top of page

Αφιέρωμα τους ήρωες της Ελληνικής επανάστασης του 1821..7..

  • Writer: Κων/να Σαραντοπούλου
    Κων/να Σαραντοπούλου
  • Apr 6
  • 8 min read

Updated: Apr 7



 Ευανθίας Καΐρη

Η μορφή της πρώτης Ελληνίδας λογίας Ευανθίας Καΐρη

Η Ευανθία Καΐρη, μικρότερη αδελφή του φιλόσοφου Θεόφιλου Καΐρη, γεννήθηκε το 1799 στην Ανδρο, όπου και πέθανε στα 1866.

Χαρισματική υπήρξε η ίδια, αλλά και επιδεκτική μαθήτρια ενός χαρισματικού δασκάλου -του αδελφού της-, ενώ η επαφή στα δεκαπέντε της χρόνια και η αλληλογραφία της με τον Κοραή αποδείχθηκαν καθοριστικές για την παραπέρα πορεία της.

Παρά την απόσταση που τη χώριζε από το πεδίο των τεκταινομένων στην Ελλάδα πριν, κατά, αλλά και μετά την Επανάσταση, παρακολούθησε με ζήλο τις εξελίξεις, εκφράστηκε και εργάστηκε όσο της επέτρεψαν οι συνθήκες.

Παράλληλα, και πάνω απ” όλα, τάχθηκε στη λατρεία προς τον αδελφό της, η οποία αποτέλεσε ταυτόχρονα το εφαλτήριο και την τροχοπέδη της.

Μετά το θάνατο του Θεόφιλου ουσιαστικά μόνασε στο σπίτι της Ανδρου, σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Η φήμη της ταξίδεψε έξω από το νησί της, και περιηγητές και λόγιοι, που επισκέφθηκαν την Ανδρο και επιδίωξαν να τη συναντήσουν, την αναφέρουν κολακευτικότατα στα κείμενά τους.

Το ενδιαφέρον για την ίδια και το έργο της ξεκίνησε ήδη από το 1827 και απαρτίζει μια όχι ευκαταφρόνητη βιβλιογραφία, ενώ πρόσφατα, ως μέρος της Αλληλογραφίας Θεόφιλου Καΐρη, εκδόθηκαν οι Επιστολές της (Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Ανδρος 1997).

Στις 4 Σεπτεμβρίου 1999, ένα σεμνό Συμπόσιο στην Ανδρο συνέβαλε στην ανάδυση της φυσιογνωμίας της Ευανθίας κατά τρόπο πλήρη και γλαφυρό.

Στη ζωή του Θεόφιλου

Επτά εμπνευσμένες, αλληλοσυμπληρούμενες ανακοινώσεις ψηφοθέτησαν με αρτιότητα την εικόνα της Ευανθίας και της εποχής της.

Θεματικά καίριες, χωρίς εξειδικεύσεις σε ανιαρές λεπτομέρειες, βρίσκονται τώρα συγκεντρωμένες σ” έναν τόμο που διαβάζεται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον.

Στην ανακοίνωση του Δημητρίου Πολέμη «Η Ευανθία στη ζωή του Θεόφιλου και στην κοινωνία της Ανδρου» παρακολουθούμε συνολικά τα καθέκαστα του βίου της και την ιστορία της οικογένειας και του χώρου της.

Η Σοφία Ντενίση, με «Το έργο της Ευανθίας Καΐρη στο πλαίσιο της γυναικείας πνευματικής δημιουργίας της εποχής της», παρουσιάζει διεξοδικά τη θέση και τη συμμετοχή της γυναίκας κατά την εποχή του Διαφωτισμού, εξετάζοντας την περίπτωση της Ευανθίας στη συγκεκριμένη ιστορική και γραμματολογική περίσταση.

Επιβεβαιώνοντας και φωτίζοντας από άλλη σκοπιά την προσέγγιση της Ντενίση, η Βίκυ Πάτσιου, στην ανακοίνωσή της «Ενδείξεις γυναικείας λογιοσύνης τον αρχόμενο ελληνικό 19ο αιώνα: Το μεταφραστικό έργο της Ευανθίας Καΐρη και η παράδοση του νεοελληνικού Διαφωτισμού», αναδεικνύει και μια άλλη παράμετρο: τη σημασία, σύμφωνα με τον Κοραή, των μεταφράσεων έργων της γαλλικής κυρίως γραμματείας, για την πνευματική αναγέννηση του Εθνους μετά τη μακραίωνη τουρκική κατάκτηση.

Συνάγεται ότι η παραίνεση του Κοραή για συστηματική ενασχόληση της Ευανθίας με τις μεταφράσεις υπήρξε μια επένδυση για το συμφέρον της πατρίδας.

Επιδράσεις

Η Μαρία Περλορέντζου («Το δράμα Νικήρατος και οι ιταλικές απηχήσεις του») αποκαλύπτει, ύστερα από ενδελεχή έρευνα, το απρόσμενο: επιδράσεις από το έργο της Ευανθίας απαντώνται, σε διαφορετική έκταση και με διαφορετικούς τρόπους, στο έργο τριών Ιταλών φιλελλήνων λογίων ουσιαστικά ερήμην της, χωρίς η ίδια να γνωρίσει την έκταση της απήχησης αυτής.

«Μια συνάντηση που δεν έγινε», αυτή του Νικολάου Κασομούλη και της Ευανθίας Καΐρη, απασχόλησε τον Αλκη Αγγέλου σε μια γοητευτικά αιρετική αλλά απολύτως λογική και θεμιτή πρόταση.

Εντάσσοντας τα δύο πρόσωπα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, όχι όπως αυτή τελικά υπήρξε, αλλά όπως θα μπορούσε κάλλιστα να είχε υπάρξει, ο Αγγέλου τεκμηριώνει την άποψη ότι όλες οι προϋποθέσεις για μια συνάντηση και για ένα πιθανό ειδύλλιο ανάμεσά τους υπήρξαν ευνοϊκές – όλες, εκτός από τη χρονική στιγμή.

«Αδελφική φιλία»

Η σχέση της Ευανθίας με τον αδελφό της θίγεται στην ανακοίνωση της Αικατερίνης Κουμαριανού με θέμα «Ευανθία Καΐρη: Το σύνδρομο της αδελφικής φιλίας. Ενας σκολιός δρόμος».

Η παιδεία της, οι ιδέες και οι αξίες της, είναι αυτές που δέχθηκε από τον Θεόφιλο.

Ο τελικός προσανατολισμός της προς τα γράμματα, ακόμα και η καθοριστική σχέση με τον Κοραή, είναι επίσης αποτέλεσμα της παρέμβασης του Θεόφιλου.

Η ίδια η κατάληξη του βίου της, με μια έντονη αίσθηση μη ολοκλήρωσης, είναι το επιστέγασμα αυτής της σχέσης, που διακρίνεται από την απόλυτη αφοσίωσή της στον αδελφό.

Τολμηρότερος ο Κυριάκος Ντελόπουλος («Υγίαινε αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ…. Απόπειρα προσωπογράφησης της Ευανθίας Καΐρη μέσα από τις επιστολές της») παρακολουθεί από άλλη οπτική γωνία τον «σκολιό δρόμο της αδελφικής φιλίας».

Η «διακριτική προσέγγιση στον μικρό ιδιωτικό κόσμο» της Ευανθίας διερευνά βαθύτερα την προσωπικότητά της, εγκύπτοντας με εμμονή στις επιστολές της και εντοπίζοντας σημεία-κλειδιά, με τα οποία επιχειρούνται απαντήσεις και ερμηνείες της διαδρομής της.

Μια προσωπικότητα αινιγματική ή, καλύτερα, αντιφατική για τις σημερινές αντιλήψεις: η ωραία Ευανθία που όμως δεν παντρεύτηκε ποτέ, η λογία Ευανθία που όμως κρύφτηκε υπερβολικά στη σκιά του Θεόφιλου, η σφύζουσα Ευανθία που όμως «έθαψε» τα σκιρτήματά της μέσα σε μια ηθελημένη απομόνωση.

Ολα στη ζωή της στάθηκαν κατώτερα απ” όσο της άξιζε.

Το Συμπόσιο της Ανδρου συνεισέφερε αποφασιστικά στην άρση αυτής της αδικίας: ύστερα από εκατόν τριάντα τρία χρόνια η Ευανθία άρχισε ξανά να υπάρχει – μια δίκαιη ανάσταση και μια επιβεβλημένη επιστροφή, δικαιώνοντας τον K. Θ. Δημαρά που πρώτος την ανέσυρε από τη λήθη, τοποθετώντας την πρώτη Ελληνίδα λογία στα νεοελληνικά γράμματα.


Ησαΐας Σαλώνων

Επίσκοπος Σαλώνων, ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821 στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ο πρώτος ιεράρχης που «έπεσε» κατά τη διάρκεια του Αγώνα.

Επίσκοπος Σαλώνων, ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821 στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ο πρώτος ιεράρχης που «έπεσε» κατά τη διάρκεια του Αγώνα.

Ο Ησαΐας γεννήθηκε το 1778 στη Δεσφίνα Παρνασσίδας.

Έφερε το κοσμικό όνομα Ηλίας και σε ηλικία είκοσι ετών έγινε δόκιμος μοναχός στη Μονή Τιμίου Προδρόμου της περιοχής.

Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Οσίου Λουκά και ονομάστηκε Ησαΐας.

Το 1814 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως του Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ και κατά την εκεί παραμονή του μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Το 1818 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σαλώνων (σημερινής Άμφισσας) από το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, με το οποίο διατηρούσε αλληλογραφία σε συνθηματική γλώσσα.

Ως ιεράρχης στα Σάλωνα εργάστηκε εντατικά και συστηματικά για την προετοιμασία τού Αγώνα.

Τον Ιανουάριο του 1821 ξαναπήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον πατριάρχη και με άλλους Έλληνες σχετικά με τον Αγώνα και επανήλθε στην έδρα του στα μέσα Μαρτίου.

Αμέσως κάλεσε στη Μονή του Οσίου Λουκά τον παλιό του γνώριμο Αθανάσιο Διάκο, οπλαρχηγούς και τους προκρίτους της Λειβαδιάς Ιωάννη Λογοθέτη, Ιωάννη Φίλωνα και Λάμπρο Νάκο και για να τους ανακοινώσει την επικείμενη έναρξη της Επανάστασης.

Στη συνέχεια πήγε στα Σάλωνα και ενημέρωσε τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν εκεί.

Στις 27 Μαρτίου με τον επίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σε δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά και κήρυξαν την Επανάσταση.

Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Απριλίου, ορίστηκε μέλος επαναστατικής διοικητικής επιτροπής της Στερεός Ελλάδας που συγκροτήθηκε στη Λιβαδειά και εντάχθηκε στο σώμα του Πανουργιά ως απλός στρατιώτης.

Κατά την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Ανατολική Στερεά, σε σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (20 Απριλίου 1821) ανάμεσα στους Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφασίστηκε να πολεμήσει ο Πανουργιάς στα χωριά Χαλκωμάτα και Μουσταφάμπεη, ο Διάκος στην Αλαμάνα και ο Δυοβουνιώτης στον Γοργοπόταμο.

Η σφοδρή επίθεση των Τούρκων εναντίον της Χαλκωμάτας στις 23 Απριλίου 1821 διέλυσε το σώμα του Πανουργιά και στη σκληρή εκείνη μάχη ο Ησαΐας έπεσε νεκρός, όπως και ο αδελφός του παπα-Γιάννης.


Ευαγγέλης Ζάππας

Αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και εθνικός ευεργέτης. Με κληροδότημά του ανεγέρθηκε το Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα.

Αγωνιστής του ‘21 και εθνικός ευεργέτης. Με κληροδότημά του ανεγέρθηκε το Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα.

Ο Ευαγγέλης Ζάππας γεννήθηκε στο Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου (σημερινό Λάμποβε ε Μάντε Αλβανίας) το 1800 και ήταν γιος του εμπόρου Βασιλείου Ζάππα και της Σωτήρας Ζάππα.

Σε ηλικία 13 ετών και αφού είχε διδαχθεί τα στοιχειώδη γράμματα στο Τεπελένι, μετέβη στα Ιωάννινα και κατετάγη στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, στην οποία υπηρέτησε μέχρι την ηλικία των 20 ετών.

Παρέμεινε στη φρουρά του αυθέντη της Ηπείρου ακόμη κι αφού άρχισε η επίθεση κατ” αυτού από τα στρατεύ­ματα του σουλτάνου.

Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη πολεμούσαν τις σουλτανικές δυνάμεις στο πλευρό του Αλή, ενώθηκε μαζί τους και δεν άργησε να γίνει το πρωτοπαλίκαρο του Μπότσαρη.

Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση του Σουλίου και μετά τη συνθηκολόγησή του (28 Ιουλίου 1822) κατέφυγε στο Μεσολόγγι.

Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, υπηρέτησε υπό τον Κώστα Μπότσαρη, τον Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιάννη Γκούρα. Τ

ο 1824 έλαβε το βαθμό τού ταξιάρχου και ορίστηκε διοικητής στα Βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας.

Μετά την απελευθέρωση, αμείφθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Επανάσταση με την παραχώρηση εθνικών γαιών από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Ζάππας, όμως, ήταν ανήσυχο πνεύμα κι αφού αποποιήθηκε την προσφορά της πατρίδας (κτήματα και τον στρατιωτικό βαθμό), μετέβη στη Βέροια με σκοπό να επιδοθεί στο εμπόριο ή τη γεωργία.

Στην πόλη της Μακεδονίας δεν παρέμεινε για πολύ καιρό, επειδή δεν μπορούσε να συμβιώσει με τους Τούρκους. Έτσι, το 1831 τον βρίσκουμε στο Βουκουρέστι.

Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του πρακτικού γιατρού, χάρη στις γνώσεις που είχε αποκτήσει κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας από τον συμπατριώτη του Πάνο Παναγιώτου.

Η ενασχόλησή του με την ιατρική τον βοήθησε να διευρύνει τις γνωριμίες του, ιδιαίτερα με τους ηγουμένους των μοναστηριών της περιοχής, από τους οποίους άρχισε να μισθώνει κτήματα.

Η κίνησή του αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευφυής, καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για την απόκτηση της αμύθητης περιουσίας του.

Με πολύτιμο συνεργάτη τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα (1814-1892), αύξανε συνεχώς την περιουσία του, καθώς τα κτήματα που εκμίσθωνε είχαν πολύ μεγάλη απόδοση χάρη στις πρωτοποριακές μεθόδους που εφάρμοζαν.

Το 1837 νοίκιασε το μεγάλο κτήμα Μπροστένι, όπου υπήρχαν και υδρόμυλοι. Τελικά, το αγόρασε το 1844 και εξελλήνισε το όνομά του σε Βρεσθένιον.

Επακολούθησαν οι αγορές των περισσότερων από τα κτήματα που εκμίσθωνε, με αποτέλεσμα η περιουσία του, όσο και του εξαδέλφου του, να εκτοξευτεί στα ύψη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο Ευαγγέλης Ζάππας είχε φθάσει στο απόγειο της επιχειρηματικής του δράσης.

Τότε άρχισε να διαθέτει μεγάλα ποσά για φιλανθρωπικούς και εθνικούς σκοπούς, πρώτα στη Μολδοβλαχία και μετέπειτα στην Ελλάδα.

Το 1856, με επι­στολή του προς τον βασιλιά Όθωνα, που επιδόθηκε στον υπουργό των Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο – Ραγκαβή, προσέφερε 400 μετοχές της ατμοπλοϊκής εταιρείας του για να διοργανώνονται από τα μερίσματά τους κάθε χρόνο εκθέσεις που να αναδεικνύουν την εμπορική και βιομηχανική πρόοδο της χώρας.

Του υπέβαλε, επίσης, σχέδιο κτιρίου που θα στέγαζε τα «Ολύμπια», όπως σκόπευε να ονομάσει τη διοργάνωση.

Στις προθέσεις του ήταν και η κατασκευή σταδίου για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το σχέδιό του υλοποιήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Αυγούστου 1858 «περί συστάσεως Ολυ­μπίων».

Τα πρώτα «Ολύμπια» έγιναν στις 15 Νοεμβρίου 1859 στην Αθήνα, στην Πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Πλατεία Εθνικής Αντίστασης ή Κοτζιά).

Ο Ζάππας δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αθήνα, παρακολουθούσε όμως στενά την εξέλιξη του έργου της Επιτροπής των Ολυμπίων.

Το 1863 υπέστη όλως αιφνιδίως διανοητική διαταραχή.

Ο εξάδελφός του Κωνσταντίνος Ζάππας αναζήτησε θεραπεία, τόσο στο Βουκουρέστι, όσο και στο Παρίσι, αλλά δεν πέτυχε τίποτε.

Ο Ευαγγέλης Ζάππας πέθανε στις 19 Ιουνίου 1865, σε ηλικία 65 ετών και τάφηκε στο ναό του Ευαγγελισμού στο κτήμα του στο Μπροστένι της Μολδοβλαχίας­ (σημερινής νότιας Ρουμανίας).

Με τη διαθήκη του άφησε όλη την περιουσία του στην Επιτροπή των Ολυμπίων (καθότι άγαμος και χωρίς απογόνους), με επικαρπωτή και εκτελεστή της τον Κωνσταντίνο Ζάππα, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να χτίσει μέγαρο εκθέσεων στην Αθήνα («Ζάππειον») και να αποθέσει σε αυτό την κεφαλή του, ενώ το σώμα του έπρεπε να ταφεί στο σχολείο του Λαμπόβου, στο οποίο είχε κληροδοτήσει ετήσιο εισόδημα.

Όλα αυτά εκτελέστηκαν πιστά από τον εξάδελφό του.

Η περιουσία του Ζάππα που περιήλθε τελικά στην Ελλάδα ήταν αρκετά μικρότερη από την αναφερομένη στη διαθήκη του, επειδή διεκδικήθηκε τόσο από το ρουμανικό δημόσιο, όσο και από τα παιδιά του μεγαλύτερου αδελφού του Αναστασίου.

Μάλιστα, τέτοια ήταν η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας σχετικά με τη διεκδίκηση της αμύθητης περιουσίας του Ευαγγέλη Ζάππα, ώστε μετά και το θάνατο του Κωνσταντίνου Ζάππα το 1892, οι διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών διακόπηκαν και αποκαταστάθηκαν πλήρως χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που έθεσε τέρμα στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913).


留言


bottom of page