Η ναυμαχία της Σαλαμίνας 480 π.Χ. Πλούταρχος
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 20
- 15 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Πλούταρχο
Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής
[10] (1) ἔνθα δὴ Θεμιστοκλῆς ἀπορῶν τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μηχανὴν ἄρας, σημεῖα δαιμόνια καὶ χρησμοὺς ἐπῆγεν αὐτοῖς· σημεῖον μὲν λαμβάνων τὸ τοῦ δράκοντος, ὃς ἀφανὴς ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἐκ τοῦ σηκοῦ δοκεῖ γενέσθαι· καὶ τὰς καθ' ἡμέραν αὐτῷ προτιθεμένας ἀπαρχὰς εὑρίσκοντες ἀψαύστους οἱ ἱερεῖς, ἐξήγγελλον εἰς τοὺς πολλούς, τοῦ Θεμιστοκλέους λόγον διδόντος, ὡς ἀπολέλοιπε τὴν πόλιν ἡ θεὸς ὑφηγουμένη πρὸς τὴν θάλατταν αὐτοῖς.
10. Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής επειδή δεν μπορούσε με ανθρώπινους συλλογισμούς να πάρει με το μέρος του το πλήθος (των Αθηναίων) έθεσε σε ενέργεια κάποια μηχανή, όπως συνέβαινε στις αρχαίες τραγωδίες· τους έφερε κάποια θεϊκά σημάδια και χρησμούς. Ως σημείο έφερε τον δράκοντα, ο οποίος τις μέρες εκείνες φαίνεται ότι εξαφανίστηκε από τον σηκό του ναού· και επειδή οι ιερείς έβρισκαν άθικτες τις παρατιθέμενες σ' αυτόν καθημερινές προσφορές, το ανάγγειλαν στον λαό και τότε ο Θεμιστοκλής έδινε την εξήγηση, ότι η θεά είχε εγκαταλείψει την πόλη και τους υποδεικνύει τον δρόμο προς τη θάλασσα.
(2) τῷ δὲ χρησμῷ πάλιν ἐδημαγώγει, λέγων μηδὲν ἄλλο δηλοῦσθαι ξύλινον τεῖχος ἢ τὰς ναῦς· διὸ καὶ τὴν Σαλαμῖνα θείαν, οὐχὶ δεινὴν οὐδὲ σχετλίαν καλεῖν τὸν θεόν, ὡς εὐτυχήματος μεγάλου τοῖς Ἕλλησιν ἐπώνυμον ἐσομένην. κρατήσας δὲ τῇ γνώμῃ ψήφισμα γράφει, τὴν μὲν πόλιν παρακαταθέσθαι τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Ἀθηνάων μεδεούσῃ, τοὺς δ' ἐν ἡλικίᾳ πάντας ἐμβαίνειν εἰς τὰς τριήρεις, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας καὶ ἀνδράποδα σώζειν ἕκαστον ὡς δυνατόν.
(2) Με τον χρησμό πάλι προσπαθούσε να παρασύρει τον λαό και έλεγε ότι το ξύλινο τείχος δε σημαίνει τίποτα παρά μόνο τα πλοία· γι' αυτό ο θεός και τη Σαλαμίνα αποκάλεσε θεία, όχι φοβερά ούτε αθλία, διότι θα πάρει την επωνυμία κάποιου μεγάλου ευτυχούς για τους Έλληνες γεγονότος. Αφού επικράτησε η γνώμη του πρότεινε να γίνει αποδεκτό ψήφισμα (με το οποίο οριζόταν) ότι την πόλη θα την εμπιστευτούν στην Αθηνά, η οποία προστατεύει τους Αθηναίους, κι όλοι όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία θα επιβιβαστούν στα πλοία, και καθένας θα προσπαθήσει κατά το δυνατό να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους.
(3) κυρωθέντος δὲ τοῦ ψηφίσματος οἱ πλεῖστοι τῶν Ἀθηναίων ὑπεξέθεντο γενεὰς καὶ γυναῖκας εἰς Τροιζῆνα, φιλοτίμως πάνυ τῶν Τροιζηνίων ὑποδεχομένων· καὶ γὰρ τρέφειν ἐψηφίσαντο δημοσίᾳ, δύο ὀβολοὺς ἑκάστῳ διδόντες, καὶ τῆς ὀπώρας λαμβάνειν τοὺς παῖδας ἐξεῖναι πανταχόθεν, ἔτι δ' ὑπὲρ αὐτῶν διδασκάλοις τελεῖν μισθούς. τὸ δὲ ψήφισμα Νικαγόρας ἔγραψεν.
(3) Αφού επικυρώθηκε το ψήφισμα, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έστειλαν για ασφάλεια στην Τροιζήνα τα παιδιά και τις γυναίκες τους, οι δε Τροιζήνιοι τους υποδέχτηκαν με μεγάλη προθυμία· γι' αυτό και πήραν την απόφαση να τους διατρέφουν με δημόσια δαπάνη, δίνοντας στον καθένα δύο οβολούς καθημερινά, και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίρνουν οπώρες από παντού, επίσης να μισθοδοτούν δασκάλους για την εκπαίδευσή τους. Αυτό το ψήφισμα το έγραψε ο Νικαγόρας.
(4) οὐκ ὄντων δὲ δημοσίων χρημάτων τοῖς Ἀθηναίοις, Ἀριστοτέλης μέν φησι τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν πορίσασαν ὀκτὼ δραχμὰς ἑκάστῳ τῶν στρατευομένων αἰτιωτάτην γενέσθαι τοῦ πληρωθῆναι τὰς τριήρεις, Κλείδημος δὲ καὶ τοῦτο τοῦ Θεμιστοκλέους ποιεῖται στρατήγημα. καταβαινόντων γὰρ εἰς Πειραιᾶ τῶν Ἀθηναίων, φησὶν ἀπολέσθαι τὸ Γοργόνειον ἀπὸ τῆς θεοῦ τοῦ ἀγάλματος· τὸν οὖν Θεμιστοκλέα προσποιούμενον ζητεῖν καὶ διερευνώμενον ἅπαντα χρημάτων ἀνευρίσκειν πλῆθος ἐν ταῖς ἀποσκευαῖς ἀποκεκρυμμένον, ὧν εἰς μέσον κομισθέντων εὐπορῆσαι τοὺς ἐμβαίνοντας εἰς τὰς ναῦς ἐφοδίων.
(4) Επειδή όμως δεν υπήρχαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο των Αθηναίων, ο μεν Αριστοτέλης διηγείται, ότι η βουλή του Αρείου Πάγου χορήγησε οκτώ (8) δραχμές σε καθένα από τους στρατευομένους Αθηναίους και έγινε έτσι ο κύριος συντελεστής να καταρτιστούν τα πληρώματα των πλοίων κι ο Κλείδημος όμως και τούτο το θεωρεί τέχνασμα του Θεμιστοκλή. Διηγείται, δηλαδή, ότι ενώ κατέβαιναν οι Αθηναίοι στον Πειραιά χάθηκε το γοργόνειο από το άγαλμα της θεάς. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, προσποιούμενος ότι το αναζητεί ενώ διερευνούσε τα πάντα, έβρισκε διαρκώς κρυμμένα στις αποσκευές (των Αθηναίων) πολλά χρήματα, με τα οποία, όταν συγκεντρώθηκαν, οι επιβαίνοντες στα πλοία απέκτησαν πολλά εφόδια.
(5) ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ' ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον. καίτοι πολλοὶ μὲν διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον· ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ' ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν.
(5) Όσο χρόνο οι Αθηναίοι έπλεαν έξω από την πόλη, το θέαμα τούτο στους άλλους προξενούσε οίκτο, άλλοι όμως θαύμαζαν την τόλμη τους, γιατί έστειλαν τις οικογένειές τους σε άλλους τόπους, ενώ οι ίδιοι παρέμεναν ασυγκίνητοι στις οιμωγές και τα δάκρυα των γονιών και στους εναγκαλισμούς τους, διέβαιναν στη Σαλαμίνα. Αλλά πολλοί όμως από τους πολίτες, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών αφήνονταν στην πόλη, προκαλούσαν οίκτο. Υπήρχε ακόμα και κάποια συγκινητική εκδήλωση, η οποία έφερε τον οίκτο, και η οποία προκλήθηκε από τα ήμερα και οικόσιτα ζώα, τα οποία με ουρλιάσματα εκδήλωναν τον πόθο τους τρέχοντας κοντά σε κείνους που τα έτρεφαν, ενώ επιβιβάζονταν στα πλοία.
(6) ἐν οἷς ἱστορεῖται κύων Ξανθίππου τοῦ Περικλέους πατρὸς οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ' αὐτοῦ μόνωσιν ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος ἐκπεσεῖν εἰς τὴν Σαλαμῖνα καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς· οὗ καὶ τὸ δεικνύμενον ἄχρι νῦν καὶ καλούμενον Κυνὸς σῆμα τάφον εἶναι λέγουσι.
(6) Μεταξύ των ζώων τούτων ήταν και ο σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του Περικλή, για τον οποίο λένε ότι επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον αποχωρισμό του απ' αυτόν πήδησε στη θάλασσα και κολυμπώντας κοντά στο πλοίο, έπεσε έξω στη Σαλαμίνα, όπου λιποθύμησε και αμέσως πέθανε. Τάφος αυτού του σκύλου λένε ότι είναι το σημείο το οποίο σώζεται μέχρι τώρα και ονομάζεται Κυνός σήμα.
[11] (1) ταῦτά τε δὴ μεγάλα τοῦ Θεμιστοκλέους, καὶ τοὺς πολίτας αἰσθόμενος ποθοῦντας Ἀριστείδην καὶ δεδιότας, μὴ δι' ὀργὴν τῷ βαρβάρῳ προσθεὶς ἑαυτὸν ἀνατρέψῃ τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδος - ἐξωστράκιστο γὰρ πρὸ τοῦ πολέμου καταστασιασθεὶς ὑπὸ Θεμιστοκλέους - , γράφει ψήφισμα, τοῖς ἐπὶ χρόνῳ μεθεστῶσιν ἐξεῖναι κατελθοῦσι πράττειν καὶ λέγειν τὰ βέλτιστα τῇ Ἑλλάδι μετὰ τῶν ἄλλων πολιτῶν.
[11] (1) Κι αυτά είναι, βέβαια, μεγάλα κατορθώματα του Θεμιστοκλή· όταν όμως αντιλήφθηκε ότι οι συμπολίτες του ποθούσαν την επιστροφή του Αριστείδη, γιατί φοβόντουσαν μήπως από αγανάκτηση πάει με το μέρος των βαρβάρων κι έτσι ανατρέψει τα πράγματα της Ελλάδας, διότι είχε εξοριστεί πριν από τον πόλεμο αφού νικήθηκε από τον Θεμιστοκλή στις μεταξύ τους πολιτικές διαμάχες, υπέβαλε ψήφισμα, με το οποίο επιτρεπόταν σε κείνους οι οποίοι είχαν εξοριστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να επανέλθουν στην πατρίδα και μαζί με τους άλλους συμπολίτες να ενεργούν και να προτείνουν τα κατεξοχήν συμφέροντα στην Ελλάδα.
Οι συζητήσεις
(2) Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ περὶ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο τῶν Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν· ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι. τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· “ὦ Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι,” “ναὶ,” εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, “ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν.”
(2) Όταν ο Ευρυβιάδης, ο οποίος είχε βέβαια την αρχηγία του στόλου λόγου του μεγάλου κύρους της Σπάρτης, ήταν όμως άτολμος στην ώρα του κινδύνου, ήθελε να αποπλεύσει στον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και ο πεζικός στρατός των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής έφερε αντιρρήσεις. Τότε, διηγούνται, ότι λέχτηκαν αυτά τα οποία διαφυλάσσονται ως μνημειώδη. Όταν, δηλαδή, ο Ευρυβιάδης είπε προς αυτόν: "Στους αγώνες, Θεμιστοκλή, ραπίζουν εκείνους που σηκώνονται πριν έρθει ο κατάλληλος χρόνος", ο Θεμιστοκλής απάντησε: "Ναι, αλλά δε στεφανώνουν όσους μένουν πίσω".
(3) ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· “πάταξον μέν, ἄκουσον δέ.” θαυμάσαντος δὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ Εὐρυβιάδου καὶ λέγειν κελεύσαντος, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἀνῆγεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν λόγον. εἰπόντος δέ τινος, ὡς ἀνὴρ ἄπολις οὐκ ὀρθῶς διδάσκει τοὺς ἔχοντας ἐγκαταλιπεῖν καὶ προέσθαι τὰς πατρίδας, ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπιστρέψας τὸν λόγον·
(3) Επειδή όμως ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του, για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του είπε: "Χτύπησέ με, αλλά να με ακούσεις". Ο Ευρυβιάδης θαύμασε τότε τον ήμερο χαρακτήρα του Θεμιστοκλή και τον προέτρεψε να μιλήσει, κι ο Θεμιστοκλής άρχισε να του απευθύνει τον λόγο. Αλλά όταν την ώρα εκείνη τόλμησε να πει κάποιος, ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει πατρίδα, δεν είναι ορθό να προτείνει σε εκείνους, οι οποίοι έχουν, να εγκαταλείψουν και να παραμελήσουν τις δικές τους πατρίδες, ο Θεμιστοκλής, αφού έστρεψε προς αυτόν τον λόγο τού απάντησε:
“ἡμεῖς τοι,” (4) εἶπεν, “ὦ μοχθηρέ, τὰς μὲν οἰκίας καὶ τὰ τείχη καταλελοίπαμεν, οὐκ ἀξιοῦντες ἀψύχων ἕνεκα δουλεύειν, πόλις δ' ἡμῖν ἔστι μεγίστη τῶν Ἑλληνίδων, αἱ διακόσιαι τριήρεις, αἳ νῦν μὲν ὑμῖν παρεστᾶσι βοηθοὶ σώζεσθαι δι' αὐτῶν βουλομένοις, εἰ δ' ἄπιτε δεύτερον ἡμᾶς προδόντες, αὐτίκα πεύσεταί τις Ἑλλήνων Ἀθηναίους καὶ πόλιν ἐλευθέραν καὶ χώραν οὐ χείρονα κεκτημένους ἧς ἀπέβαλον.”
(4) "Εμείς, άθλιε, εγκαταλείψαμε πράγματι τα σπίτια μας και τα τείχη της πόλεως, γιατί θεωρούμε ορθό να ζούμε ως δούλοι διασώζοντας τα άψυχα. Αλλά εμείς έχουμε μεγαλύτερη πόλη από όλες τις ελληνικές, αυτά δηλαδή τα διακόσια μας πολεμικά πλοία, τα οποία τώρα σας παραστέκουν ως βοηθοί, αν θέλετε να σωθείτε με τη βοήθειά τους. Αν όμως φύγετε από εδώ προδίδοντας μας για δεύτερη φορά, αμέσως θα πληροφορηθούν όλοι οι Έλληνες, ότι οι Αθηναίοι έχουν αποκτήσει άλλη ελεύθερη πόλη κι άλλη χώρα όχι λιγότερη αξιόλογη από κείνη την οποία έχασαν".
(5) ταῦτα τοῦ Θεμιστοκλέους εἰπόντος ἔννοια καὶ δέος ἔσχε τὸν Εὐρυβιάδην τῶν Ἀθηναίων, μὴ σφᾶς ἀπολείποντες οἴχονται. τοῦ δ' Ἐρετριέως πειρωμένου τι λέγειν πρὸς αὐτόν, “ἦ γάρ,” ἔφη, “καὶ ὑμῖν περὶ πολέμου τίς ἐστι λόγος, οἳ καθάπερ αἱ τευθίδες μάχαιραν μὲν ἔχετε, καρδίαν δὲ οὐκ ἔχετε;”
(5) Όταν είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, ανησυχία και φόβος κατέλαβε τον Ευρυβιάδη, μήπως οι Αθηναίοι του εγκαταλείψουν και φύγουν. Και όταν ο Ερετριέας δοκίμασε να πει κάτι προς αυτόν, εκείνος απάντησε: "Έχετε πράγματι τη θρασυδειλία να πείτε κάτι για τον πόλεμο εσείς, οι οποίοι έχετε μαχαίρι, όπως τα καλαμάρια, καρδιά όμως δεν έχετε"
[12] (1) λέγεται δ' ὑπό τινων τὸν μὲν Θεμιστοκλέα περὶ τούτων ἀπὸ τοῦ καταστρώματος ἄνωθεν τῆς νεὼς διαλέγεσθαι, γλαῦκα δ' ὀφθῆναι διαπετομένην ἀπὸ δεξιᾶς τῶν νεῶν καὶ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσαν· διὸ δὴ καὶ μάλιστα προσέθεντο τῇ γνώμῃ καὶ παρεσκευάζοντο ναυμαχήσοντες.
[12] (1) Μερικοί διηγούνται ότι όση ώρα ο Θεμιστοκλής συζητούσε γι' αυτά τα θέματα, πάνω από το κατάστρωμα του πλοίου φάνηκε να πετάει μια κουκουβάγια προ το δεξιό μέρος των πλοίων κα να κάθεται στα ξάρτια κάποιου πλοίου. Γι' αυτό λοιπόν προπάντων συμφώνησαν με τη γνώμη του και άρχισαν να προπαρασκευάζονται για να ναυμαχήσουν.
(2) ἀλλ' ἐπεὶ τῶν πολεμίων ὅ τε στόλος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν προσφερόμενος τοὺς πέριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, αὐτός τε βασιλεὺς μετὰ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ καταβὰς ἐπὶ τὴν θάλατταν ἅθρους ὤφθη, τῶν δὲ δυνάμεων ὁμοῦ γενομένων, ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων καὶ πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν, εἴ τις ἄλλο τι λέγοι χαλεπαίνοντες, ἐδόκει δὲ τῆς νυκτὸς ἀποχωρεῖν καὶ παρηγγέλλετο πλοῦς τοῖς κυβερνήταις,
(2) Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών, προσεγγίζοντας προς τις ακτές της Αττικής κατά τη μεριά του Φαλήρου, κατακάλυψε τους γύρω γιαλούς, και αυτός ο ίδιος ο βασιλιάς κατέβηκε προς τη θάλασσα με το πεζικό στρατό του και φάνηκε με όλες τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες, οι λόγοι του Θεμιστοκλή έφυγαν από τα αυτιά των Ελλήνων και οι Πελοποννήσιοι έστρεφαν πάλι τα βλέμματά τους με φόβο προς τον Ισθμό, και το έφεραν βαριά, αν κάποιος τους πρότεινε κάτι άλλο και πήραν την απόφαση να αποχωρήσουν τη νύχτα και δόθηκε εντολή στους κυβερνήτες να ετοιμαστούν για απόπλου.
(3) ἔνθα δὴ βαρέως φέρων ὁ Θεμιστοκλῆς, εἰ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου καὶ τῶν στενῶν προέμενοι βοήθειαν οἱ Ἕλληνες διαλυθήσονται κατὰ πόλεις, ἐβουλεύετο καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκιννον πραγματείαν. ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκιννος, αἰχμάλωτος, εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ παιδαγωγός.
(3) Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής έχοντας στεναχωρεθεί από τη σκέψη ότι οι Έλληνες αφήνουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον τόπο αυτό και τα στενά και θα διαλυθούν στις πόλεις τους, σχεδίαζε και κατέστρωνε το τέχνασμα με το Σίκινο. Κι ήταν ο Σίκινος Πέρσης στην καταγωγή, αιχμάλωτος, αλλά συμπαθούσε τον Θεμιστοκλή και ήταν παιδαγωγός των παιδιών του.
Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
(4) ὃν ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξέρξην κρύφα, κελεύσας λέγειν, ὅτι Θεμιστοκλῆς ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς αἱρούμενος τὰ βασιλέως ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας, καὶ διακελεύεται μὴ παρεῖναι φυγεῖν αὐτοῖς, ἀλλ' ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν.
(4) Αυτόν τον έστειλε κρυφά στον Ξέρξη και τον διέταξε να του πει, ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, επειδή ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του βασιλιά, παραγγέλλει πρώτος σ' αυτόν ότι οι Έλληνες πρόκειται ν' αποδράσουν και τον προτρέπει να μην τους αφήσει να διαφύγουν, αλλά τώρα όση ώρα βρίσκονται σε ταραχή, απομονωμένοι από το πεζικό, να επιτεθεί εναντίον του και να καταστρέψει τη ναυτική τους δύναμη.
(5) ταῦτα δ' ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ' εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος ἥσθη, καὶ τέλος εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν, τὰς μὲν ἄλλας πληροῦν καθ' ἡσυχίαν, διακοσίαις δ' ἀναχθέντας ἤδη περιβαλέσθαι τὸν πόρον ἐν κύκλῳ πάντα καὶ διαζῶσαι τὰς νήσους, ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων.
(5) Τους λόγους αυτούς τους δέχτηκε ο Ξέρξης σαν να ειπώθηκαν από ευμένεια προς αυτόν και ευχαριστήθηκε και αμέσως διέταξε τους αρχηγούς των πλοίων να ετοιμάζουν τα πληρώματα των πλοίων ήσυχα, και να αποπλεύσουν με διακόσια πλοία και να περικυκλώσουν από παντού τον πορθμό και να περιζώσουν τα νησιά, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς.
(6) τούτων δὲ πραττομένων Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου πρῶτος αἰσθόμενος ἧκεν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Θεμιστοκλέους, οὐκ ὢν φίλος, ἀλλὰ καὶ δι' ἐκεῖνον ἐξωστρακισμένος, ὥσπερ εἴρηται· προελθόντι δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ φράζει τὴν κύκλωσιν. ὁ δὲ τήν τε ἄλλην καλοκαγαθίαν τοῦ ἀνδρὸς εἰδὼς καὶ τῆς τότε παρουσίας ἀγάμενος λέγει τὰ περὶ τὸν Σίκιννον αὐτῷ καὶ παρεκάλει τῶν Ἑλλήνων συνεπιλαμβάνεσθαι καὶ συμπροθυμεῖσθαι πίστιν ἔχοντα μᾶλλον, ὅπως ἐν τοῖς στενοῖς ναυμαχήσωσιν.
(6) Και όσο χρόνο συμβαίνανε αυτά, ο Αριστείδης ο γιος του Λυσιμάχου, ο οποίος πρώτος τα αντιλήφθηκε, έφτασε στη σκηνή του Θεμιστοκλή, του οποίου όχι μόνο δεν ήταν φίλος αλλά αντίθετα, από το γεγονός ότι είχε εξοριστεί, καθώς έχω πει. Αφού ήλθε στον Θεμιστοκλή, του ανακοίνωσε την κύκλωση. Κι ο Θεμιστοκλής, επειδή γνώριζε και τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού και θαύμαζε την παρουσία του εκείνη την ώρα, του εξέθεσε το σχέδιό του με τον Σίκινο και τον παρακαλούσε να σταθεί στο πλευρό των Ελλήνων και να δείξει, επειδή παρείχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ίση μ' αυτόν προθυμία, για να διεξαγάγουν τη ναυμαχία στα στενά.
(7) ὁ μὲν οὖν Ἀριστείδης ἐπαινέσας τὸν Θεμιστοκλέα τοὺς ἄλλους ἐπῄει στρατηγοὺς καὶ τριηράρχους ἐπὶ τὴν μάχην παροξύνων. ἔτι δ' ὅμως ἀπιστούντων ἐφάνη Τηνία τριήρης αὐτόμολος, ἧς ἐναυάρχει Παναίτιος, ἀπαγγέλλουσα τὴν κύκλωσιν, ὥστε καὶ θυμῷ τοὺς Ἕλληνας ὁρμῆσαι μετὰ τῆς ἀνάγκης πρὸς τὸν κίνδυνον.
(7) Ο Αριστείδης, λοιπόν, αφού παίνεσε γι' αυτά τον Θεμιστοκλή, προσερχόταν έπειτα στους στρατηγούς και τους κυβερνήτες των πλοίων και τους παρότρυνε στη μάχη. Ενώ όμως εκείνοι εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστοι κατέπλευσε απρόσκλητο ένα Τηνιακό πολεμικό πλοίο, το οποίο το κυβερνούσε ο Παναίτιος, και ανάγγειλε την κύκλωση, ώστε τώρα οι Έλληνες όχι μόνο πιεζόμενοι από την ανάγκη αλλά και με πολύ θάρρος αποφάσισαν να ορμήσουν προς την επικίνδυνη ναυμαχία.
[13] (1) ἅμα δ' ἡμέρᾳ Ξέρξης μὲν ἄνω καθῆστο τὸν στόλον ἐποπτεύων καὶ τὴν παράταξιν, ὡς μὲν Φανόδημός φησιν, ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον, ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος, ὡς δ' Ἀκεστόδωρος, ἐν μεθορίῳ τῆς Μεγαρίδος ὑπὲρ τῶν καλουμένων Κεράτων, χρυσοῦν δίφρον θέμενος καὶ γραμματεῖς πολλοὺς παραστησάμενος, ὧν ἔργον ἦν ἀπογράφεσθαι τὰ κατὰ τὴν μάχην πραττόμενα.
[13] (1) Όταν ξημέρωσε ο Ξέρξης καθόταν σε ψηλό μέρος και επιθεωρούσε τον στόλο του και τη στρατιωτική παράταξη, πάνω από τον τόπο όπου ήταν, καθώς γράφει ο Φανόδημος, ο ναός του Ηρακλή, και στον χώρο όπου με μικρό πέρασμα διαχωρίζεται η Σαλαμίνα από την Αττική. Αλλά κατά τα λεγόμενα του Ακεστόδωρου εγκαταστάθηκε σε κάποιο άλλο μέρος των συνόρων προς τη Μεγαρίδα, πάνω από τα καλούμενα Κέρατα, όπου τοποθέτησε ένα χρυσό θρόνο, κοντά στον οποίο στέκονταν πολλοί γραμματείς, των οποίων το έργο ήταν να καταγράφουν όσα επρόκειτο να γίνουν στη ναυμαχία.
(2) Θεμιστοκλεῖ δὲ παρὰ τὴν ναυαρχίδα τριήρη σφαγιαζομένῳ τρεῖς προσήχθησαν αἰχμάλωτοι, κάλλιστοι μὲν ἰδέσθαι τὴν ὄψιν, ἐσθῆσι δὲ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένοι διαπρεπῶς. ἐλέγοντο δὲ Σανδαύκης παῖδες εἶναι τῆς βασιλέως ἀδελφῆς καὶ Ἀρταΰκτου. τούτους ἰδὼν Εὐφραντίδης ὁ μάντις, ὡς ἅμα μὲν ἀνέλαμψεν ἐκ τῶν ἱερῶν μέγα καὶ περιφανὲς πῦρ, ἅμα δὲ πταρμὸς ἐκ δεξιῶν ἐσήμηνε, τὸν Θεμιστοκλέα δεξιωσάμενος ἐκέλευσε τῶν νεανίσκων κατάρξασθαι καὶ καθιερεῦσαι πάντας ὠμηστῇ Διονύσῳ προσευξάμενον· οὕτω γὰρ ἅμα σωτηρίαν τε καὶ νίκην ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν.
(2) Και στο διάστημα που ετοιμαζόταν ο Θεμιστοκλής να προσφέρει θυσία κοντά στη ναυαρχίδα του, του έφεραν τρεις αιχμαλώτους, οι οποίοι ήταν ωραιότατοι στο πρόσωπο, ντυμένοι με λαμπρά φορέματα και στολισμένοι μεγαλοπρεπώς με χρυσά κοσμήματα. Λέγονταν γι' αυτούς ότι ήταν παιδιά της αδελφής του βασιλιά (Ξέρξη) Σανδαύκης και του Αρταΰκτου. Όταν τους είδε ο μάντης Ευφραντίδης, καθώς από τη μια αναπήδησε από τα σφάγια κάποια μεγάλη λάμψη που φαινόταν από παντού και από την άλλη ακούστηκε ταυτοχρόνως από τα δεξιά του κάποιο πτάρνισμα ως δηλωτικό σημείο, αφού χαιρέτισε με το δεξί του χέρι τον Θεμιστοκλή τον προέτρεψε ν' αρχίσει την τελετή της θυσίας από τους νέους και, αφού προσευχηθεί, να τους θυσιάσει όλους προς τιμή του ωμηστού Διονύσου· γιατί έλεγε ο μάντης ότι έτσι θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους και τη νίκη.
(3) ἐκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν, οἷον εἴωθεν ἐν μεγάλοις ἀγῶσι καὶ πράγμασι χαλεποῖς, μᾶλλον ἐκ τῶν παραλόγων ἤ τῶν εὐλόγων τὴν σωτηρίαν ἐλπίζοντες οἱ πολλοὶ τὸν θεὸν ἅμα κοινῇ κατεκαλοῦντο φωνῇ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους τῷ βωμῷ προσαγαγόντες ἠνάγκασαν, ὡς ὁ μάντις ἐκέλευσε, τὴν θυσίαν συντελεσθῆναι. ταῦτα μὲν οὖν ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκε.
(3) Αν και ο Θεμιστοκλής εξεπλάγη, γιατί ο λόγος αυτός του μάντη ήταν υπερβολικός και φοβερός, καθώς όμως συνήθως συμβαίνει στους μεγάλους αγώνες και σε δύσκολες περιστάσεις, οι περισσότεροι, επειδή υποστήριζαν την ελπίδα της σωτηρίας τους μάλλον στα παράλογα παρά στα λογικά, επικαλούνταν τον θεό με μια συγχρόνως φωνή και αφού οδήγησαν τους αιχμαλώτους κοντά στον βωμό εξανάγκασαν να γίνει η θυσία με τον τρόπο που υπέδειξε ο μάντης. Αυτά λοιπόν διηγείται ο Φανίας ο Λέσβιος, ο οποίος ήταν φιλόσοφος και δεν στερούνταν πείρας σε ιστορικά θέματα.
Ο αριθμός των πλοίων, η ναυμαχία
[14] περὶ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βαρβαρικῶν νεῶν Αἰσχύλος ὁ ποιητὴς ὡς ἂν εἰδὼς καὶ διαβεβαιούμενος ἐν τραγῳδίᾳ Πέρσαις λέγει ταῦτα· Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶδα, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος· αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ'· ὧδ' ἔχει λόγος. τῶν δ' Ἀττικῶν ἑκατὸν ὀγδοήκοντα τὸ πλῆθος οὐσῶν ἑκάστη τοὺς ἀπὸ τοῦ καταστρώματος μαχομένους ὀκτωκαίδεκα εἶχεν, ὧν τοξόται τέσσαρες ἦσαν, οἱ λοιποὶ δ' ὁπλῖται.
14. Για τον αριθμό των βαρβαρικών πολεμικών πλοίων ο ποιητής Αισχύλος, μπορώντας να ξέρει και να δώσει βέβαιες πληροφορίες, στην τραγωδία του "Πέρσαι" λέγει τα εξής:"Ο Ξέρξης, και αυτό βεβαίως το γνωρίζω, είχε υπό τις διαταγές του χίλια συνολικά πλοία· και από αυτά ήσαν ταχύτατα διακόσια επτά· έτσι τα υπολόγισαν". Από τα Αττικά πλοία, τα οποία συνολικά ήταν εκατόν ογδόντα, καθένα είχε στο κατάστρωμα δεκαοκτώ μαχητές, από τους οποίους τέσσερις ήταν τοξότες και οι άλλοι οπλίτες.
(2) δοκεῖ δ' οὐκ ἧττον εὖ τὸν καιρὸν ὁ Θεμιστοκλῆς ἢ τὸν τόπον συνιδὼν καὶ φυλάξας μὴ πρότερον ἀντιπρῴρους καταστῆσαι ταῖς βαρβαρικαῖς τὰς τριήρεις, ἢ τὴν εἰωθυῖαν ὥραν παραγενέσθαι, τὸ πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους ἀεὶ καὶ κῦμα διὰ τῶν στενῶν κατάγουσαν· ὃ τὰς μὲν Ἑλληνικὰς οὐκ ἔβλαπτε ναῦς ἁλιτενεῖς οὔσας καὶ ταπεινοτέρας, τὰς δὲ βαρβαρικὰς ταῖς τε πρύμναις ἀνεστώσας καὶ τοῖς καταστρώμασιν ὑψορόφους καὶ βαρείας ἐπιφερομένας ἔσφαλλε προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησιν ὀξέως προσφερομένοις καὶ τῷ Θεμιστοκλεῖ προσέχουσιν, ὡς ὁρῶντι μάλιστα τὸ συμφέρον,
(2) Φαίνεται δε, ότι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος εξίσου επωφελώς προς τον τόπο γνώριζε να διακρίνει και τον κατάλληλο καιρό, παραφύλαξε να μην παρατάξει πρωτύτερα τα δικά του πλοία αντιμέτωπα προς τα βαρβαρικά παρά μόνο όταν έλθει η συνηθισμένη ώρα, κατά την οποία πνέει από το πέλαγος ισχυρός άνεμος και το κύμα σηκώνεται δια μέσου των στενών. Διότι αυτό (το κύμα), τα ελληνικά πλοία που ήταν χαμηλά και δεν υψωνόταν πολύ από την επιφάνεια της θάλασσας, δεν τα έβλαπτε, αντίθετα όμως τα βαρβαρικά πλοία, τα οποία είχαν ψηλές πρύμνες και υπερέχοντα καταστρώματα και ήταν δυσκίνητα λόγω του όγκου τους τα κύματα που έπεφταν πάνω τους τα έβγαζαν από την πορεία τους και τα παρέδιναν με πλάγια κατεύθυνση στους Έλληνες, για να τα κτυπούν. Και οι Έλληνες επιτίθονταν με ορμή εναντίον τους και είχαν την προσοχή τους στραμμένη προς τον Θεμιστοκλή, γιατί πίστευαν, ότι αυτός προπάντων έβλεπε τι τους συνέφερε,
(3) καὶ ὅτι κατ' ἐκεῖνον ὁ Ξέρξου ναύαρχος Ἀριαμένης ναῦν ἔχων μεγάλην ὥσπερ ἀπὸ τείχους ἐτόξευε καὶ ἠκόντιζεν, ἀνὴρ ἀγαθὸς ὢν καὶ τῶν βασιλέως ἀδελφῶν πολὺ κράτιστός τε καὶ δικαιότατος. τοῦτον μὲν οὖν Ἀμεινίας ὁ Δεκελεὺς καὶ Σωκλῆς ὁ Παιανιεὺς ὁμοῦ πλέοντες, ὡς αἱ νῆες ἀντίπρῳροι προσπεσοῦσαι καὶ συνερείσασαι τοῖς χαλκώμασιν ἐνεσχέθησαν, ἐπιβαίνοντα τῆς αὐτῶν τριήρους ὑποστάντες καὶ τοῖς δόρασι τύπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν ἐξέβαλον· καὶ τὸ σῶμα μετ' ἄλλων διαφερόμενον ναυαγίων Ἀρτεμισία γνωρίσασα πρὸς Ξέρξην ἀνήνεγκεν.
(3) κι ακόμη γιατί ο Αριαμένης, ο ναύαρχος του Ξέρξη, που ήταν άνδρας γενναίος και ο πιο δυνατός και δίκαιος από τους άλλους αδελφούς του βασιλιά, κυβερνώντας μεγάλο πλοίο έριχνε σαν επάνω από τείχος τόξα και ακόντια εναντίον εκείνου (του Θεμιστοκλή). Σ' αυτόν λοιπόν (τον Αριαμένη) ο Αμεινίας από τη Δεκέλεια και ο Σωκλής από την Παιανία πλέοντας μαζί στο ίδιο πλοίο, καθώς τα πλοία τους συγκρούστηκαν αντιμέτωπα και καθώς ενώθηκαν με τα έμβολα μπλέχτηκαν, αντέταξαν άμυνα, όταν πήδησε στο δικό τους πλοίο και κτυπώντας τον με δόρατα τον έριξαν στη θάλασσα και το σώμα του, το οποίο φερόταν εδώ και κει με άλλα συντρίμμια των πλοίων, το αναγνώρισε η Αρτεμισία και το μετέφερε στον Ξέρξη.
[15] (1) ἐν δὲ τούτῳ τοῦ ἀγῶνος ὄντος φῶς μὲν ἐκλάμψαι μέγα λέγουσιν Ἐλευσινόθεν, ἦχον δὲ καὶ φωνὴν τὸ Θριάσιον κατέχειν πεδίον ἄχρι θαλάττης, ὡς ἀνθρώπων ὁμοῦ πολλῶν τὸν μυστικὸν ἐξαγόντων Ἴακχον. ἐκ δὲ τοῦ πλήθους τῶν φθεγγομένων κατὰ μικρὸν ἀπὸ γῆς ἀναφερόμενον νέφος ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῖν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τριήρεις. ἕτεροι δὲ φάσματα καὶ εἴδωλα καθορᾶν ἔδοξαν ἐνόπλων ἀνδρῶν ἀπ' Αἰγίνης τὰς χεῖρας ἀνεχόντων πρὸ τῶν Ἑλληνικῶν τριηρῶν· οὓς εἴκαζον Αἰακίδας εἶναι παρακεκλημένους εὐχαῖς πρὸ τῆς μάχης ἐπὶ τὴν βοήθειαν.
[15] (1) Όσο χρόνο ο αγώνας βρισκόταν σ' αυτήν την κρίσιμη φάση, λέγουν ότι αναπήδησε από την Ελευσίνα ένα μεγάλο και λαμπρό φως και στο Θριάσιο πεδίο ξαπλώθηκε ένας ισχυρός ήχος και μία δυνατή φωνή, που ακούγονταν μέχρι τη θάλασσα, σαν να προέρχονταν από πολλούς μαζί ανθρώπους, οι οποίοι έπαιρναν μέρος στη πομπή του μυστικού Ιάκχου. Και φάνηκε ότι από το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι κραύγαζαν ανέβαινε σιγά σιγά από τη γη ένα σύννεφο, το οποίο πάλι υποχωρούσε και έπεφτε πάνω στα πλοία. Άλλοι νόμιζαν ότι έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα οπλισμένων ανδρών, οι οποίοι ύψωναν από την Αίγινα τα χέρια τους προς τα ελληνικά πλοία (για να τα προστατέψουν). Αυτοί υπέθεταν ότι είναι οι Αιακίδες, τους οποίους τους είχαν επικαλεστεί με ευχές πριν από τη μάχη, για να έλθουν να τους βοηθήσουν.
(2) πρῶτος μὲν οὖν λαμβάνει ναῦν Λυκομήδης, ἀνὴρ Ἀθηναῖος τριηραρχῶν, ἧς τὰ παράσημα περικόψας ἀνέθηκεν Ἀπόλλωνι δαφνηφόρῳ Φλυῆσιν. οἱ δ' ἄλλοι τοῖς βαρβάροις ἐξισούμενοι τὸ πλῆθος ἐν στενῷ κατὰ μέρος προσφερομένους καὶ περιπίπτοντας ἀλλήλοις ἐτρέψαντο, μέχρι δείλης ἀντισχόντας, ὡς εἴρηκε Σιμωνίδης, τὴν καλὴν ἐκείνην καὶ περιβόητον ἀράμενοι νίκην, ἧς οὔθ' Ἕλλησιν οὔτε βαρβάροις ἐνάλιον ἔργον εἴργασται λαμπρότερον, ἀνδρείᾳ μὲν καὶ προθυμίᾳ κοινῇ τῶν ναυμαχησάντων, γνώμῃ δὲ καὶ δεινότητι τῇ Θεμιστοκλέους.
(2) Πρώτος λοιπόν ο τριήραρχος Λυκομήδης κυρίευσε εχθρικό πλοίο, από το οποίο απέκοψε τα παράσημα και τα αφιέρωσε στον δαφνοφόρο Απόλλωνα, στη Φλύα. Οι άλλοι Έλληνες, καθώς έγιναν ίσοι στον αριθμό με τα πλοία των βαρβάρων, οι οποίοι λόγω του στενού πορθμού ήταν αναγκασμένοι να επιτίθενται κατά μικρά τμήματα και προσέκρουαν μεταξύ τους, έτρεψαν τους βαρβάρους σε φυγή, αφού αυτοί κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση ως το δειλινό και έτσι κατήγαγαν την ωραία εκείνη και περιώνυμη νίκη καθώς έχει πει ο Σιμωνίδης, της οποίας λαμπρότερο θαλάσσιο έργο ούτε από τους Έλληνες έχει κατορθωθεί ούτε από τους βαρβάρους, χάρη στην ανδρεία και την κοινή πρόθυμη διάθεση όλων όσοι πήραν μέρος στη ναυμαχία και στη φρόνηση και τη μεγάλη ικανότητα του Θεμιστοκλή.
Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Comments