Οι πρωτοπόροι της μαφίας στην Αμερική: Από τη "Μαύρη Χήρα" και τις βεντέτες στη θρυλική Ma Barker και τον Al Capone (pics)
- Κων/να Σαραντοπούλου
- 25 Απρ
- διαβάστηκε 9 λεπτά

1882. Οι σχέσεις Αμερικής- Ιταλίας περνούν κρίση. Την ίδια περίοδο παρατηρείται πρωτοφανές μεταναστατευτικό κύμα από την Ιταλία για την Αμερική. Ξεκινά η εφαρμογή περιοριστικών νόμων για να προστατευθεί η Αμερική από τις πρωτογονικές διαθέσεις των ξένων.
Πολλοί απ’ αυτούς είναι κακοποιοί, που επιδιώκουν να περάσουν το μικρόβιο της γενέτειράς τους στη νέα τους πατρίδα, με σκοπό να προοδεύσουν και ν’ αναρριχηθούν στην κοινωνία ως νονοί. Το 1886 δημιουργείται το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Ν. Υόρκη, στην επιγραφή του οποίου κι εκφράζεται ακριβώς ο φόβος των Αμερικανών για τους ιταλούς: «Κρατήστε την πατρογονική σας ιστορία, ω, αρχαίοι λαοί».
Η βεντέτα Ματράνγκα-Προβεντσάνο

Στη Ν. Ορλεάνη δύο φαμίλιες κυριαρχούν, καλλιεργώντας μονίμως κλίμα τρομοκρατίας. Πρόκειται για τις οικογένειες των Σικελών Ματράνγκα και Προβεντσάνο.13 Μαρτίου 1891. Ένδεκα έγκλειστοι Σικελοί λυντσάρονται στη Ν. Ορλεάνη από εξαγριωμένους ντόπιους. Ο Ουίλιαμ Πάρκινσον, leader της κινητοποίησης, ειδοποιεί τους συντρόφους του να σταματήσουν. Οι υπόλοιποι εννιά, φτηνά τη γλίτωσαν. Οι ένδεκα νεκροί ήταν οι πρωτοπόροι του κακού, αυτοί που είχαν σπείρει το σικελικό μικρόβιο της cosa nostra στα γονίδια των Aμερικανών.
Οι υπαίτιοι για τη δημιουργία της ιταλικής συνοικίας «Little Italy” στην ανατολική πλευρά της Ν. Υόρκης, που ήταν ουσιαστικό το γκέτο των ιταλών κακοποιών. Οι ένδεκα ανήκαν στη φαμίλια των Ματράνγκα, οι οποίοι ενδυνάμωναν τη χρόνια βεντέτα με τους συμπατριώτες τους, τους Προβεντσάνο. Η ιστορία ξεκίνησε το 1887 από τον έλεγχο μερικών πάγκων στη λαχαναγορά της Ν. Ορλεάνης.
Αμφότερες οι φαμίλιες διεκδικούσαν το δικαίωμα φορολόγησης άλλων Σικελών, καθορίζοντας μάλιστα ipso facto τα ποσοστά τους. Τον Μάϊο του 1890, οι Τσάρλυ και Τόνυ Ματράνγκα είχαν δεχθεί τα πυρά των αστυνομικών. Ο Τόνυ τραυματίστηκε άσχημα. Οι Προβεντσάνο στο μεταξύ συνεργάζονταν σε μόνιμη βάση με τον ομοσπονδιακό αρχηγό της αστυνομίας, Ντέιβ Χένσον (σ.σ. και γνωστό εκβιαστή των καιρών που είχε μετοχές στη ροζ συνοικία «Κόκκινο φανάρι»). Ο Χέντσον λίγο μετά τη δίκη των Ματράνγκα δολοφονήθηκε άγρια από ιταλούς περιθωριακούς (τους Dago) στο σπίτι του. Λίγο πριν το λιντσάρισμα, οι Ματράνγκα είχαν αθωωθεί από το Ορκωτό Δικαστήριο, όμως – για καλό και για κακό, σύμφωνα με τις Αρχές – συνέχιζαν να εκτίουν την ποινή τους πίσω απ’ τα σίδερα.
Οι δολοφονίες και οι εκβιασμοί των Ματράνγκα είχαν αφήσει εποχή στη Ν. Ορλεάνη, γι’ αυτό και όταν ξεμπάρκαραν Ιταλοί, ακολουθούσαν λιθοβολισμοί. Στην Ιταλία, εν τω μεταξύ, είχε αναλάβει τα κυβερνητικά σκήπτρα ο μαρκήσιος Ντε Ρουτινί. Μετά τον θάνατο των ένδεκα, ο ιταλός πρόξενος στη Ν. Ορλεάνη, Πασκουάλε Κόρτε, ζήτησε εξηγήσεις από τον δήμαρχο. Βρήκε τις πόρτες κλειστές, κι έτσι τον κατήγγειλε στον Φάβα, πρεσβευτή της Ιταλίας στην Ουάσινγκτον, ως υποκινητή του εγκλήματος. Αυτός ζήτησε από τον Μπλέιν, κυβερνήτη της Λουιζιάνα ν’ ασκήσει δίκη κατά των υπευθύνων. Η απάντηση ήταν αρνητική, κι έτσι ο Φάβα εγκατέλειψε τις ΗΠΑ. Επειδή, όμως, οι Ιταλοί της Αμερικής ήταν ήδη πολλοί και η δράση τους ανεξέλεγκτη, ο Πρόεδρος Χάρισον ανέλαβε ν’ αποζημιώσει με 125.000 λιρέτες κάθε πληγείσα οικογένεια…

O Al Capone
Τα χρόνια πέρασαν και τη δεκαετία του 1920, ο Ναπολιτάνος Αλ Καπόνε κρατούσε τα ηνία της αμερικανικής μαφίας, έχοντας αναχθεί σε role model, εθνικό ήρωα για τους νεότερους και εφιάλτη για τους politically correct Αμερικανούς. Η κόντρα μεταξύ Αμερικανών και Ιταλών συνεχιζόταν ανελέητα. Η Ιταλία είχε ήδη συσφίξει τους δεσμούς της με την πολιτική ηγεσία, έτσι που σε δεδομένες χρονικές στιγμές είχε τον πρώτο λόγο για τις εκλογές (δημάρχων, δικαστών, κυβερνητικών).
Το μεταναστευτικό κύμα εξ Ιταλίας συνεχιζόταν: οι ιταλοί του νότου επέλεγαν την Αμερική, γιατί η Ιταλία δεν είχε - από τα τέλη του 18ου αιώνα- να τους προσφέρει τίποτα. Στην Αμερική μπορεί να ήταν οι πιο χαμηλόμισθοι, ακόμα και από τους μαύρους, αλλά ποσώς ενδιαφέρονταν.
Ο λόγος ήταν απλός: η κεντρική διοίκηση της Ιταλίας βρισκόταν στο Βορρά με τη μαφία να λειτουργεί – κανονικότατα – σαν ατταβιστική οργάνωση που ασκούσε εξουσία χωρίς να χρειάζεται να συνεργεί με την κυβέρνηση. Τα λόγια ήταν… περιττά και η μαφία έπαιρνε χοντρά ποσοστά για λογαριασμό υψηλά ιστάμενων προσώπων, ενώ παράλληλα έκανε λαθρεμπόριο και κομπίνες που κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί, καθώς επιτυγχάνονταν με τις ευλογίες της κυβέρνησης.

Οι Ιταλοί του Νότου
Οι Ιταλοί του Νότου ήταν άχρηστοι, και οι μαφιόζοι του βορρά αποφάσισαν να τους «ξαποστείλουν». Αυτά ήταν τα λεγόμενα «εκτελεστικά αποσπάσματα», σύμφωνα με τον πρώτο ιταλό ιστορικό της μαφίας, Σαλβατόρε Φραντσέσκο Ρομάνο. Το motto της ιταλικής μαφίας, ταυτιζόταν με αυτό του Ρομπέν και κατόπιν, με το αντίστοιχο των Ιταλών της Αμερικής: «κλέβε τους πλουσίους, δίνε στους φτωχούς».
Οι Ιταλοί του Νότου, βλέποντας πως μέρα με τη μέρα η ζωή τους γινόταν δυσκολότερη στα πάτρια εδάφη, αποφάσιζαν να φύγουν. Οι 50 λιρέτες για μια θέση στο κατάστρωμα του πλοίου ήταν όνειρο ζωής. Οι ιταλικές αρχές πάλι καθόλου δεν ενοχλούνταν που ένα μαζικό κύμα πήγαινε να τροφοδοτήσει ξένη χώρα. Βλέπεις, ήταν οι «φτωχομπινέδες» της υπόθεσης. Μάλιστα, έκαναν τα στραβά μάτια σε πολλές περιπτώσεις, που οι υποψήφιοι κάτοικοι της «γης της επαγγελίας» δεν πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να πάρουν το πασαπόρτι της ελπίδας!
Το 1901, ο Πρόεδρος Μακ Κίνλεϊ δολοφονείται από άγνωστο περιθωριακό. Η υπόθεση έκλεισε λίαν συντόμως, καθώς η μία εκδοχή ήθελε του Dago της "Little Italy” υπεύθυνους, αλλά η άλλη κατηγορούσε τους ίδιους τους Αμερικανούς, που με το πρόσχημα της πάταξης του σοσιαλισμού (που είχαν καλλιεργήσει οι Ιταλοί) δρούσαν ανεξέλεγκτα. Το ίδιο έτος ουσιαστικά, ιδρύθηκε η πρώτη οργανωμένη εγκληματική σπείρα της “Little Italy”, η «Μαύρη χείρ». Όλοι οι εργάτες φορολογούνται από τους Ματράνγκα και τους Προβεντσάνο, είτε δουλεύουν είτε όχι.
Στην πρώτη καθυστέρηση καταβολής του «φόρου», οι φαμίλιες τους έκοβαν πόδια και χέρια. Στη δεύτερη, τους δολοφονούσαν άγρια. Το deadline ήταν η λέξη-κλειδί για κάθε συνδιαλλαγή. Και οι Ιταλοί μαφιόζοι της Ν. Υόρκης συνέχιζαν ν’ ανεβαίνουν στην ιεραρχία, να συνεργάζονται με τους ντόπιους της Ν. Ορλεάνης – που ήταν η δεύτερη ισχυρότερη περιοχή τους – και να γίνονται μέντορες για τους χωρίς στον ήλιο μοίρα Αμερικανούς, που κοντά τους, έβλεπαν το μέλλον ρόδινο!

Η "Μαύρη Χήρα"
Όλα πήγαιναν πρίμα, μέχρι που εμφανίστηκε ο αστυνόμος Τζόζεφ Πετροζίνο. Ο Πετροζίνο όταν αντιλήφθηκε ότι η «Μαύρη χήρα» είχε διασυνδέσεις με την original σικελική μαφία, πήγε στο Παλέρμο προς αναζήτηση ποινικών μητρώων. Αποτέλεσμα; Συνειδητοποίησε πως η “Little Italy” ήταν υποκατάστημα της σικελικής μαφίας, στην οποία είχαν προσχωρήσει και διακεκριμένοι Ιταλοί πολιτικοί, χάρη στον Τζιοβάνι Τζιολίττι.
Το 1901 – έτος σταθμό - ο Πετροζίνο δολοφονείται στο διαμέρισμά του. Γι’ άλλη μια φορά, οι Αρχές κλείνουν την υπόθεση. Η μαφία πλέον έχει ανοίξει τα πλοκάμια της προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ οι politically correct Αμερικανοί επιτελούν κοινωνικό έργο υποδεικνύοντας τα κρησφύγετα των Ιταλών, και δη εντός της “Little Italy”. Το πιο πυκνοκατοικημένο γκέτο του κόσμου αρχίζει να διασπάται. Μέχρι που ο ευφυής Καπόνε υποδεικνύει στους συμπατριώτες του να μετονομασθούν για να παραπλανήσουν τις αρχές. Έτσι, οι "αμερικανοποιημένοι" Ιταλοί βαπτίζονται για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά με αμερικανικά ονόματα και leader τον Τζόνι Τόριο.
Βγαίνουν απ’ το γκέτο κι αρχίζουν να δωροδοκούν και να εκβιάζουν πολιτικούς, εκδότες και αστυνόμους. Μετά ήταν αργά. Ακόμα και ο Έντγκαρ Χούβερ του FBI ποτέ δεν κατάφερε να ξεριζώσει τον ιό. Οι Iταλοί της Αμερικής ζουν και βασιλεύουν και η Ν. Υόρκη μετά από έναν ολόκληρο αιώνα εξακολουθεί να είναι το άντρο τους.

Η φοβερή και τρομερή "Ma Barker"
Οι Ιταλοί βεβαίως μπορεί να ήταν οι πρωτοπόροι της μαφίας στην Αμερική, όμως όπως ήδη είπαμε, είχαν μεταφέρει τον ιό παντού. Η «Μa Μπάρκερ» (Κέιτ Μπάρκερ), φόβος και τρόμος του leader του FBI, Τζ. Έντγκαρντ Χούβερ, δεν χρειαζόταν μέντορα για να κάνει πράξη το όνειρό της: να δει τους τέσσερις γιους της καταξιωμένους γκάνγκστερ. Ειδικά στην εικοσαετία ‘30-’40, όταν μεσουρανούσε ο Ντίλιγκερ και ο Καπόνε, το να είσαι γκάνγκστερ ισοδυναμούσε με το να είσαι ένας ικανός δικηγόρος, πολιτικός ή γιατρός. Θεωρείτο μια απ’ τις πιο εποικοδομητικές ασχολίες για ένα σίγουρο μέλλον.
Στις φλέβες της έρεε και ινδιάνικο αίμα, ενώ στα νιάτα της ήταν γνωστή ως «Αριζόνα» Κέιτ Κλαρκ. Κατά καιρούς, άλλαζε ονόματα. Το 1892 παντρεύτηκε τον φιλήσυχο εργάτη Τζορτζ Μπάρκερ, ο οποίος ούτε στον χειρότερο εφιάλτη του δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως το όνομά του θα έμενε στην ιστορία, ως μαφιόζου. Μαζί του, η «Μάμα» απέκτησε τον Χέρμαν, τον Λόϋντ, τον Φρεντ και τον Άρθουρ. Πρόσεξε καλά προτού επιλέξει σε ποια περιοχή θα ανέθρεφε τα παιδιά της. Κι έκανε την καλύτερη επιλογή: το Τζόπλιν του Μιζούρι, meeting point για τους Τζόνι Ντίλιγκερ, Μπόνι Πάρκερ και Κλάϊντ Μπάροου, Μπόμπ Φάις Νέλσον και Machine Gun Κέλι. Προστάτεψε με ιταλιάνικη εμμονή τα παιδιά της. Αυτά βέβαια, από την εφηβεία τους είχαν εξειδικευθεί σε μικροκλοπές που συχνά τους οδηγούσαν στο κελί.
Στη ζωή σημασία έχουν οι αρχές που θα λάβεις απ’ την οικογένειά σου. Και η "Ma Barker" ήταν απόλυτη σε αυτά που δίδασκε στα τέκνα της: τα εκκλησίαζε κάθε Κυριακή, ενώ τους έλεγε να τηρούν με ευβλάβεια και τις δέκα εντολές. Με μία μικρή εξαίρεση: να αγνοούν και μάλιστα να εφαρμόζουν κατά βούληση την τέταρτη. Κι επειδή, ως γνωστόν, οι γυναίκες πάντα αποτελούν πρόβλημα για τους συνειδητοποιημένους μαφιόζους, η Κέιτ τ’ απομάκρυνε από άλλα θηλυκά. Οι ψυχολόγοι είπαν – εκ των υστέρων – πως επρόκειτο για ένα κουιντέτο με οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
Η δράση της Βarker ουσιαστικά ξεκίνησε το 1915, με μια διπλή θεαματική ληστεία τραπεζών στην Τούλσα της Οκλαχόμα. Το σπίτι τους είχε γίνει σημείο αναφοράς για τους νονούς της πολιτείας. Ο άντρας της Τζορτζ, ανέχτηκε τη συμπεριφορά της για 30 ολόκληρα χρόνια. Το ΄27 εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Πολλοί τότε είπαν πως πήγε διά χειρός… «Μάμα», καθότι ήταν πολύ ζηλιάρης.
Την ίδια χρονιά, βλέπεις, είχε ενταχθεί στη συμμορία των Μπάρκερ κι ένας φίλος του Φρεντ, ο Άλβιν Κάρπαβιετς (Κάρπις, αμερικανικά), τον οποίο ο γιος της γνώρισε στη φυλακή του Λάνσινγκ. Γρήγορα, η συμμορία έγινε Μπάρκερ & Κάρπις: η «Μa» συμπάθησε αμέσως το creepy βλέμμα του (το παρατσούκλι του Κάρπις ήταν creepy – ανατριχιαστικός) και είδε τις δυνατότητες της συμμορίας της ν αυξάνονται με τη συμμετοχή του.
Λειτουργούσε με ναπολεόντειο στρατηγική. One by one, και ποτέ πολλές δουλειές μαζεμένες. Αφού λήστευε τρένα με φορτία χρυσού, ακολουθούσαν οι τραπεζικές διαρρήξεις (το φόρτε της, όπως λέει η ιστορία).
Δεύτερος γάμος
Μετά τον θάνατο του Τζορτζ, η Κέιτ παντρεύτηκε τον Άρθουρ Ντάνλοπ. Ο Ντάνλοπ ήταν μαμόθρεφτο για τα δεδομένα της «Μάμα», ανάξιος να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Έτσι, κάποια μέρα, το πτώμα του βρέθηκε απανθρακωμένο σε λίμνη του Ουισκόνσιν. Η «Μάμα» τον είχε εκτελέσει γιατί πίστευε πως είχε καρφώσει τον Άλβιν και τον Φρέντυ. Μόνιμο εργαλείο των δύο νέων, για να μαθαίνουμε και λίγο τα μυστικά του επαγγέλματος, ήταν οι θήκες των βιολιών, όπου τοποθετούσαν – μονίμως – τα 45άρια τους.
Χρήσιμος συνεργάτης αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο Νας, με τον οποίο οι Μπάρκερ μοιράστηκαν 400.000 δολάρια. Και μάλιστα, σε ένα 24ωρο, οπότε είχαν ληστέψει δύο τράπεζες: του Κάνσας και της Νεμπράσκα. Ο Νας πέθανε από αδέσποτη σφαίρα. Ένα ακόμα πρόσωπο της τραγωδίας Μπάρκερ ήταν ο Φρεντ Γκαιτς, βετεράνος πιλότος. Ο Γκαιτς ήταν – σύμφωνα με τις φήμες – ένας από τους επτά εκτελεστές στη «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου», το ’29, για την οποία και κατηγόρησαν τον Καπόνε. Θύματα ήταν τα μέλη της αντίπαλης συμμορίας Μοράν. Και αυτή η υπόθεση μπήκε τάχιστα στα αρχεία του FBI, καθώς ποτέ δεν βρέθηκαν αποδείξεις ώστε να σταθεί - δικαστικά - κατηγορία.
Τα πλοκάμια, όμως, της «Ma Barker», όπως και της Little Italy, δεν περιορίζονταν σε «έκτακτες συνεργασίες». Η ιστορία της ήταν ακόμα μια – απλή – οικογενειακή επιχείρηση. Η Barker είχε επεκτατικούς σκοπούς κι αποφάσισε να συνεργαστεί και μ’ ένα ζεύγος Ινδιάνων – τον Βόλνεϊ Ντέιβις και την Έντνα Μάρεϊ, που πρώτα φιλούσε και μετά σκότωνε τα θύματα της. Και με αυτούς, πέτυχε ληστείες πολλών χιλιάδων δολαρίων.
Φυσικά, για κάθε ενδεχόμενο, η Μάμα συνεργαζόταν στενά και με τον γιατρό Τζόζεφ Μόραν (ο Τζον Ντίλιγκερ ήταν ο καλύτερος πελάτης του, τον οποίο το FBI είχε αποκαλέσει Νο 1 δημόσιο κίνδυνο). Κάποια στιγμή, εν μέσω δείπνου – μετά της μαφίας βέβαια – ο Μόραν έκανε το λάθος να πει μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Σας έχω στο χέρι. Όλους!». Την επομένη, ο Φρεντ Μπάρκερ είπε: «Ο Μόραν δεν θα ξαναχειρουργήσει. Τα ψάρια τον έχουν καταβροχθίσει». Λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του ΄34, είχε δολοφονηθεί – κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες – ένας απ’ τους πρωτεργάτες της αμερικανικής μαφίας, ο Τζον Ντίλιγκερ.
Η «Ma Barker», ωστόσο, συνέχιζε ακάθεκτη. Είχε πετύχει τραπεζική ληστεία ύψους 800.000 δολαρίων (μυθικό ποσό για την εποχή). Η επόμενη κίνησή της ήταν ν’ απαγάγει δύο μωρά και να ζητήσει λύτρα ( Νο 1 tip για τους μοδάτους του υποκόσμου, μετά την απαγωγή του βρέφους του Λίντμπεργκ το ‘32). Τα κέρδη της από τις απαγωγές, που έληξαν αναίμακτα, ανήλθαν στα 400.000 δολάρια.
Μετά από την τελευταία «ιστορική πράξη» για τη Ma, εκπληρώθηκε το όνειρό της: είχε πλέον ενταχθεί στην κορυφή της λίστας των Aμερικανών μαφιόζων, ενώ η παρουσία της στη Little Italy της Ν.Υ. εθεωρείτο σημαίνον γεγονός. Οι φωτογραφίες των γιων της δε, ήταν τοιχοκολημμένες σε κάθε πολιτεία της Αμερικής.
Και μετά, ήρθε η πτώση. Η «Μa Barker» πλησίαζε τα εξήντα. Είχε ήδη παχύνει και η επιρροή στους γιους της, που πλέον είχαν τις γυναίκες τους, ήταν μικρή. Η σύλληψη του Άρθουρ Ντοκ Μπάρκερ ήταν η αρχή του τέλους. Κατέληξε στο Αλκατράζ, απ’ όπου και μάταια αποπειράθηκε να δραπετεύσει. Ο Λόϋντ σκοτώθηκε απ’ τη γυναίκα του με περίστροφο, ο Χέρμαν κατέληξε στην αγχόνη, ενώ η «Μάμα» με τον Φρεντ βρήκαν τον θάνατο από τις σφαίρες του Ειδικού Σώματος.

Ο Κάρπις Μπάρκερ
Χαρακτηριστικό πάντως ήταν ότι και λίγο πριν το τέλος, όταν το σπίτι της είχε περικυκλωθεί από τους αστυνομικούς, η «Μa» απάντησε με τα πυρά της. Μετά από δίωρη αναμονή, οι αστυνομικοί έκαναν έφοδο για να ανακαλύψουν ότι και οι τελευταίοι των Μπάρκερ ήταν νεκροί. Το αυτόματο στα χέρια της «Μa» ήταν ακόμα καυτό.
Ο μόνος τυχερός της υπόθεσης, ήταν ο Κάρπις, ο οποίος συνελήφθη το ’54 από τον φοβερό και τρομερό Έντγκαρ Χούβερ. Ο Κάρπις έκανε την ποινή του στο Αλκατράζ και το νησί Μακ Νιλ. Το ’68, που ξαναείδε το φως του ήλιου, ο Χούβερ εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής του FBI. Έξυπνα σκεπτόμενος, ούτως ειπείν, ο Κάρπις, αποφάσισε να αποσυρθεί και να ζήσει ως έντιμος Αμερικανός πολίτης. Όσο περνούσε απ’ το χέρι του τουλάχιστον.
ΤΙP
Αυτονόητο, η φωτό του cover είναι απ' τον θρυλικό "Νονό" του "ηγέτη" του αμερικάνικου κινηματογράφου Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Commentaires