Η μάχη Γαυγάμηλα, 331 π.Χ. Πλούταρχος
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Apr 4
- 10 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Πλούταρχο
Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 31-34
31. Ἀλέξανδρος δὲ τὴν ἐντὸς τοῦ Εὐφράτου πᾶσαν ὑφ’ ἑαυτῷ ποιησάμενος, ἤλαυνεν ἐπὶ Δαρεῖον, ἑκατὸν μυριάσι στρατοῦ καταβαίνοντα. [...] Τὴν δὲ μεγάλην μάχην πρὸς Δαρεῖον οὐκ ἐν Ἀρβήλοις, ὥσπερ οἱ πολλοὶ γράφουσιν, ἀλλ’ ἐν Γαυγαμήλοις γενέσθαι συνέπεσε. σημαίνειν δέ φασιν οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον, ἐπεὶ τῶν πάλαι τις βασιλέων ἐκφυγὼν πολεμίους ἐπὶ καμήλου δρομάδος ἐνταῦθα καθίδρυσεν αὐτήν, ἀποτάξας τινὰς κώμας καὶ προσόδους εἰς τὴν ἐπιμέλειαν. Ἡ μὲν οὖν σελήνη τοῦ Βοηδρομιῶνος ἐξέλιπε περὶ τὴν τῶν μυστηρίων τῶν Ἀθήνησιν ἀρχήν, ἑνδεκάτῃ δ’ ἀπὸ τῆς ἐκλείψεως νυκτὶ τῶν στρατοπέδων ἀλλήλων ἐν ὄψει γεγονότων, Δαρεῖος μὲν ἐν ὅπλοις συνεῖχε τὴν δύναμιν, ὑπὸ λαμπάδων ἐπιπορευόμενος τὰς τάξεις· Ἀλέξανδρος δὲ τῶν Μακεδόνων ἀναπαυομένων αὐτὸς πρὸ τῆς σκηνῆς μετὰ τοῦ μάντεως Ἀριστάνδρου διέτριβεν, ἱερουργίας τινὰς ἀπορρήτους ἱερουργούμενος καὶ τῷ Φόβῳ σφαγιαζόμενος. οἱ δὲ πρεσβύτεροι τῶν ἑταίρων καὶ μάλιστα Παρμενίων, ὡς τὸ μὲν πεδίον τὸ μεταξὺ τοῦ Νιφάτου καὶ τῶν ὀρῶν τῶν Γορδυαίων ἅπαν ἑωρᾶτο καταλαμπόμενον τοῖς βαρβαρικοῖς φέγγεσιν, ἀτέκμαρτος δέ τις φωνὴ συμμεμειγμένη καὶ θόρυβος ἐκ τοῦ στρατοπέδου καθάπερ ἐξ ἀχανοῦς προσήχει πελάγους, θαυμάσαντες τὸ πλῆθος καὶ πρὸς ἀλλήλους διαλεχθέντες, ὡς μέγα καὶ χαλεπὸν ἔργον εἴη συμπεσόντας ἐκ προφανοῦς τοσοῦτον ὤσασθαι πόλεμον, ἀπὸ τῶν ἱερῶν γενομένῳ τῷ βασιλεῖ προσελθόντες, ἔπειθον αὐτὸν ἐπιχειρῆσαι νύκτωρ τοῖς πολεμίοις καὶ τῷ σκότῳ τὸ φοβερώτατον συγκαλύψαι τοῦ μέλλοντος ἀγῶνος. ὁ δὲ τὸ μνημονευόμενον εἰπὼν "οὐ κλέπτω τὴν νίκην," ἐνίοις μὲν ἔδοξε μειρακιώδη καὶ κενὴν ἀπόκρισιν πεποιῆσθαι, παίζων πρὸς τοσοῦτον κίνδυνον, ἐνίοις δὲ καὶ τῷ παρόντι θαρρεῖν καὶ στοχάζεσθαι τοῦ μέλλοντος ὀρθῶς, μὴ διδοὺς πρόφασιν ἡττηθέντι Δαρείῳ πρὸς ἄλλην αὖθις ἀναθαρρῆσαι πεῖραν, αἰτιωμένῳ τούτων νύκτα καὶ σκότος, ὡς ὄρη καὶ στενὰ καὶ θάλασσαν τῶν προτέρων. οὐ γὰρ ὅπλων οὐδὲ σωμάτων ἀπορίᾳ παύσεσθαι πολεμοῦντα Δαρεῖον ἀπὸ τηλικαύτης δυνάμεως καὶ χώρας τοσαύτης, ἀλλ’ ὅταν ἀφῇ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐλπίδα, δι’ ἐμφανοῦς ἥττης κατὰ κράτος ἐξελεγχθείς.
31. 0 Αλέξανδρος, αφού κυρίευσε όλη την περιοχή του Ευφράτη, προχωρούσε εναντίον του Δαρείου που ερχόταν προς τα κάτω με ένα εκατομμύριο στρατό. […] Και η μεγάλη μάχη με τον Δαρείο δεν έγινε, όπως γράφουν πολλοί, στα Άρβηλα, αλλά στα Γαυγάμηλα. Η λέξη στην τοπική γλώσσα σημαίνει σπίτι καμήλας, επειδή κάποιος από τους αρχαίους βασιλείς, ξεφεύγοντας από τους εχθρούς με καμήλα δρομάδα, την άφησε εδώ δίνοντας για τη φροντίδα της κάποια χωριά και εισοδήματα. Και κατά τη διάρκεια του Βοηδρομιώνα έγινε έκλειψη Σελήνης, στην αρχή περίπου των μυστηρίων που τελούνταν στην Αθήνα, και έντεκα νύχτες μετά την έκλειψη οι στρατοί ήλθαν αντιμέτωποι. Ο Δαρείος είχε οπλισμένη τη δύναμή του και περιφερόταν με λαμπάδες ανάμεσα στις στρατιωτικές τάξεις, ενώ ο Αλέξανδρος, καθώς κοιμούνταν οι Μακεδόνες, πέρασε τη νύχτα μπροστά στη σκηνή με τον μάντη Αρίστανδρο, κάνοντας μυστικές τελετές και προσφέροντας θυσίες στον Φόβο. Οι μεγαλύτεροι από τους φίλους του και κυρίως ο Παρμενίων, καθώς όλη η πεδιάδα ανάμεσα στον Νιφάτη και τα Γορδυαία βουνά έμοιαζε να λάμπει από τα βαρβαρικά φώτα και από το στρατόπεδο ακουγόταν μια ακατανόητη και μπερδεμένη φωνή, σαν να προερχόταν από το βαθύ πέλαγος, έμειναν έκπληκτοι από το πλήθος και συζητώντας μεταξύ τους πόσο δύσκολο και μεγάλο έργο ήταν να συγκρουστούν ανοιχτά και να αντιμετωπίσουν τέτοιο μεγάλο πόλεμο, αφού πλησίασαν τον βασιλιά που είχε τελειώσει με τις τελετές, επιχειρούσαν να τον πείσουν να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και με το σκοτάδι να καλυφθεί το φοβερό θέαμα της επερχόμενης μάχης. Κι αυτός αφού είπε αυτό το αξιομνημόνευτο: «Δεν κλέβω τη νίκη», φάνηκε σε μερικούς πως έδωσε παιδική και ματαιόδοξη απάντηση και αστειευόταν μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο. Άλλοι όμως σκέφτηκαν πως και μπροστά σε τούτον τον κίνδυνο έδειχνε θάρρος και έπαιρνε σωστές αποφάσεις για το μέλλον, με το να μην παρέχει δικαιολογία στον Δαρείο, σε περίπτωση ήττας, να προσπαθήσει να κάνει κι άλλη επίθεση με πρόφαση τη νύχτα και το σκοτάδι, όπως προηγουμένως τα στενά, τα βουνά και τη θάλασσα. Γιατί ο Δαρείος δε θα έπαυε να πολεμά λόγω έλλειψης ανθρώπων ή όπλων, αφού είχε τόσο μεγάλη δύναμη και τέτοια χώρα, παρά μόνο άμα χάσει το φρόνημα και την ελπίδα του, και φανερωθεί η αδυναμία του μετά από μεγάλη ήττα.
[32] Ἀπελθόντων δὲ τούτων, κατακλιθεὶς ὑπὸ σκηνὴν λέγεται τὸ λοιπὸν μέρος τῆς νυκτὸς ὕπνῳ βαθεῖ κρατηθῆναι παρὰ τὸ εἰωθός, ὥστε θαυμάζειν ἐπελθόντος ὄρθρου τοὺς ἡγεμόνας, καὶ παρ’ αὑτῶν ἐξενεγκεῖν παράγγελμα πρῶτον ἀριστοποιεῖσθαι τοὺς στρατιώτας· ἔπειτα τοῦ καιροῦ κατεπείγοντος, εἰσελθόντα Παρμενίωνα καὶ παραστάντα τῇ κλίνῃ δὶς ἢ τρὶς αὐτοῦ φθέγξασθαι τοὔνομα, καὶ διεγερθέντος οὕτως ἐρωτᾶν, ὅ τι δὴ πεπονθὼς ὕπνον καθεύδοι νενικηκότος, οὐχὶ μέλλοντος ἀγωνιεῖσθαι τὸν μέγιστον τῶν ἀγώνων. τὸν δ’ οὖν Ἀλέξανδρον εἰπεῖν διαμειδιάσαντα· "τί γάρ; οὐκ ἤδη σοι νενικηκέναι δοκοῦμεν, ἀπηλλαγμένοι τοῦ πλανᾶσθαι καὶ διώκειν ἐν πολλῇ καὶ κατεφθαρμένῃ φυγομαχοῦντα χώρᾳ Δαρεῖον;"
32. Αφού έφυγαν αυτοί, λέγεται ότι την υπόλοιπη νύχτα κοιμήθηκε μέσα στη σκηνή και με βαθύ ύπνο, παρόλο που δεν ήταν το συνήθειό του, έτσι που, όταν το πρωί ήλθαν οι στρατηγοί, απορούσαν, και δόθηκε απ' αυτούς το παράγγελμα για το πρόγευμα των στρατιωτών. Έπειτα, επειδή η περίσταση ήταν επείγουσα, ο Παρμενίων μπήκε στη σκηνή και, αφού στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι, τον φώναξε με τ' όνομά του δυο ή τρεις φορές. Και μόλις σηκώθηκε, τον ρώτησε τι είχε πάθει και κοιμόταν σαν να ήταν ήδη νικητής και όχι σαν να πρόκειται να δώσει την πιο μεγάλη από τις μάχες. Ο Αλέξανδρος τότε είπε χαμογελώντας: Λοιπόν τι; Δεν σου φαινόμαστε ότι έχουμε ήδη νικήσει, αφού γλιτώσαμε το να περιφερόμαστε και να κυνηγούμε τον Δαρείο που αποφεύγει να δώσει μάχη στην τεράστια χαι ερειπωμένη χώρα του;»
οὐ μόνον δὲ πρὸ τῆς μάχης, ἀλλὰ καὶ παρ’ αὐτὸν τὸν κίνδυνον ἐπεδείξατο μέγαν καὶ συνεστηκότα τῷ λογίζεσθαι καὶ θαρρεῖν ἑαυτόν. Ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα, τῆς Βακτριανῆς ἵππου ῥόθῳ πολλῷ καὶ μετὰ βίας παρεμπεσούσης εἰς τοὺς Μακεδόνας, Μαζαίου δὲ περιπέμψαντος ἔξω τῆς φάλαγγος ἱππεῖς τοῖς σκευοφυλακοῦσι προσβαλοῦντας. διὸ καὶ θορυβούμενος ὑπ’ ἀμφοτέρων ὁ Παρμενίων ἀπέστειλε πρὸς Ἀλέξανδρον ἀγγέλους, φράζοντας οἴχεσθαι τὸν χάρακα καὶ τὰς ἀποσκευάς, εἰ μὴ κατὰ τάχος βοήθειαν ἰσχυρὰν ἀπὸ τοῦ στόματος πέμψειε τοῖς ὄπισθεν. ἔτυχε μὲν οὖν κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τοῖς περὶ αὐτὸν ἐφόδου διδοὺς σημεῖον· ὡς δ’ ἤκουσε τὰ παρὰ τοῦ Παρμενίωνος, οὐκ ἔφη σωφρονεῖν αὐτὸν οὐδ’ ἐντὸς εἶναι τῶν λογισμῶν, ἀλλ’ ἐπιλελῆσθαι ταραττόμενον, ὅτι νικῶντες μὲν προσκτήσονται καὶ τὰ τῶν πολεμίων, ἡττωμένοις δὲ φροντιστέον οὐ χρημάτων οὐδ’ ἀνδραπόδων, ἀλλ’ ὅπως ἀποθανοῦνται καλῶς καὶ λαμπρῶς ἀγωνιζόμενοι. Ταῦτ’ ἐπιστείλας Παρμενίωνι, τὸ κράνος περιέθετο, τὸν δ’ ἄλλον ὁπλισμὸν εὐθὺς ἀπὸ σκηνῆς εἶχεν, ὑπένδυμα τῶν Σικελικῶν ζωστόν, ἐπὶ δὲ τούτῳ θώρακα διπλοῦν λινοῦν ἐκ τῶν ληφθέντων ἐν Ἰσσῷ. τὸ δὲ κράνος ἦν μὲν σιδηροῦν, ἔστιλβε δ’ ὥσπερ ἄργυρος καθαρός, ἔργον Θεοφίλου· συνήρμοστο δ’ αὐτῷ περιτραχήλιον ὁμοίως σιδηροῦν, λιθοκόλλητον· μάχαιραν δὲ θαυμαστὴν βαφῇ καὶ κουφότητι, δωρησαμένου τοῦ Κιτιέων βασιλέως, {ἣν} εἶχεν, ἠσκημένος τὰ πολλὰ χρῆσθαι μαχαίρᾳ παρὰ τὰς μάχας. ἐπιπόρπωμα δ’ ἐφόρει τῇ μὲν ἐργασίᾳ σοβαρώτερον ἢ κατὰ τὸν ἄλλον ὁπλισμόν· ἦν γὰρ ἔργον Ἑλικῶνος τοῦ παλαιοῦ, τιμὴ δὲ τῆς Ῥοδίων πόλεως, ὑφ’ ἧς ἐδόθη δῶρον· ἐχρῆτο δὲ καὶ τούτῳ πρὸς τοὺς ἀγῶνας. ἄχρι μὲν οὖν συντάττων τι τῆς φάλαγγος ἢ παρακελευόμενος ἢ διδάσκων ἢ ἐφορῶν παρεξήλαυνεν, ἄλλον ἵππον εἶχε, τοῦ Βουκεφάλα φειδόμενος, ἤδη παρήλικος ὄντος· χωροῦντι δὲ πρὸς ἔργον ἐκεῖνος προσήγετο, καὶ μεταβὰς εὐθὺς ἦρχεν ἐφόδου.
Και όχι μόνο πριν από τη μάχη, αλλά και κατά τη διάρκεια του αγώνα απέδειξε ότι ήταν πολύ λογικός και θαρραλέος. Γιατί στη μάχη άλλαξαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε ταραχή στην αριστερή πλευρά με τον Παρμενίωνα, όταν το Βακτριανό ιππικό με ορμή και πολύ φασαρία επιτέθηκε στους Μακεδόνες, και ο Μαζαίος απομάκρυνε ιππείς από τη φάλαγγα για να κτυπήσουν όσους πρόσεχαν τις αποσκευές. Γι' αυτό ο Παρμενίων, που πιεζόταν από δύο πλευρές, έστειλε στον Αλέξανδρο αγγελιαφόρους να πουν ότι θα έχαναν το χαράκωμα και τις αποσκευές, αν δεν έστελνε γρήγορα ενισχύσεις από το μέτωπο στην οπισθοφυλακή. Τότε ακριβώς ο Αλέξανδρος έδινε το σύνθημα της επίθεσης σ' όσους ήταν γύρω του. Μόλις άκουσε όσα παρήγγειλε ο Παρμενίων, είπε ότι είναι παράλογος και δε σκέφτεται σωστά, αλλά επειδή ταράχτηκε ξέχασε ότι, αν νικήσουν, θα αποκτήσουν και τα υπάρχοντα των εχθρών, αν όμως χάσουν, όχι μόνο δε θα ενδιαφερθούν για χρήματα και δούλους, αλλά με ποιο τρόπο θα πεθάνουν πολεμώντας ένδοξα και τιμημένα. Στέλνοντας το μήνυμα αυτό στον Παρμενίωνα έβαλε την περικεφαλαία του, ενώ τον άλλο οπλισμό τον είχε με το που βγήκε από τη σκηνή. Επενδύτη με ζώνη, Σικελικό, πάνω απ' αυτό θώρακα διπλό από λινό, που πήρε από τα λάφυρα της Ισσού. Η περικεφαλαία ήταν σιδερένια, έλαμπε σαν γυαλισμένο ασήμι και ήταν έργο του Θεόφιλου. Περασμένο σ' αυτή ήταν ένα σιδερένιο πάλι περιτραχήλιο με πολύτιμες πέτρες. Το μαχαίρι του που είχε υπέροχο χρώμα και ήταν ελαφρό, του το δώρισε ο βασιλιάς των Κιτιέων, και το είχε γιατί είχε εξασκηθεί να χρησιμοποιεί πολύ το μαχαίρι στις μάχες. Φορούσε επίσης μανδύα, που ήταν πολύ καλύτερα κατασκευασμένος από τον άλλο οπλισμό. Γιατί ήταν έργο του Ελικώνα του παλιού, και του δόθηκε ως τιμητικό δώρο από την πόλη των Ροδίων. Τα φορούσε επίσης και τούτα στις μάχες. Όταν λοιπόν ίππευε, ακολουθώντας τη φάλαγγα, ή δίνοντας εντολές ή καθοδηγώντας ή επιβλέποντας, είχε άλλο άλογο επειδή λυπόταν τον Βουκεφάλα που ήταν ήδη πολύ γερασμένος. Όποτε όμως ξεκινούσε για τη μάχη, εκείνον του έφερναν, ίππευε και άρχιζε την επίθεση.
[33] Τότε δὲ τοῖς Θετταλοῖς πλεῖστα διαλεχθεὶς καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν, ὡς ἐπέρρωσαν αὐτὸν βοῶντες ἄγειν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, τὸ ξυστὸν εἰς τὴν ἀριστερὰν μεταλαβών, τῇ δεξιᾷ παρεκάλει τοὺς θεούς, ὡς Καλλισθένης φησίν, ἐπευχόμενος, εἴπερ ὄντως Διόθεν ἐστὶ γεγονώς, ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας. ὁ δὲ μάντις Ἀρίστανδρος, χλανίδα λευκὴν ἔχων καὶ χρυσοῦν στέφανον, ἐπεδείκνυτο παριππεύων ἀετὸν ὑπὲρ κεφαλῆς Ἀλεξάνδρου συνεπαιωρούμενον καὶ κατευθύνοντα τὴν πτῆσιν ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ὥστε πολὺ μὲν θάρσος ἐγγενέσθαι τοῖς ὁρῶσιν, ἐκ δὲ τοῦ θαρρεῖν καὶ παρακαλεῖν ἀλλήλους δρόμῳ τοῖς ἱππεῦσιν ἱεμένοις ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐπικυμαίνειν τὴν φάλαγγα. πρὶν δὲ συμμεῖξαι τοὺς πρώτους, ἐξέκλιναν οἱ βάρβαροι, καὶ διωγμὸς ἦν πολὺς, εἰς τὰ μέσα συνελαύνοντος Ἀλεξάνδρου τὸ νικώμενον, ὅπου Δαρεῖος ἦν. πόρρωθεν γὰρ αὐτὸν κατεῖδε, διὰ τῶν προτεταγμένων ἐν βάθει τῆς βασιλικῆς ἴλης ἐκφανέντα, καλὸν ἄνδρα καὶ μέγαν ἐφ’ ἅρματος ὑψηλοῦ βεβῶτα, πολλοῖς ἱππεῦσι καὶ λαμπροῖς καταπεφραγμένον, εὖ μάλα συνεσπειραμένοις περὶ τὸ ἅρμα καὶ παρατεταγμένοις δέχεσθαι τοὺς πολεμίους. ἀλλὰ δεινὸς ὀφθεὶς ἐγγύθεν Ἀλέξανδρος, καὶ τοὺς φεύγοντας ἐμβαλὼν εἰς τοὺς μένοντας, ἐξέπληξε καὶ διεσκέδασε τὸ πλεῖστον. οἱ δ’ ἄριστοι καὶ γενναιότατοι πρὸ τοῦ βασιλέως φονευόμενοι καὶ κατ’ ἀλλήλων πίπτοντες, ἐμποδὼν τῆς διώξεως ἦσαν, ἐμπλεκόμενοι καὶ περισπαίροντες αὑτοῖς καὶ ἵπποις. Δαρεῖος δέ, τῶν δεινῶν ἁπάντων ἐν ὀφθαλμοῖς ὄντων, καὶ τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν, ὡς οὐκ ἦν ἀποστρέψαι τὸ ἅρμα καὶ διεξελάσαι ῥᾴδιον, ἀλλ’ οἵ τε τροχοὶ συνείχοντο πτώμασι πεφυρμένοι τοσούτοις, οἵ θ’ ἵπποι καταλαμβανόμενοι καὶ ἀποκρυπτόμενοι τῷ πλήθει τῶν νεκρῶν, ἐξήλλοντο καὶ συνετάραττον τὸν ἡνίοχον, ἀπολείπει μὲν τὸ ἅρμα καὶ τὰ ὅπλα, θήλειαν δ’ ὥς φασι νεοτόκον ἵππον περιβὰς ἔφυγεν. οὐ μὴν τότε γ’ ἂν ἐδόκει διαφυγεῖν, εἰ μὴ πάλιν ἧκον ἕτεροι παρὰ τοῦ Παρμενίωνος ἱππεῖς μετακαλοῦντες Ἀλέξανδρον, ὡς συνεστώσης ἔτι πολλῆς δυνάμεως ἐκεῖ καὶ τῶν πολεμίων οὐκ ἐνδιδόντων. ὅλως γὰρ αἰτιῶνται Παρμενίωνα κατ’ ἐκείνην τὴν μάχην νωθρὸν γενέσθαι καὶ δύσεργον, εἴτε τοῦ γήρως ἤδη τι παραλύοντος τῆς τόλμης, εἴτε τὴν ἐξουσίαν καὶ τὸν ὄγκον, ὡς Καλλισθένης φησί, τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως βαρυνόμενον καὶ προσφθονοῦντα. τότε δ’ οὖν ὁ βασιλεὺς ἀνιαθεὶς τῇ μεταπέμψει, τοῖς μὲν στρατιώταις οὐκ ἔφρασε τὸ ἀληθές, ἀλλ’ ὡς ἄδην ἔχων τοῦ φονεύειν, καὶ σκότους ὄντος, ἀνάκλησιν ἐσήμανεν· ἐλαύνων δὲ πρὸς τὸ κινδυνεῦον μέρος, ἤκουσε καθ’ ὁδὸν ἡττῆσθαι παντάπασι καὶ φεύγειν τοὺς πολεμίους.
33. Τότε, αφού μίλησε για πολύ στους Θεσσαλούς και στους άλλους Έλληνες, καθώς του έδιναν θάρρος φωνάζοντας να τους οδηγήσει εναντίον των βαρβάρων, παίρνοντας με τ' αριστερό χέρι το ακόντιο, παρακαλούσε τους θεούς με το δεξί και ευχόταν, όπως λέει ο Καλλισθένης, αν πράγματι είχε γεννηθεί από τον Δία, να προσφέρουν βοήθεια και ενίσχυση στους Ελληνες. Ο μάντης Αρίστανδρος επίσης με λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνι πάνω στο άλογο, δίπλα του, έδειχνε έναν αετό που πέταξε πάνω από το κεφάλι του Αλέξανδρου και τον κατηύθυνε πετώντας κατευθείαν εναντίον των εχθρών, ώστε ενθάρρυνε πολύ όσους έβλεπαν, και με τις προτροπές του ενός στον άλλον οι ιππείς επιτέθηκαν τρέχοντας στους εχθρούς, και ακολουθούσε η φάλαγγα σαν κύμα. Προτού όμως συμπλακούν οι πρώτοι, οι βάρβαροι έφυγαν από τις γραμμές τους και άρχισε η καταδίωξη, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους νικημένους στη μέση όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Γιατί τον είδε από μακριά, στο βάθος, ανάμεσα στους ιππείς της βασιλικής ίλης που βρισκόταν σε παράταξη μπροστά του, όμορφο και. ψηλό να στέκεται πάνω σε ψηλό άρμα, τριγυρισμένο από πολλούς λαμπρούς ιππείς, πολύ καλά συγκεντρωμένους γύρω από το άρμα και σε τέτοια παράταξη, ώστε να δεχθούν τους εχθρούς. Αλλά όταν είδαν να πλησιάζει ο Αλέξανδρος από κοντά και να ρίχνει όσους έφευγαν σ' αυτούς που έμεναν, τους τρόμαξε και έκανε τους περισσότερους να σκορπιστούν. Οι άριστοι και οι γενναιότεροι σκοτωμένοι μπροστά στο βασιλιά, καθώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, γίνονταν εμπόδιο στην καταδίωξη, γιατί οι ίδιοι και τα άλογα μπερδεύτηκαν μεταξύ τους. Ο Δαρείος, καθώς έβλεπε όλα τούτα τα φοβερά μπροστά στα μάτια του και πως οι δυνάμεις που είχαν παραταχθεί έπεφταν κάτω μπροστά του, επειδή δεν μπορούσε να στρίψει το άρμα και να φύγει, γιατί οι τροχοί συγκρατούνταν από τα πτώματα, και τα άλογα, κρυμμένα και περικυκλωμένα από το πλήθος των σκοτωμένων, αναπηδούσαν και τράνταζαν τον ηνίοχο, εγκατέλειψε το άρμα και τα όπλα του, και ανεβαίνοντας, όπως λένε, σ' ένα θηλυκό άλογο, που μόλις είχε γεννήσει, έφυγε. Αλλά δε θα ξέφευγε αν δεν έρχονταν και οι άλλοι ιππείς από τον Παρμενίωνα, για να ζητήσουν τον Αλέξανδρο, λέγοντας ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί πολλή δύναμη και οι εχθροί δεν οπισθοχωρούσαν. Κατηγορούν λοιπόν τον Παρμενίωνα γιατί σ' εκείνη τη μάχη ήταν νωθρός και ανίκανος, είτε γιατί λόγω της ηλικίας έχασε το θάρρος του είτε γιατί, όπως λέει ο Καλλισθένης, είχε ζηλέψει την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη του Αλέξανδρου και τον φθονούσε. Ο βασιλιάς λοιπόν τότε, παρόλο που δυσαρεστήθηκε, δεν είπε την αλήθεια στους στρατιώτες, αλλά έδωσε το σύνθημα για ανάκληση, γιατί τάχα ήθελε να σταματήσει τη σφαγή και γιατί ήταν σκοτάδι. Και προχωρώντας προς το τμήμα που κινδύνευε, άκουσε στον δρόμο ότι είχαν νικηθεί τελείως οι εχθροί και έφευγαν.
[34] Τοῦτο τῆς μάχης ἐκείνης λαβούσης τὸ πέρας, ἡ μὲν ἀρχὴ παντάπασιν ἡ Περσῶν ἐδόκει καταλελύσθαι, βασιλεὺς δὲ τῆς Ἀσίας Ἀλέξανδρος ἀνηγορευμένος, ἔθυε τοῖς θεοῖς μεγαλοπρεπῶς, καὶ τοῖς φίλοις ἐδωρεῖτο πλούτους καὶ οἴκους καὶ ἡγεμονίας. φιλοτιμούμενος δὲ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἔγραψε τὰς τυραννίδας πάσας καταλυθῆναι καὶ πολιτεύειν αὐτονόμους, ἰδίᾳ δὲ Πλαταιεῦσι τὴν πόλιν ἀνοικοδομεῖν, ὅτι τὴν χώραν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας παρέσχον. ἔπεμψε δὲ καὶ Κροτωνιάταις εἰς Ἰταλίαν μέρος τῶν λαφύρων, τὴν Φαΰλλου τοῦ ἀθλητοῦ τιμῶν προθυμίαν καὶ ἀρετήν, ὃς περὶ τὰ Μηδικά, τῶν ἄλλων Ἰταλιωτῶν ἀπεγνωκότων τοὺς Ἕλληνας, ἰδιόστολον ἔχων ναῦν ἔπλευσεν εἰς Σαλαμῖνα, τοῦ κινδύνου συμμεθέξων. οὕτω τις εὐμενὴς ἦν πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν καὶ καλῶν ἔργων φύλαξ καὶ οἰκεῖος.
34. Αφού η μάχη είχε αυτή την κατάληξη, φάνηκε πως η κυριαρχία των Περσών είχε καταλυθεί εντελώς, και αφού ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ασίας και πρόσφερε θυσίες στους θεούς με μεγαλοπρέπεια, έδινε στους φίλους του πλούτη και παλάτια και ηγεμονίες. Και θέλοντας να τιμάται από τους Έλληνες τους έγραψε ότι καταλύονται όλα τα τυραννικά καθεστώτα και ότι θα είναι αυτόνομοι, και ιδιαίτερα έγραψε στους Πλαταιείς ότι θα ξανακτίσει την πόλη τους, γιατί οι πατέρες τους είχαν δώσει τη χώρα τους στους Έλληνες, να πολεμήσουν εκεί για την ελευθερία. Έστειλε και στους Κροτωνιάτες στην Ιταλία μερίδιο από τα λάφυρα για να τιμήσει την προθυμία και την ανδρεία του Φάυλλου, του αθλητή, που στους Περσικούς πολέμους, ενώ οι υπόλοιποι Ιταλιώτες είχαν απογοητευτεί, με δικό του εξοπλισμένο πλοίο έπλευσε στη Σαλαμίνα, για να συμμετάσχει στον αγώνα. Τόση εύνοια έδειχνε σε κάθε αρετή με το να διατηρεί και να εκτιμά τις καλές πράξεις.
Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

Comments