Η ναυμαχία της Σαλαμίνας 480 π.Χ. Ηρόδοτος
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 20
- 10 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο
Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Η - Ουρανία
[8,40] ὁ δὲ Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου Ἀθηναίων δεηθέντων ἐς Σαλαμῖνα κατίσχει τὰς νέας. τῶνδε δὲ εἵνεκα προσεδεήθησαν αὐτῶν σχεῖν πρὸς Σαλαμῖνα Ἀθηναῖοι, ἵνα αὐτοὶ παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς, πρὸς δὲ καὶ βουλεύσωνται τὸ ποιητέον αὐτοῖσι ἔσται. ἐπὶ γὰρ τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι βουλὴν ἔμελλον ποιήσασθαι ὡς ἐψευσμένοι γνώμης. (2) δοκέοντες γὰρ εὑρήσειν Πελοποννησίους πανδημεὶ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ὑποκατημένους τὸν βάρβαρον, τῶν μὲν εὗρον οὐδὲν ἐόν, οἳ δὲ ἐπυνθάνοντο τὸν Ἰσθμὸν αὐτοὺς τειχέοντας, ὡς τὴν Πελοπόννησον περὶ πλείστου τε ποιευμένους περιεῖναι καὶ ταύτην ἔχοντας ἐν φυλακῇ, τὰ ἄλλα δὲ ἀπιέναι. ταῦτα πυνθανόμενοι οὕτω δὴ προσεδεήθησαν σφέων σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα.
[8,40] Ο στόλος των Ελλήνων, αφού απέπλευσε από το Αρτεμίσιο, έδεσε, σύμφωνα με το αίτημα των Αθηναίων, στη Σαλαμίνα. Σκοπός των Αθηναίων, που πίεσαν του διοικητές να αγκυροβολήσουν εκεί, ήταν να έχουν τον χρόνο να βγάλουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους από την Αττική, καθώς και να συζητήσουν την επόμενη κίνησή τους, όπως απαιτούσαν οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν και διέψευδαν τις ελπίδες τους. Πίστευαν ότι ολόκληρος ο πελοποννησιακός στρατός θα συγκεντρωνόταν στη Βοιωτία, για να εμποδίσει την προέλαση των Περσών, αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα· αντίθετα, είχαν αναφορές ότι οι Πελοποννήσιοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για τη δική τους ασφάλεια και οχύρωναν τον Ισθμό, για να προστατεύσουν την Πελοπόννησο, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που διέτρεχε η υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτή η είδηση τους ώθησε να αγκυροβολήσει ο στόλος στη Σαλαμίνα.
[8,41] οἱ μὲν δὴ ἄλλοι κατέσχον ἐς τὴν Σαλαμῖνα, Ἀθηναῖοι δὲ ἐς τὴν ἑωυτῶν. μετὰ δὲ τὴν ἄπιξιν κήρυγμα ἐποιήσαντο, Ἀθηναίων τῇ τις δύναται σώζειν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας. ἐνθαῦτα οἱ μὲν πλεῖστοι ἐς Τροίζηνα ἀπέστειλαν, οἳ δὲ ἐς Αἴγιναν, οἳ δὲ ἐς Σαλαμῖνα. (2) ἔσπευσαν δὲ ταῦτα ὑπεκθέσθαι τῷ χρηστηρίῳ τε βουλόμενοι ὑπηρετέειν καὶ δὴ καὶ τοῦδε εἵνεκα οὐκ ἥκιστα. λέγουσι Ἀθηναῖοι ὄφιν μέγαν φύλακα τῆς ἀκροπόλιος ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ· λέγουσί τε ταῦτα καὶ δὴ ὡς ἐόντι ἐπιμήνια ἐπιτελέουσι προτιθέντες· τὰ δ᾽ ἐπιμήνια μελιτόεσσα ἐστί. (3) αὕτη δὴ ἡ μελιτόεσσα ἐν τῷ πρόσθε αἰεὶ χρόνῳ ἀναισιμουμένη τότε ἦν ἄψαυστος. σημηνάσης δὲ ταῦτα τῆς ἱρείης, μᾶλλόν τι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ προθυμότερον ἐξέλιπον τὴν πόλιν, ὡς καὶ τῆς θεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν. ὡς δέ σφι πάντα ὑπεξέκειτο, ἔπλεον ἐς τὸ στρατόπεδον.
[8,41] Έτσι οι άλλοι κατευθύνθηκαν στη Σαλαμίνα, ενώ οι Αθηναίοι στη χώρα τους. Όταν οι Αθηναίοι γύρισαν στα λιμάνια τους προκήρυξαν ότι όσοι ζούσαν στην πόλη και τα περίχωρα, έπρεπε να πάνε τα παιδιά και τις οικογένειές τους σε ασφαλές μέρος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στάλθηκαν στην Τροιζήνα καθώς και άλλοι στην Αίγινα και άλλοι στη Σαλαμίνα. Η μετακίνηση των οικογενειών τους έγινε με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, από τη μια επειδή βιάζονταν να συμμορφωθούν με τη συμβουλή του χρησμού αλλά και για έναν ακόμα σοβαρότερο λόγο. Οι Αθηναίοι λένε ότι η ακρόπολη φρουρείται από ένα μεγάλο φίδι , που ζει μέσα στον ναό· έχουν μάλιστα τόση πίστη στην ύπαρξή του, ώστε του προσφέρουν κάθε μήνα πίτες με μέλι. Στο παρελθόν, οι πίτες αυτές εξαφανίζονταν πάντα, αλλά αυτή την περίοδο έμεναν ανέγγιχτες. Η ιέρεια τους το είπε και, κατά συνέπεια, πιστεύοντας ότι η προστάτιδα θεά είχε εγκαταλείψει την ακρόπολη, ανυπομονούσαν ακόμα περισσότερο να εκκενώσουν την πόλη. Αφού μετέφεραν τα πάντα, επέστρεψαν στο στρατόπεδο.
[8,42] ἐπεὶ δὲ οἱ ἀπ᾽ Ἀρτεμισίου ἐς Σαλαμῖνα κατέσχον τὰς νέας, συνέρρεε καὶ ὁ λοιπὸς πυνθανόμενος ὁ τῶν Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἐκ Τροίζηνος· ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι. συνελέχθησάν τε δὴ πολλῷ πλεῦνες νέες ἢ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἐναυμάχεον καὶ ἀπὸ πολίων πλεύνων. (2) ναύαρχος μέν νυν ἐπῆν ὡυτὸς ὅς περ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Εὐρυβιάδης ὁ Εὐρυκλείδεω ἀνὴρ Σπαρτιήτης, οὐ μέντοι γένεος τοῦ βασιληίου ἐών· νέας δὲ πολλῷ πλείστας τε καὶ ἄριστα πλεούσας παρείχοντο Ἀθηναῖοι.
[8,42] Όταν πληροφορήθηκε ότι ο υπόλοιπος στόλος είχε φύγει από το Αρτεμίσιο για τη Σαλαμίνα, το υπόλοιπο στράτευμα ξεκίνησε με τα πλοία να τον συναντήσει εκεί από την Τροιζήνα. Γιατί πρωτύτερα είχε δοθεί διαταγή να συγκεντρώνονται στον Πώγωνα, λιμάνι των Τροιζηνίων. Έτσι ο στόλος ήταν τώρα μεγαλύτερος απ’ αυτόν που είχε πολεμήσει στη ναυμαχία του Αρτεμισίου κι απαρτιζόταν από πλοία περισσότερων πόλεων. Είχε ακόμα τον ίδιο ναύαρχο, τον Ευρυβιάδη, γιο του Ευρυκλείδη, ένα Σπαρτιάτη που δεν ανήκε στη βασιλική οικογένεια. Πάντως, η πόλη που έδωσε τα περισσότερα και ταχύτερα πλοία ήταν και πάλι η Αθήνα.
Η σύνθεση του ελληνικού στόλου
[8,43] ἐστρατεύοντο δὲ οἵδε· ἐκ μὲν Πελοποννήσου Λακεδαιμόνιοι ἑκκαίδεκα νέας παρεχόμενοι, Κορίνθιοι δὲ τὸ αὐτὸ πλήρωμα παρεχόμενοι καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ· Σικυώνιοι δὲ πεντεκαίδεκα παρείχοντο νέας, Ἐπιδαύριοι δὲ δέκα, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Ἑρμιονέες δὲ τρεῖς, [...]
[8,43] Η σύνθεση του στόλου είχε ως εξής: Από την Πελοπόννησο δεκαέξι πλοία των Λακεδαιμονίων, από την Κόρινθο όσα είχε και στο Αρτεμίσιο, (σαράντα) δεκαπέντε από τη Σικυώνα, δέκα από την Επίδαυρο, πέντε από την Τροιζήνα και τρία από την Ερμιόνη […]
[8,44] [...] Ἀθηναῖοι μὲν πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους παρεχόμενοι νέας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατόν, μοῦνοι·
[8,44] [...] ο στόλος των Αθηναίων με εκατόν ογδόντα πλοία […]
[8,45] Μεγαρέες δὲ τὠυτὸ πλήρωμα παρείχοντο καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Ἀμπρακιῶται δὲ ἑπτὰ νέας ἔχοντες ἐπεβοήθησαν, Λευκάδιοι δὲ τρεῖς,
[8,45] Τα Μέγαρα είχαν τον ίδιο αριθμό πλοίων που είχαν και στο Αρτεμίσιο (είκοσι)· επιπλέον, υπήρχαν επτά πλοία από την Αμπρακία και τρία από τη Λευκάδα […]
[8,46] νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο. [...] μετὰ δὲ Αἰγινήτας Χαλκιδέες τὰς ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ εἴκοσι παρεχόμενοι καὶ Ἐρετριέες τὰς ἑπτά· οὗτοι δὲ Ἴωνες εἰσί. μετὰ δὲ Κήιοι τὰς αὐτὰς παρεχόμενοι, ἔθνος ἐὸν Ἰωνικὸν ἀπὸ Ἀθηνέων. (3) Νάξιοι δὲ παρείχοντο τέσσερας, [...] Στυρέες δὲ τὰς αὐτὰς παρείχοντο νέας τάς περ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Κύθνιοι δὲ μίαν καὶ πεντηκόντερον, ἐόντες συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες. καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο· οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ βαρβάρῳ γῆν τε καὶ ὕδωρ.
[8,46] Από τα νησιωτικά κράτη, η Αίγινα συμμετείχε με τριάντα πλοία. […] Μετά ήταν ο στόλος από τη Χαλκίδα, που είχε τα ίδια είκοσι πλοία που πολέμησαν και στο Αρτεμίσιο· από την Ερέτρια ήταν επίσης τα αρχικά επτά πλοία. Οι δύο αυτοί λαοί είναι Ίωνες. Οι Κείοι είναι Ίωνες από την Αθήνα και έστειλαν τον ίδιο αριθμό που είχαν και πριν (δύο πλοία και δύο πεντηκόντοροι) και η Νάξος έστειλε τέσσερα. […] Οι Στυρείς παρείχαν τα ίδια πλοία που είχαν και στο Αρτεμίσιο (δύο) και η Κύθνος μία πεντηκόντορο. Οι Στυρείς και οι Κύθνιοι είναι Δρύοπες. Τα νησιά Σέριφος, Σίφνος και Μήλος συμμετείχαν επίσης· ήταν τα μόνα που δε δήλωσαν υποταγή στους βαρβάρους. […]
[8,47] [...] Κροτωνιῆται μοῦνοι ἦσαν οἳ ἐβοήθησαν τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ μιῇ νηί, τῆς ἦρχε ἀνὴρ τρὶς πυθιονίκης Φάυλλος· Κροτωνιῆται δὲ γένος εἰσὶ Ἀχαιοί.
[8,47] […] Οι Κροτωνιάτες έστειλαν ένα πλοίο, κάτω από τις διαταγές του Φαΰλλου, ενός άνδρα που είχε κερδίσει τρεις νίκες στους Πυθικούς αγώνες. Οι Κροτωνιάτες έχουν αχαϊκή καταγωγή.
[8,48] οἱ μέν νυν ἄλλοι τριήρεας παρεχόμενοι ἐστρατεύοντο, Μήλιοι δὲ καὶ Σίφνιοι καὶ Σερίφιοι πεντηκοντέρους· Μήλιοι μὲν γένος ἐόντες ἀπὸ Λακεδαίμονος δύο παρείχοντο, Σίφνιοι δὲ καὶ Σερίφιοι Ἴωνες ἐόντες ἀπ᾽ Ἀθηνέων μίαν ἑκάτεροι. ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ.
[8,48] Όλες οι ναυτικές μοίρες που ανέφερα αποτελούνταν από τριήρεις, εκτός από τους Μηλίους, τους Σιφναίους και τους Σεριφίους, που έστειλαν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που κατάγονται από τους Λακεδαιμονίους, έστειλαν δύο, ενώ οι νησιώτες της Σίφνου και της Σερίφου, που είναι Ίωνες από την Αθήνα, από ένα. Έτσι ο συνολικός αριθμός των πολεμικών πλοίων (χωρίς τις πεντηκοντόρους) ήταν τριακόσια εβδομήντα οχτώ.
[8,49] ὡς δὲ ἐς τὴν Σαλαμῖνα συνῆλθον οἱ στρατηγοὶ ἀπὸ τῶν εἰρημενέων πολίων, ἐβουλεύοντο, προθέντος Εὐρυβιάδεω γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον, ὅκου δοκέοι ἐπιτηδεότατον εἶναι ναυμαχίην ποιέεσθαι τῶν αὐτοὶ χωρέων ἐγκρατέες εἰσί· ἡ γὰρ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη, τῶν δὲ λοιπέων πέρι προετίθεε. (2) αἱ γνῶμαι δὲ τῶν λεγόντων αἱ πλεῖσται συνεξέπιπτον πρὸς τὸν Ἰσθμὸν πλώσαντας ναυμαχέειν πρὸ τῆς Πελοποννήσου, ἐπιλέγοντες τὸν λόγον τόνδε, ὡς εἰ νικηθέωσι τῇ ναυμαχίῃ, ἐν Σαλαμῖνι μὲν ἐόντες πολιορκήσονται ἐν νήσῳ, ἵνα σφι τιμωρίη οὐδεμία ἐπιφανήσεται, πρὸς δὲ τῷ Ἰσθμῷ ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται.
49. Όταν οι διοικητές των στόλων που ανέφερα συναντήθηκαν στη Σαλαμίνα, έγινε ένα συμβούλιο κι ο Ευρυβιάδης ζήτησε ν’ ακούσει τις προτάσεις όποιου ήθελε να μιλήσει, σχετικά με το ποιο ήταν το καταλληλότερο μέρος μέσα στα ύδατα που ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχό τους, για να ναυμαχήσουν. Η Αττική είχε αποκλειστεί ήδη, αφού είχε εκκενωθεί, και έτσι ζητούσε τη γνώμη τους για τα υπόλοιπα μέρη. Η άποψη που φαινόταν να κυριαρχεί ήταν να πλεύσουν στον Ισθμό και να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, με το επιχείρημα ότι, αν τους νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα πολιορκούνταν σε ένα νησί όπου δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε βοήθεια. Ενώ, αν πάθαιναν τέτοια καταστροφή στον Ισθμό, θα έβρισκαν τουλάχιστον καταφύγιο ανάμεσα στους συμπατριώτες τους.
[8,50] ταῦτα τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατηγῶν ἐπιλεγομένων, ἐληλύθεε ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἀγγέλλων ἥκειν τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ πᾶσαν αὐτὴν πυρπολέεσθαι. (2) ὁ γὰρ διὰ Βοιωτῶν τραπόμενος στρατὸς ἅμα Ξέρξῃ, ἐμπρήσας Θεσπιέων τὴν πόλιν, αὐτῶν ἐκλελοιπότων ἐς Πελοπόννησον, καὶ τὴν Πλαταιέων ὡσαύτως, ἧκέ τε ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ πάντα ἐκεῖνα ἐδηίου. ἐνέπρησε δὲ Θέσπειάν τε καὶ Πλάταιαν πυθόμενος Θηβαίων ὅτι οὐκ ἐμήδιζον.
50. Κι ενώ συνεχίζονταν οι συζητήσεις των Πελοποννησίων στρατηγών, έφτασε ένας άνδρας από την Αθήνα, με την είδηση ότι οι Πέρσες είχαν μπει στην Αττική κι έκαιγαν τα πάντα. Αυτό ήταν έργο του τμήματος του στρατού που είχε προχωρήσει με τον Ξέρξη δια μέσου της Βοιωτίας αυτοί έκαψαν τις Θεσπιές, αφού οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, και τις Πλαταιές κι έπειτα, μπήκαν στην Αθήνα, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι Θηβαίοι τους είπαν ότι οι Θεσπιείς κι οι Πλαταιείς είχαν αρνηθεί να συμπαραταχθούν με τους Πέρσες, κι έτσι έκαψαν τις δύο αυτές πόλεις.
Οι Πέρσες καταστρέφουν την Αθήνα
[8,51] ἀπὸ δὲ τῆς διαβάσιος τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔνθεν πορεύεσθαι ἤρξαντο οἱ βάρβαροι, ἕνα αὐτοῦ διατρίψαντες μῆνα ἐν τῷ διέβαινον ἐς τὴν Εὐρώπην, ἐν τρισὶ ἑτέροισι μησὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ, Καλλιάδεω ἄρχοντος Ἀθηναίοισι. (2) καὶ αἱρέουσι ἔρημον τὸ ἄστυ, καί τινας ὀλίγους εὑρίσκουσι τῶν Ἀθηναίων ἐν τῷ ἱρῷ ἐόντας, ταμίας τε τοῦ ἱροῦ καὶ πένητας ἀνθρώπους, οἳ φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι ἠμύνοντο τοὺς ἐπιόντας, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀσθενείης βίου οὐκ ἐκχωρήσαντες ἐς Σαλαμῖνα, πρὸς δὲ αὐτοὶ δοκέοντες ἐξευρηκέναι τὸ μαντήιον τὸ ἡ Πυθίη σφι ἔχρησε, τὸ ξύλινον τεῖχος ἀνάλωτον ἔσεσθαι· αὐτὸ δὴ τοῦτο εἶναι τὸ κρησφύγετον κατὰ τὸ μαντήιον καὶ οὐ τὰς νέας.
51. Μετά το πέρασμα του Ελλησπόντου, απ’ όπου οι βάρβαροι ξεκίνησαν την πορεία τους, πέρασε ένας μήνας μέχρι να περάσουν στην Ευρώπη και άλλοι τρεις μέχρι να φτάσουν στην Αττική· έφτασαν στην Αττική στη διάρκεια της βασιλείας του Καλλιάδη. Οι Πέρσες βρήκαν την Αθήνα έρημη, εκτός από λίγους που είχαν μείνει στον ναό — ιερείς του ναού κι άπορους ανθρώπους — που είχαν οχυρώσει την ακρόπολη ενάντια στους εισβολείς με σανίδες και ξύλα. Αυτοί δεν είχαν ζητήσει καταφύγιο στη Σαλαμίνα εξαιτίας της φτώχειας τους και κυρίως επειδή νόμιζαν ότι ήξεραν το πραγματικό νόημα του χρησμού της Πύθιας, ότι «τα ξύλινα τείχη δεν θα έπεφταν». Πίστευαν ότι το ξύλινο τείχος δεν ήταν τα πλοία αλλά το καταφύγιο αυτό που θα τους έσωζε.
[8,52] οἱ δὲ Πέρσαι ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν καταντίον τῆς ἀκροπόλιος ὄχθον, τὸν Ἀθηναῖοι καλέουσι Ἀρήιον πάγον, ἐπολιόρκεον τρόπον τοιόνδε· ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν, ἐτόξευον ἐς τὸ φράγμα. ἐνθαῦτα Ἀθηναίων οἱ πολιορκεόμενοι ὅμως ἠμύνοντο, καίπερ ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι καὶ τοῦ φράγματος προδεδωκότος· (2) οὐδὲ λόγους τῶν Πεισιστρατιδέων προσφερόντων περὶ ὁμολογίης ἐνεδέκοντο, ἀμυνόμενοι δὲ ἄλλα τε ἀντεμηχανῶντο καὶ δὴ καὶ προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, ὥστε Ξέρξην ἐπὶ χρόνον συχνὸν ἀπορίῃσι ἐνέχεσθαι οὐ δυνάμενον σφέας ἑλεῖν.
52. Οι Πέρσες κατέλαβαν τον λόφο που οι Αθηναίοι ονομάζουν Άρειο Πάγο, απέναντι από την ακρόπολη κι άρχισαν την πολιορκία. Η μέθοδος που επινόησαν ήταν ρίχνουν στο φράγμα βέλη με φλεγόμενα στουπιά. Το ξύλινο τείχος τούς είχε προδώσει, αλλά οι Αθηναίοι, μολονότι αντιμετώπιζαν άμεσα θανάσιμο κίνδυνο, και το φράγμα άρχισε να αχρηστεύεται, αρνήθηκαν να παραδοθούν ή να ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση. Όλη τους η εφευρετικότητα διοχετεύτηκε στον αγώνα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· ανάμεσα στα άλλα, έσπρωξαν στρογγυλούς λίθους πάνω τους, όταν οι εχθροί επιχείρησαν να πλησιάσουν τις πύλες και για αρκετό διάστημα ο Ξέρξης δεν ήξερε τι να κάνει, για να τους καταλάβει.
[8,53] χρόνῳ δ᾽ ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔξοδος τοῖσι βαρβάροισι· ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν τὴν Ἀττικὴν τὴν ἐν τῇ ἠπείρῳ γενέσθαι ὑπὸ Πέρσῃσι. ἔμπροσθε ὦν πρὸ τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου, τῇ δὴ οὔτε τις ἐφύλασσε οὔτ᾽ ἂν ἤλπισε μή κοτέ τις κατὰ ταῦτα ἀναβαίη ἀνθρώπων, ταύτῃ ἀνέβησαν τινὲς κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Κέκροπος θυγατρὸς Ἀγλαύρου, καίτοι περ ἀποκρήμνου ἐόντος τοῦ χώρου. (2) ὡς δὲ εἶδον αὐτοὺς ἀναβεβηκότας οἱ Ἀθηναῖοι ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν, οἳ μὲν ἐρρίπτεον ἑωυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω καὶ διεφθείροντο, οἳ δὲ ἐς τὸ μέγαρον κατέφευγον. τῶν δὲ Περσέων οἱ ἀναβεβηκότες πρῶτον μὲν ἐτράποντο πρὸς τὰς πύλας, ταύτας δὲ ἀνοίξαντες τοὺς ἱκέτας ἐφόνευον· ἐπεὶ δέ σφι πάντες κατέστρωντο, τὸ ἱρὸν συλήσαντες ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν ἀκρόπολιν.
53. Στο τέλος, όμως, οι Πέρσες έλυσαν αυτό το πρόβλημα, βρίσκοντας δίοδο στην ακρόπολη· άλλωστε, ο χρησμός όριζε ότι όλο το Αττικό έδαφος μέσα στην ξηρά έπρεπε να καταληφθεί από τους Πέρσες. Υπάρχει ένα σημείο μπροστά στην ακρόπολη, πίσω από τον δρόμο που οδηγεί στις πύλες, όπου η πλαγιά είναι τόσο απόκρημνη ώστε δεν υπήρχαν σκοποί εκεί, γιατί το θεωρούσαν αδύνατο να σκαρφαλώσει κανείς· εκεί, κοντά στον ναό της κόρης του Κέκροπα, της Αγλαύρου, μερικοί στρατιώτες κατάφεραν να ανέβουν στον απόκρημνο βράχο. Όταν οι Αθηναίοι τους αντίκρισαν στην κορυφή, άλλοι έπεσαν στο κενό από τα τείχη και σκοτώθηκαν κι άλλοι ζήτησαν καταφύγιο στο εσωτερικό του ναού· οι Πέρσες, πάντως, που είχαν καταφέρει ν’ ανέβουν, πήγαν στις πύλες, τις άνοιξαν διάπλατα και κατέσφαξαν τους ικέτες. Όταν δεν άφησαν κανένα ζωντανό, άρπαξαν όλους τους θησαυρούς από τον ναό κι έκαψαν τα πάντα πάνω στην ακρόπολη.
[8,54] σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην. ἀπὸ δὲ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος δευτέρῃ ἡμέρῃ συγκαλέσας Ἀθηναίων τοὺς φυγάδας, ἑωυτῷ δὲ ἑπομένους, ἐκέλευε τρόπῳ τῷ σφετέρῳ θῦσαι τὰ ἱρὰ ἀναβάντας ἐς τὴν ἀκρόπολιν, εἴτε δὴ ὦν ὄψιν τινὰ ἰδὼν ἐνυπνίου ἐνετέλλετο ταῦτα, εἴτε καὶ ἐνθύμιόν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ ἱρόν. οἱ δὲ φυγάδες τῶν Ἀθηναίων ἐποίησαν τὰ ἐντεταλμένα.
54. Ο Ξέρξης, κύριος πια της Αθήνας, έστειλε έναν ιππέα στα Σούσα να αναγγείλει την επιτυχία του στον Αρτάβανο. Την επόμενη μέρα, κάλεσε μπροστά του τους Αθηναίους εξόριστους οι οποίοι είχαν πάει με το μέρος του, και τους διέταξε ν’ ανέβουν στην ακρόπολη και να κάνουν θυσίες σύμφωνα με το αθηναϊκό τυπικό· ίσως τον ώθησε σ’ αυτή την απόφαση κάποιο όνειρο που είδε ή επειδή είχε τύψεις που έκαψε τον ναό. Οι Αθηναίοι εξόριστοι έκαναν ό,τι τους πρόσταξε.
[8,55] τοῦ δὲ εἵνεκεν τούτων ἐπεμνήσθην, φράσω. ἔστι ἐν τῇ ἀκροπόλι ταύτῃ Ἐρεχθέος τοῦ γηγενέος λεγομένου εἶναι νηός, ἐν τῷ ἐλαίη τε καὶ θάλασσα ἔνι, τὰ λόγος παρὰ Ἀθηναίων Ποσειδέωνά τε καὶ Ἀθηναίην ἐρίσαντας περὶ τῆς χώρης μαρτύρια θέσθαι. ταύτην ὦν τὴν ἐλαίην ἅμα τῷ ἄλλῳ ἱρῷ κατέλαβε ἐμπρησθῆναι ὑπὸ τῶν βαρβάρων· δευτέρῃ δὲ ἡμέρῃ ἀπὸ τῆς ἐμπρήσιος Ἀθηναίων οἱ θύειν ὑπὸ βασιλέος κελευόμενοι ὡς ἀνέβησαν ἐς τὸ ἱρόν, ὥρων βλαστὸν ἐκ τοῦ στελέχεος ὅσον τε πηχυαῖον ἀναδεδραμηκότα. οὗτοι μέν νυν ταῦτα ἔφρασαν.
55. Έχω ένα συγκεκριμένο λόγο που αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες. Στην ακρόπολη υπάρχει ένας ναός του Ερεχθέα που ονομάζεται γηγενής και μέσα σ’ αυτόν υπάρχει ένα ελαιόδεντρο και μια πηγή με αλμυρό νερό. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο, τοποθετήθηκαν εκεί από τον Ποσειδώνα και την Αθηνά, όταν ανταγωνίζονταν για την κατοχή της περιοχής, ως τεκμήρια της διεκδίκησης τους. Αυτή η ελιά, λοιπόν, είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά, μαζί με τον υπόλοιπο ιερό χώρο από τους βαρβάρους· την επόμενη ακριβώς μέρα, όταν οι Αθηναίοι που διατάχτηκαν από τον βασιλιά να κάνουν θυσίες ανέβηκαν στον ιερό χώρο, είδαν ότι ένα καινούριο κλαδί, ένα πήχη μακρύ, είχε φυτρώσει από τον κορμό. Το ανέφεραν αμέσως στον βασιλιά.
Comments