ εἴ τις ἐστὶ μηχανή, ἴθι καὶ πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα, ἤν κως δύνῃ ἀναγνῶσαι Εὐρυβιάδην μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μένειν”.
57. Ένας Αθηναίος που λεγόταν Μνησίφιλος πήγε στο πλοίο του Θεμιστοκλή και τον ρώτησε τι είχαν αποφασίσει. Όταν έμαθε ότι είχαν συμφωνήσει σχεδόν να φύγουν για τον Ισθμό και να υπερασπιστούν όλοι μαζί την Πελοπόννησο, είπε: «Ασφαλώς, μόλις ο στόλος φύγει από τη Σαλαμίνα, δε θα πολεμάτε πια για μια χώρα. Ο καθένας θα πάει στην πατρίδα του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κανείς δε θα μπορέσει να εμποδίσει την ολοκληρωτική διάλυση του στόλου μας. Αυτό το σχέδιο είναι παράλογο και θα οδηγήσει την Ελλάδα στον όλεθρο. Προσπάθησε, αν μπορείς, να ανατρέψεις την απόφαση του Ευρυβιάδη και μείνετε εδώ».
[8,58] κάρτα τε τῷ Θεμιστοκλέι ἤρεσε ἡ ὑποθήκη, καὶ οὐδὲν πρὸς ταῦτα ἀμειψάμενος ἤιε ἐπὶ τὴν νέα τὴν Εὐρυβιάδεω. ἀπικόμενος δὲ ἔφη ἐθέλειν οἱ κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαι· ὃ δ᾽ αὐτὸν ἐς τὴν νέα ἐκέλευε ἐσβάντα λέγειν, εἴ τι θέλει. (2) ἐνθαῦτα ὁ Θεμιστοκλέης παριζόμενός οἱ καταλέγει ἐκεῖνά τε πάντα τὰ ἤκουσε Μνησιφίλου, ἑωυτοῦ ποιεύμενος, καὶ ἄλλα πολλὰ προστιθείς, ἐς ὃ ἀνέγνωσε χρηίζων ἔκ τε τῆς νεὸς ἐκβῆναι συλλέξαι τε τοὺς στρατηγοὺς ἐς τὸ συνέδριον.
58. Ο Θεμιστοκλής συμφώνησε μ’ αυτή την πρόταση και, χωρίς να πει λέξη, πήγε στο πλοίο του Ευρυβιάδη και ζήτησε να τον δει για κάτι που αφορούσε στο γενικό συμφέρον. Ο Ευρυβιάδης τον κάλεσε στο πλοίο του και του ζήτησε να πει τη γνώμη του, οπότε ο Θεμιστοκλής κάθισε πλάι του, επανέλαβε ως δικές του ιδέες τα επιχειρήματα του Μνησίφιλου προσθέτοντας και μερικά άλλα, ώσπου τον έπεισε, με την επιτακτική έκκλησή του, ότι έπρεπε να πάει αμέσως στην ξηρά και να καλέσει νέο συμβούλιο των στρατηγών.
[8,59] ὡς δὲ ἄρα συνελέχθησαν, πρὶν ἢ τὸν Εὐρυβιάδην προθεῖναι τὸν λόγον τῶν εἵνεκα συνήγαγε τοὺς στρατηγούς, πολλὸς ἦν ὁ Θεμιστοκλέης ἐν τοῖσι λόγοισι οἷα κάρτα δεόμενος· λέγοντος δὲ αὐτοῦ, ὁ Κορίνθιος στρατηγὸς Ἀδείμαντος ὁ Ὠκύτου εἶπε “ὦ Θεμιστόκλεες, ἐν τοῖσι ἀγῶσι οἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται”. ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη “οἱ δέ γε ἐγκαταλειπόμενοι οὐ στεφανοῦνται”.
59. Το συμβούλιο συγκλήθηκε και, πριν προλάβει ο Ευρυβιάδης να ανακοινώσει τον λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής, συνεπαρμένος από την ανυπομονησία του, άρχισε ένα μεγάλο λόγο. Τον διέκοψε ο Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, διοικητής του κορινθιακού στρατού. «Θεμιστοκλή», είπε, «αυτός που ξεκινάει πριν δοθεί το σύνθημα μαστιγώνεται». «Ναι», απάντησε ο Θεμιστοκλής, «αλλά αυτοί που αργούν να ξεκινήσουν δεν κερδίζουν κανένα έπαθλο».
[8,60] τότε μὲν ἠπίως πρὸς τὸν Κορίνθιον ἀμείψατο, πρὸς δὲ τὸν Εὐρυβιάδην ἔλεγε ἐκείνων μὲν ἔτι οὐδὲν τῶν πρότερον λεχθέντων, ὡς ἐπεὰν ἀπαείρωσι ἀπὸ Σαλαμῖνος διαδρήσονται· παρεόντων γὰρ τῶν συμμάχων οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον οὐδένα κατηγορέειν· ὁ δὲ ἄλλου λόγου εἴχετο, λέγων τάδε. (60A) “ἐν σοὶ νῦν ἐστὶ σῶσαι τὴν Ἑλλάδα, ἢν ἐμοὶ πείθῃ ναυμαχίην αὐτοῦ μένων ποιέεσθαι, μηδὲ πειθόμενος τούτων τοῖσι λόγοισι ἀναζεύξῃς πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας. ἀντίθες γὰρ ἑκάτερον ἀκούσας. πρὸς μὲν τῷ Ἰσθμῷ συμβάλλων ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις, ἐς τὸ ἥκιστα ἡμῖν σύμφορον ἐστὶ νέας ἔχουσι βαρυτέρας καὶ ἀριθμὸν ἐλάσσονας· τοῦτο δὲ ἀπολέεις Σαλαμῖνά τε καὶ Μέγαρα καὶ Αἴγιναν, ἤν περ καὶ τὰ ἄλλα εὐτυχήσωμεν. ἅμα δὲ τῷ ναυτικῷ αὐτῶν ἕψεται καὶ ὁ πεζὸς στρατός, καὶ οὕτω σφέας αὐτὸς ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον, κινδυνεύσεις τε ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι. (60B) ἢν δὲ τὰ ἐγὼ λέγω ποιήσῃς, τοσάδε ἐν αὐτοῖσι χρηστὰ εὑρήσεις· πρῶτα μὲν ἐν στεινῷ συμβάλλοντες νηυσὶ ὀλίγῃσι πρὸς πολλάς, ἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ, πολλὸν κρατήσομεν· τὸ γὰρ ἐν στεινῷ ναυμαχέειν πρὸς ἡμέων ἐστί, ἐν εὐρυχωρίῃ δὲ πρὸς ἐκείνων. αὖτις δὲ Σαλαμὶς περιγίνεται, ἐς τὴν ἡμῖν ὑπέκκειται τέκνα τε καὶ γυναῖκες. καὶ μὲν καὶ τόδε ἐν αὐτοῖσι ἔνεστι, τοῦ καὶ περιέχεσθε μάλιστα· ὁμοίως αὐτοῦ τε μένων προναυμαχήσεις Πελοποννήσου καὶ πρὸς τῷ Ἰσθμῷ, οὐδὲ σφέας, εἴ περ εὖ φρονέεις, ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον. (60C) ἢν δέ γε καὶ τὰ ἐγὼ ἐλπίζω γένηται καὶ νικήσωμεν τῇσι νηυσί, οὔτε ὑμῖν ἐς τὸν Ἰσθμὸν παρέσονται οἱ βάρβαροι οὔτε προβήσονται ἑκαστέρω τῆς Ἀττικῆς, ἀπίασί τε οὐδενὶ κόσμῳ, Μεγάροισί τε κερδανέομεν περιεοῦσι καὶ Αἰγίνῃ καὶ Σαλαμῖνι, ἐν τῇ ἡμῖν καὶ λόγιον ἐστὶ τῶν ἐχθρῶν κατύπερθε γενέσθαι. οἰκότα μέν νυν βουλευομένοισι ἀνθρώποισι ὡς τὸ ἐπίπαν ἐθέλει γίνεσθαι· μὴ δὲ οἰκότα βουλευομένοισι οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας”.
60. Ήταν μια ήπια απάντηση προς τον Κορίνθιο για την ώρα. Στον Ευρυβιάδη δεν είπε κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του, σχετικά με τον κίνδυνο να διασπαστεί ο στόλος αν έφευγε από τη Σαλαμίνα, γιατί ήταν ανάρμοστο να κατηγορήσει κατά πρόσωπο τους συμμάχους. Αυτή τη φορά, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο και είπε τα εξής: «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα, αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Άφησε με να σου εκθέσω τα δυο σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το καλύτερο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν πολεμήσεις εκεί, θα πρέπει, να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, πράγμα που είναι εναντίον μας, αφού έχουμε λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, θα χάσεις τη Σαλαμίνα, Μέγαρα και την Αίγινα. Αν, πάλι, ο εχθρικός στόλος πλεύσει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός θα τον ακολουθήσει· οπότε, εσύ ο ίδιος θα έχεις οδηγήσει τον εχθρό εκεί, βάζοντας έτσι ολόκληρη την Ελλάδα σε κίνδυνο. Το δικό μου σχέδιο, αν το ακολουθήσεις, θα έχεις τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ναυμαχία θα γίνει σε στενό πέρασμα εκεί, αν τα πράγματα έρθουν όπως είναι λογικό να ελπίζουμε, πολεμώντας με λιγότερα πλοία εναντίον πολλών, θα νικήσουμε. Πράγματι η σύγκρουση σε περιορισμένο χώρο ευνοεί εμάς, ενώ το ανοιχτό πέλαγος δίνει στους Πέρσες το πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα διασωθεί η Σαλαμίνα, όπου έχουμε μεταφέρει τις γυναίκες και τα παιδιά μας· και, τρίτον —και σπουδαιότερο για σας— υπερασπίζεστε την Πελοπόννησο εξίσου καλά μένοντας εδώ και κάνοντας ναυμαχία για την Πελοπόννησο, όπως και στον Ισθμό. Με αυτό τον τρόπο, αν σκέφτεσαι σωστά, δε θα προσελκύσεις τους εχθρούς στην Πελοπόννησο. Αν τους νικήσουμε στη θάλασσα, όπως πιστεύω ότι θα γίνει, δε θα προχωρήσουν να σας επιτεθούν στον Ισθμό, ούτε θα κάνουν βήμα πιο κάτω από την Αττική · θα τραπούν σε άτακτη φυγή κι εμείς θα διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου ο χρησμός πρόβλεψε τη νίκη μας. Όταν ένας άνδρας καταστρώνει τα σχέδιά του με βάση την κοινή λογική, συνήθως πετυχαίνει τον στόχο του· διαφορετικά, ούτε οι θεοί δεν είναι πρόθυμοι να στηρίξουν τα σχέδιά του».
[8,61] ταῦτα λέγοντος Θεμιστοκλέος αὖτις ὁ Κορίνθιος Ἀδείμαντος ἐπεφέρετο, σιγᾶν τε κελεύων τῷ μὴ ἐστὶ πατρὶς καὶ Εὐρυβιάδην οὐκ ἐῶν ἐπιψηφίζειν ἀπόλι ἀνδρί· πόλιν γὰρ τὸν Θεμιστοκλέα παρεχόμενον οὕτω ἐκέλευε γνώμας συμβάλλεσθαι. ταῦτα δέ οἱ προέφερε ὅτι ἡλώκεσάν τε καὶ κατείχοντο αἱ Ἀθῆναι. (2) τότε δὴ ὁ Θεμιστοκλέης κεῖνόν τε καὶ τοὺς Κορινθίους πολλά τε καὶ κακὰ ἔλεγε, ἑωυτοῖσι τε ἐδήλου λόγῳ ὡς εἴη καὶ πόλις καὶ γῆ μέζων ἤ περ ἐκείνοισι, ἔστ᾽ ἂν διηκόσιαι νέες σφι ἔωσι πεπληρωμέναι· οὐδαμοὺς γὰρ Ἑλλήνων αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι.
61. Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον Κορίνθιο Αδείμαντο, ο οποίος του είπε ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλά, αφού δεν είχε πια πατρίδα, και προσπάθησε να εμποδίσει τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία την παράκληση ενός άνδρα χωρίς πατρίδα. Ας αποκτήσει πρώτα πατρίδα ο Θεμιστοκλής, φώναξε, κι έπειτα ας δίνει τις συμβουλές του. Η ειρωνεία του, φυσικά, βασιζόταν στο γεγονός ότι η Αθήνα είχε πέσει στα χέρια των Περσών. Ο Θεμιστοκλής έλεγε πολλά κακά για τον Αδείμαντο και τους Κορίνθιους και ξεκαθάρισε με τα λόγια του ότι, όσο η Αθήνα συμμετείχε στον συμμαχικό στόλο με διακόσια πολεμικά πλοία, είχε και πόλη και χώρα πολύ ισχυρότερη από τη δική τους, αφού δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνικό κράτος που μπορούσε να τους απωθήσει, αν αποφάσιζαν να του επιτεθούν.
[8,62] σημαίνων δὲ ταῦτα τῷ λόγῳ διέβαινε ἐς Εὐρυβιάδην, λέγων μᾶλλον ἐπεστραμμένα. “σὺ εἰ μενέεις αὐτοῦ καὶ μένων ἔσεαι ἀνὴρ ἀγαθός· εἰ δὲ μή, ἀνατρέψεις τὴν Ἑλλάδα· τὸ πᾶν γὰρ ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσι αἱ νέες. ἀλλ᾽ ἐμοὶ πείθεο. (2) εἰ δὲ ταῦτα μὴ ποιήσῃς, ἡμεῖς μὲν ὡς ἔχομεν ἀναλαβόντες τοὺς οἰκέτας κομιεύμεθα ἐς Σῖριν τὴν ἐν Ἰταλίῃ, ἥ περ ἡμετέρη τε ἐστὶ ἐκ παλαιοῦ ἔτι, καὶ τὰ λόγια λέγει ὑπ᾽ ἡμέων αὐτὴν δέειν κτισθῆναι· ὑμεῖς δὲ συμμάχων τοιῶνδε μουνωθέντες μεμνήσεσθε τῶν ἐμῶν λόγων”.
62. Μετά απ’ αυτό, στράφηκε πάλι στον Ευρυβιάδη και, μιλώντας πια βίαια από ποτέ, φώναξε: «Όσο για σένα, αν μείνεις εδώ θα αποδειχτείς ενάρετος άνδρας. Αν φύγεις, θα καταστρέψεις την Ελλάδα. Σ’ αυτό τον πόλεμο, όλα εξαρτώνται από τον στόλο. Σε ικετεύω ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή μου· αν αρνηθείς, θα επιβιβάσουμε αμέσως στα πλοία τις οικογένειές μας και θα φύγουμε για τη Σίρη της Ιταλίας· μας ανήκει εδώ και πολύ καιρό κι οι χρησμοί έχουν προβλέψει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να ζήσουν κάποτε εκεί. Όταν εσείς χάσετε τέτοιους συμμάχους, να θυμηθείτε τα λόγια μου».
[8,63] ταῦτα δὲ Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Εὐρυβιάδης· δοκέειν δέ μοι, ἀρρωδήσας μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους ἀνεδιδάσκετο, μή σφεας ἀπολίπωσι, ἢν πρὸς τὸν Ἰσθμὸν ἀγάγῃ τὰς νέας· ἀπολιπόντων γὰρ Ἀθηναίων οὐκέτι ἐγίνοντο ἀξιόμαχοι οἱ λοιποί. ταύτην δὲ αἱρέεται τὴν γνώμην, αὐτοῦ μένοντας διαναυμαχέειν.
63. Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή ήταν αρκετά για να μεταπείσουν τον Ευρυβιάδη· αναμφίβολα, το κυριότερο κίνητρό του ήταν ο φόβος μήπως έχανε την αθηναϊκή υποστήριξη, υποχωρώντας στον Ισθμό. Γιατί χωρίς τους Αθηναίους δεν είχε καμιά ελπίδα αν εμπλεκόταν σε ναυμαχία. Έτσι αποφάσισε να μείνουν εκεί που βρίσκονταν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη Σαλαμίνα.
[8,64] οὕτω μὲν οἱ περὶ Σαλαμῖνα ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι, ἐπείτε Εὐρυβιάδῃ ἔδοξε, αὐτοῦ παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. ἡμέρη τε ἐγίνετο καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι σεισμὸς ἐγένετο ἔν τε τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάσσῃ. (2) ἔδοξε δέ σφι εὔξασθαι τοῖσι θεοῖσι καὶ ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους. ὡς δέ σφι ἔδοξε, καὶ ἐποίευν ταῦτα· εὐξάμενοι γὰρ πᾶσι τοῖσι θεοῖσι, αὐτόθεν μὲν ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντά τε καὶ Τελαμῶνα ἐπεκαλέοντο, ἐπὶ δὲ Αἰακὸν καὶ τοὺς ἄλλους Αἰακίδας νέα ἀπέστελλον ἐς Αἴγιναν.
64. Μετά απ’ αυτές τις λογομαχίες κι αφού ο Ευρυβιάδης ανακοίνωσε την απόφασή του, άρχισαν οι ετοιμασίες για τη ναυμαχία. Ξημέρωνε πια όταν έγινε ένας σεισμός, αισθητός τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι Έλληνες αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να κάνουν έκκληση να πολεμήσουν στο πλευρό τους οι γιοι του Αιακού. Και δεν έχασαν στιγμή. Προσευχήθηκαν σε όλους τους θεούς, επικαλέστηκαν τον Αίαντα και τον Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα κι έστειλαν ένα πλοίο στην Αίγινα, για να φέρει τον Αιακό και τους άλλους γιους.
[8,65] ἔφη δὲ Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος, ἀνὴρ Ἀθηναῖος φυγάς τε καὶ παρὰ Μήδοισι λόγιμος γενόμενος τοῦτον τὸν χρόνον, ἐπείτε ἐκείρετο ἡ Ἀττικὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξεω ἐοῦσα ἔρημος Ἀθηναίων, τυχεῖν τότε ἐὼν ἅμα Δημαρήτῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ ἐν τῷ Θριασίῳ πεδίῳ, ἰδεῖν δὲ κονιορτὸν χωρέοντα ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ὡς ἀνδρῶν μάλιστά κῃ τρισμυρίων, ἀποθωμάζειν τε σφέας τὸν κονιορτὸν ὅτεων κοτὲ εἴη ἀνθρώπων, καὶ πρόκατε φωνῆς ἀκούειν, καί οἱ φαίνεσθαι τὴν φωνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον. (2) εἶναι δ᾽ ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι γινομένων τὸν Δημάρητον, εἰρέσθαί τε αὐτὸν ὅ τι τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο. αὐτὸς δὲ εἰπεῖν “Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ· τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι. (3) καὶ ἢν μέν γε κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, κίνδυνος αὐτῷ τε βασιλέι καὶ τῇ στρατιῇ τῇ ἐν τῇ ἠπείρῳ ἔσται, ἢν δὲ ἐπὶ τὰς νέας τράπηται τὰς ἐν Σαλαμῖνι, τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει βασιλεὺς ἀποβαλεῖν. (4) τὴν δὲ ὁρτὴν ταύτην ἄγουσι Ἀθηναῖοι ἀνὰ πάντα ἔτεα τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ, καὶ αὐτῶν τε ὁ βουλόμενος καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μυεῖται· καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι”. πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον “σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς· (5) ἢν γάρ τοι ἐς βασιλέα ἀνενειχθῇ τὰ ἔπεα ταῦτα, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλήν, καὶ σε οὔτε ἐγὼ δυνήσομαι ῥύσασθαι οὔτ᾽ ἄλλος ἀνθρώπων οὐδὲ εἶς. ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος, περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει”. (6) τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν, ἐκ δὲ τοῦ κονιορτοῦ καὶ τῆς φωνῆς γενέσθαι νέφος καὶ μεταρσιωθὲν φέρεσθαι ἐπὶ Σαλαμῖνος ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τὸ τῶν Ἑλλήνων. οὕτω δὴ αὐτοὺς μαθεῖν ὅτι τὸ ναυτικὸν τὸ Ξέρξεω ἀπολέεσθαι μέλλοι. ταῦτα μὲν Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἔλεγε, Δημαρήτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος.
65. Υπάρχει μια ιστορία που λεγόταν από τον Δίκαιο, γιο του Θεοκύδη, έναν Αθηναίο εξόριστο που είχε αρκετή δύναμη ανάμεσα στους Πέρσες. Μετά την εκκένωση της Αθήνας κι ενώ ο στρατός του Ξέρξη ρήμαζε τα περίχωρα, έτυχε να βρίσκεται στο Θριάσιο Πεδίο μαζί με τον Σπαρτιάτη Δημάρατο. Είδαν ένα σύννεφο σκόνης, όπως αυτό που σηκώνει ένα σώμα τριάντα χιλιάδων πολεμιστών που προελαύνει, να έρχεται από την κατεύθυνση της Ελευσίνας κι αναρωτήθηκαν ποιος στρατός μπορούσε να είναι· όταν, ξαφνικά, άκουσαν φωνές. Ο Δίκαιος νόμισε πως αναγνώρισε τον ύμνο του Ιάκχου αλλά ο Δημάρατος, που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη θρησκευτική τελετή της Ελευσίνας, ρώτησε τον σύντροφό του σε ποιους ανήκαν αυτές οι φωνές. Και αυτός είπε: «Δημάρατε, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο στρατός του βασιλιά θα υποστεί φοβερή καταστροφή. Δεν έχει απομείνει ούτε ένας άνδρας ζωντανός στην Αττική· άρα η φωνή που ακούγεται πρέπει να ανήκει σε κάποιο θεό που έρχεται από την Ελευσίνα φέρνοντας βοήθεια στην Αθήνα και τους συμμάχους της. Αν κατέβει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός κι ο ίδιος ο βασιλιάς θα διατρέξουν θανάσιμο κίνδυνο· αν κινηθεί προς τη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης μπορεί να χάσει τον στόλο του. Κάθε χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν μια γιορτή προς τιμήν της Μητέρας και της Κόρης, κι όποιος θέλει από τους ντόπιους ή και τους άλλους Έλληνες μπορεί να μυηθεί στα μυστήρια· αυτό που ακούς είναι ο ύμνος του Ιάκχου, που ψάλλεται πάντα σ’ αυτή τη γιορτή». «Μην πεις λέξη σε κανένα γι’ αυτό», είπε ο Δημάρατος. «Αν φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά, μπορεί να χάσεις το κεφάλι σου κι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος στον κόσμο δε θα μπορέσει να σε σώσει. Γι’ αυτό, κράτα το στόμα σου κλειστό και οι θεοί θα φροντίσουν τον στρατό του βασιλιά». Ενώ μιλούσε ο Δημάρατος, το σύννεφο της σκόνης, από το οποίο ακουγόταν η μυστηριώδης φωνή, υψώθηκε ψηλά στον ουρανό και απομακρύνθηκε πετώντας προς τη Σαλαμίνα, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο Ελληνικός στόλος. Έτσι κατάλαβαν οι δυο άνδρες ότι η ναυτική δύναμη του Ξέρξη ήταν γραφτό να καταστραφεί. Αυτή ήταν η ιστορία του Δικαίου, του γιου του Θεοκύδη, που επικαλείται τη μαρτυρία του Δημάρατου και άλλων.
Comments