Θερμοπύλες 480 π.Χ. Διόδωρο τον Σικελιώτη
- Κων/να Σαραντοπούλου
- Mar 11
- 9 min read

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη
Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη
Η πρώτη ημέρα της μάχης
[11,7] γενομένης δὲ μάχης καρτερᾶς, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων θεατὴν ἐχόντων τῆς ἀρετῆς τὸν βασιλέα, τῶν δὲ Ἑλλήνων μιμνησκομένων τῆς ἐλευθερίας καὶ παρακαλουμένων ὑπὸ τοῦ Λεωνίδου πρὸς τὸν ἀγῶνα, θαυμαστὸν συνέβαινε γίνεσθαι τὸν κίνδυνον. συστάδην γὰρ οὔσης τῆς μάχης καὶ τῶν πληγῶν ἐκ χειρὸς γινομένων, ἔτι δὲ τῆς συστάσεως πεπυκνωμένης, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἰσόρροπος ἦν ἡ μάχη. τῶν δ´ Ἑλλήνων ὑπερεχόντων ταῖς ἀρεταῖς καὶ τῷ μεγέθει τῶν ἀσπίδων, μόγις ἐνέδωκαν οἱ Μῆδοι· πολλοὶ μὲν γὰρ αὐτῶν ἔπεσον, οὐκ ὀλίγοι δὲ κατετραυματίσθησαν. τοῖς δὲ Μήδοις ἐπιτεταγμένοι Κίσσιοι καὶ Σάκαι κατ´ ἀρετὴν ἐπίλεκτοι διεδέξαντο τὴν μάχην, καὶ νεοχμοὶ πρὸς διαπεπονημένους συμβαλόντες ὀλίγον μὲν χρόνον ὑπέμενον τὸν κίνδυνον, κτεινόμενοι δ´ ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην καὶ βιασθέντες ὑπεχώρησαν· ἀσπίσι γὰρ καὶ πέλταις μικραῖς οἱ βάρβαροι χρώμενοι κατὰ μὲν τὰς εὐρυχωρίας ἐπλεονέκτουν, εὐκίνητοι γινόμενοι, κατὰ δὲ τὰς στενοχωρίας τοὺς μὲν πολεμίους οὐκ εὐχερῶς ἐτίτρωσκον, συμπεφραγμένους καὶ μεγάλαις ἀσπίσι σκεπαζομένους ὅλον τὸ σῶμα, αὐτοὶ δὲ διὰ τὰς κουφότητας τῶν σκεπαστηρίων ὅπλων ἐλαττούμενοι πυκνοῖς τραύμασι περιέπιπτον. τέλος δὲ ὁ Ξέρξης ὁρῶν πάντα μὲν τὸν περὶ τὰς παρόδους τόπον νεκρῶν ἐστρωμένον, τοὺς δὲ βαρβάρους οὐχ ὑπομένοντας τὰς τῶν Ἑλλήνων ἀρετάς, προσέπεμψε τοὺς τῶν Περσῶν ἐπιλέκτους, ὀνομαζομένους ἀθανάτους καὶ δοκοῦντας ταῖς ἀνδραγαθίαις πρωτεύειν τῶν συστρατευομένων. ὡς δὲ καὶ οὗτοι βραχὺν ἀντιστάντες χρόνον ἔφυγον, τότε μὲν τῆς νυκτὸς ἐπιλαβούσης διελύθησαν, παρὰ μὲν τοῖς βαρβάροις πολλῶν ἀνῃρημένων, παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν ὀλίγων πεπτωκότων.
[11,7]. Η μάχη που ακολούθησε ήταν πεισματική, και, επειδή οι βάρβαροι είχαν θεατή της ανδρείας τους τον βασιλιά, ενώ οι Έλληνες, από την πλευρά τους, είχαν στον νου τους την ελευθερία και παρακινούνταν στον αγώνα από τον Λεωνίδα, το τολμηρό εγχείρημα κατέληξε να είναι εκπληκτικό. Διότι, επειδή η μάχη δινόταν εκ του συστάδην και τα χτυπήματα δίνονταν σώμα με σώμα και επίσης οι γραμμές των αντιπάλων ήταν πολύ πυκνές, η μάχη επί πολύ χρόνο ήταν ισόρροπη. Καθώς οι Έλληνες υπερείχαν σε ανδρεία και σε μέγεθος ασπίδων, οι Μήδοι άρχισαν να ενδίδουν, γιατί πολλοί από αυτούς έπεσαν και ουκ ολίγοι γέμισαν τραύματα. Τους Μήδους διαδέχτηκαν στη μάχη οι Κίσσιοι και οι Σάκες, που είχαν επιλεγεί για την ανδρεία τους και είχαν τοποθετηθεί ακριβώς μετά από τους Μήδους. Όπως συγκρούστηκαν, φρέσκοι αυτοί με ήδη καταπονημένους, για λίγη ώρα άντεξαν τη μάχη, αλλά καθώς σκοτώνονταν και πιέζονταν ισχυρά από τους άντρες του Λεωνίδα, υποχώρησαν. Γιατί οι βάρβαροι, χρησιμοποιώντας μικρές στρογγυλές και ελαφριές ασπίδες, πλεονεκτούσαν όταν πολεμούσαν σε ευρύχωρο τόπο γιατί είχαν την ευκινησία, αλλά σε στενά μέρη δεν μπορούσαν να τραυματίσουν εύκολα τους αντιπάλους, που είχαν πυκνή διάταξη και ήταν ολόκληροι καλυμμένοι από μεγάλες ασπίδες, και οι ίδιοι, μειονεκτώντας λόγω της ελαφρότητας των όπλων που τους προστάτευαν, δέχονταν απανωτά τραύματα. Τέλος, ο Ξέρξης, βλέποντας όλο τον τόπο στα περάσματα στρωμένο με νεκρούς και τους βαρβάρους να μην αντέχουν στην ανδρεία των Ελλήνων, έστειλε μπροστά τους επίλεκτους Πέρσες που ονομάζονταν αθάνατοι κα θεωρούνταν οι πρώτοι σε ανδραγαθήματα από τους συμπολεμιστές τους. Όταν όμως τράπηκαν και αυτοί σε φυγή, αφού αντιστάθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα, τότε, καθώς έπεφτε η νύχτα, έθεσαν τέρμα στις εχθροπραξίες, έχοντας από τους βαρβάρους σκοτωθεί πολλοί ενώ από τους Έλληνες είχαν πέσει μόνο λίγοι.
Η δεύτερη ημέρα της μάχης
[11,8] τῇ δ´ ὑστεραίᾳ Ξέρξης μέν, παρὰ προσδοκίαν αὐτῷ τῆς μάχης λαβούσης τὸ τέλος, ἐξ ἁπάντων τῶν ἐθνῶν ἐπέλεξε τοὺς δοκοῦντας ἀνδρείᾳ καὶ θράσει διαφέρειν, καὶ πολλὰ δεηθεὶς αὐτῶν προεῖπεν, ὅτι βιασαμένοις μὲν αὐτοῖς τὴν εἴσοδον δωρεὰς ἀξιολόγους δώσει, φεύγουσι δὲ θάνατος ἔσται τὸ πρόστιμον. τούτων δὲ μετὰ μεγάλης συστροφῆς καὶ βίας ἐπιρραξάντων τοῖς Ἕλλησιν, οἱ περὶ Λεωνίδην τότε συμφράξαντες καὶ τείχει παραπλησίαν ποιησάμενοι τὴν σύστασιν ἐκθύμως ἠγωνίζοντο. ἐπὶ τοσοῦτο δὲ προέβησαν ταῖς προθυμίαις, ὥστε τοὺς εἰωθότας ἐκ διαδοχῆς μεταλαμβάνειν τῆς μάχης οὐ συνεχώρησαν, ἀλλὰ τῇ συνεχείᾳ τῆς κακοπαθείας περιγενόμενοι πολλοὺς ἀνῄρουν τῶν ἐπιλέκτων βαρβάρων. ἐνημερεύοντες δὲ τοῖς κινδύνοις ἡμιλλῶντο πρὸς ἀλλήλους· οἱ μὲν γὰρ πρεσβύτεροι πρὸς τὰς τῶν νέων ἀκμὰς παρεβάλλοντο, οἱ δὲ νεώτεροι πρὸς τὰς τῶν πρεσβυτέρων ἐμπειρίας τε καὶ δόξας ἡμιλλῶντο. τέλος δὲ φευγόντων καὶ τῶν ἐπιλέκτων, οἱ τὴν ἐπιτεταγμένην στάσιν ἔχοντες τῶν βαρβάρων συμφράξαντες οὐκ εἴων φεύγειν τοὺς ἐπιλέκτους· διόπερ ἠναγκάζοντο πάλιν ἀναστρέφειν καὶ μάχεσθαι.
[11,8] Την επομένη, ο Ξέρξης, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει αντίθετα από τις προσδοκίες του, διάλεξε από όλα τα έθνη τους άντρες οι οποίοι θεωρούνταν ότι υπερείχαν σε ανδρεία και τόλμη και μετά από πολλές παρακλήσεις τους ανήγγειλε προκαταβολικά ότι αν μεν κατάφερναν να παραβιάσουν την είσοδο θα τους έδινε αξιόλογα δώρα, αλλά αν τρέπονταν σε φυγή η ποινή θα ήταν ο θάνατος. Ετούτοι όρμησαν στους Έλληνες σε πολύ πυκνή διάταξη και με μεγάλη βιαιότητα, αλλά τότε οι άντρες του Λεωνίδα πύκνωσαν κι αυτοί τις γραμμές τους και κάνοντας την παράταξή τους σαν τοίχος αγωνίζονταν μανιασμένα. Ο ζήλος τους έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι γραμμές που συνηθίζεται να μετέχουν εκ περιτροπής στη μάχη δεν υποχωρούσαν, αλλά υπομένοντας αδιαλείπτως τα δεινά σκότωναν πολλούς από τους επίλεκτους βαρβάρους. Πολεμώντας όλη την ημέρα, αμιλλόταν ο ένας τον άλλο· οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραβάλλονταν με την ακμή των νέων, ενώ οι νεότεροι συναγωνίζονταν την εμπειρία και τη δόξα των μεγαλυτέρων. Όταν τελικά τράπηκαν σε φυγή και οι επίλεκτοι, οι βάρβαροι που ήταν παραταγμένοι πίσω από αυτούς, πύκνωσαν πάλι τις γραμμές τους και δεν άφηναν τους επίλεκτους να τραπούν σε φυγή, κι έτσι αναγκάζονταν να στραφούν πάλι κατά μπρος και να πολεμήσουν.
Ο Εφιάλτης
ἀπορουμένου δὲ τοῦ βασιλέως καὶ νομίζοντος μηδένα τολμήσειν ἔτι μάχεσθαι, ἧκε πρὸς αὐτὸν Τραχίνιός τις τῶν ἐγχωρίων, ἔμπειρος ὢν τῆς ὀρεινῆς χώρας. οὗτος τῷ Ξέρξῃ προσελθὼν ἐπηγγείλατο διά τινος ἀτραποῦ στενῆς καὶ παρακρήμνου τοὺς Πέρσας ὁδηγήσειν, ὥστε γενέσθαι τοὺς συνελθόντας αὐτῷ κατόπιν τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ περιληφθέντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον ῥᾳδίως ἀναιρεθήσεσθαι. ὁ δὲ βασιλεὺς περιχαρὴς ἐγένετο, καὶ τιμήσας δωρεαῖς τὸν Τραχίνιον συνεξέπεμψεν αὐτῷ στρατιώτας δισμυρίους νυκτός. τῶν δὲ παρὰ τοῖς Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας, τὸ γένος ὢν Κυμαῖος, φιλόκαλος δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός, διαδρὰς ἐκ τῆς τῶν Περσῶν παρεμβολῆς νυκτὸς ἧκε πρὸς τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τὰ περὶ τὸν Τραχίνιον ἀγνοοῦσιν ἐδήλωσεν.
Κι ενώ ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και πίστευε πως κανένας δε θα τολμούσε πια να μπει στη μάχη, πήγε σ’ αυτόν κάποιος ντόπιος Τραχίνιος, που γνώριζε καλά την ορεινή περιοχή. Αυτός, αφού παρουσιάστηκε στον Ξέρξη, του υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες μέσα από κάποιο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, έτσι ώστε εκείνοι που θα πήγαιναν μαζί του θα βρίσκονταν πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, οι οποίοι θα βρίσκονταν έτσι περικυκλωμένοι και θα ήταν εύκολο να σκοτωθούν. Ο βασιλιάς καταχάρηκε και, αφού τίμησε με δώρα τον Τραχίνιο, έστειλε μαζί του τη νύχτα είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Κάποιος όμως από τους Πέρσες ονόματι Τυρραστιάδας, που καταγόταν από την Κύμη, έντιμος άνθρωπος και καλού χαρακτήρα, δραπέτευσε από το στρατόπεδο των Περσών τη νύχτα και πήγε στους άντρες του Λεωνίδα φανερώνοντάς τους τα σχετικά με τον Τραχίνιο που αγνοούσαν.
[11,9] Ἀκούσαντες δ´ οἱ Ἕλληνες συνήδρευσαν περὶ μέσας νύκτας καὶ ἐβουλεύοντο περὶ τῶν ἐπιφερομένων κινδύνων. ἔνιοι μὲν οὖν ἔφασαν δεῖν παραχρῆμα καταλιπόντας τὰς παρόδους διασώζεσθαι πρὸς τοὺς συμμάχους· ἀδύνατον γὰρ εἶναι τοῖς μείνασι τυχεῖν σωτηρίας· Λεωνίδης δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων φιλοτιμούμενος αὑτῷ τε δόξαν περιθεῖναι μεγάλην καὶ τοῖς Σπαρτιάταις, προσέταξε τοὺς μὲν ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἀπιέναι καὶ σώζειν ἑαυτούς, ἵνα κατὰ τὰς ἄλλας μάχας συναγωνίζωνται τοῖς Ἕλλησιν, αὐτοὺς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ἔφησε δεῖν μένειν καὶ τὴν φυλακὴν τῶν παρόδων μὴ λιπεῖν· πρέπειν γὰρ τοὺς ἡγουμένους τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῶν πρωτείων ἀγωνιζομένους ἀποθνήσκειν ἑτοίμως. εὐθὺς οὖν οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπηλλάγησαν, ὁ δὲ Λεωνίδης μετὰ τῶν πολιτῶν ἡρωικὰς πράξεις καὶ παραδόξους ἐπετελέσατο. ὀλίγων δ´ ὄντων Λακεδαιμονίων, Θεσπιεῖς γὰρ μόνους παρακατέσχε, καὶ τοὺς σύμπαντας ἔχων οὐ πλείους τῶν πεντακοσίων, ἕτοιμος ἦν ὑποδέξασθαι τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος θάνατον. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν μετὰ τοῦ Τραχινίου Πέρσαι περιελθόντες τὰς δυσχωρίας ἄφνω τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην ἀπέλαβον εἰς τὸ μέσον, οἱ δ´ Ἕλληνες τὴν μὲν σωτηρίαν ἀπογνόντες, τὴν δ´ εὐδοξίαν ἑλόμενοι, μιᾷ φωνῇ τὸν ἡγούμενον ἠξίουν ἄγειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, πρὶν ἢ γνῶναι τοὺς Πέρσας τὴν τῶν ἰδίων περίοδον. Λεωνίδης δὲ τὴν ἑτοιμότητα τῶν στρατιωτῶν ἀποδεξάμενος, τούτοις παρήγγειλε ταχέως ἀριστοποιεῖσθαι, ὡς ἐν ᾅδου δειπνησομένους· αὐτὸς δ´ ἀκολούθως τῇ παραγγελίᾳ τροφὴν προσηνέγκατο, νομίζων οὕτω δυνήσεσθαι πολὺν χρόνον ἰσχύειν καὶ φέρειν τὴν ἐν τοῖς κινδύνοις ὑπομονήν. ἐπεὶ δὲ συντόμως ἀναλαβόντες αὑτοὺς ἕτοιμοι πάντες ὑπῆρξαν, παρήγγειλε τοῖς στρατιώταις εἰσπεσόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν φονεύειν τοὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἐπ´ αὐτὴν ὁρμῆσαι τὴν τοῦ βασιλέως σκηνήν.
[11,9] Μαθαίνοντάς τα οι Έλληνες συνεδρίασαν μέσα στη μέση της νύχτας και συσκέπτονταν σχετικά τους επικείμενους κινδύνους. Μερικοί λοιπόν είπαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αμέσως τα περάσματα και να αναζητήσουν ασφάλεια κοντά στους συμμάχους, γιατί ήταν αδύνατο να σωθούν όσοι θα έμεναν. Ο Λεωνίδας όμως, ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, φιλοδοξώντας να περιβάλει τόσο τον εαυτό του όσο και τους Σπαρτιάτες με μεγάλη δόξα, πρόσταξε όλους τους άλλους Έλληνες να φύγουν και να σωθούν, έτσι ώστε στις άλλες μάχες να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες, οι ίδιοι όμως οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, έπρεπε να μείνουν και να μην εγκαταλείψουν τη φύλαξη των περασμάτων, διότι εκείνοι που ηγούνται της Ελλάδας οφείλουν να πεθαίνουν πρόθυμα αγωνιζόμενοι για τα πρωτεία. Αμέσως λοιπόν όλοι οι άλλοι έφυγαν, ενώ ο Λεωνίδας μαζί με τους συμπολίτες του εκτέλεσε ηρωικές και εκπληκτικές πράξεις. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν λίγοι, γιατί είχε κρατήσει μόνο τους Θεσπιείς και συνολικά δεν είχε περισσότερους από πεντακόσιους άντρες, ήταν έτοιμος να υποδεχτεί τον θάνατο για χάρη της Ελλάδας. Μετά από αυτά, οι Πέρσες που συνόδευαν τον Τραχίνιοι, αφού έκαναν τον γύρο της δύσβατης περιοχής, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, και οι Έλληνες, έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα σωτηρίας και επιλέγοντας την καλή φήμη, ζητούσαν με μια φωνή από τον αρχηγό τους να τους οδηγήσει εναντίον των εχθρών, πριν μάθουν οι Πέρσες ότι οι δικοί τους είχαν κάνει τον κύκλο. Ο Λεωνίδας, αποδεχόμενος την ετοιμότητα των στρατιωτών του, τους παρήγγειλε να ετοιμάσουν γρήγορα το πρωινό τους, αφού το δείπνο τους θα το έπαιρναν στον Άδη. Όσο για τον ίδιο, έφαγε επίσης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει, πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του για πολύ χρόνο και να έχει αντοχή στους κινδύνους της μάχης. Μόλις ανέλαβαν μετά από λίγο τις δυνάμεις τους και ήταν όλοι έτοιμοι, ο Λεωνίδας πρόσταξε τους στρατιώτες να επιτεθούν στο στρατόπεδο των αντιπάλων, να σκοτώσουν όσους συναντήσουν και να ορμήσουν στην ίδια τη σκηνή του βασιλιά.
Η τρίτη ημέρα της μάχης
[11,10] οὗτοι μὲν οὖν ἀκολούθως ταῖς παραγγελίαις συμφράξαντες νυκτὸς εἰσέπεσον εἰς τὴν τῶν Περσῶν στρατοπεδείαν, προκαθηγουμένου τοῦ Λεωνίδου· οἱ δὲ βάρβαροι διάτε τὸ παράδοξον καὶ τὴν ἄγνοιαν μετὰ πολλοῦ θορύβου συνέτρεχον ἐκ τῶν σκηνῶν ἀτάκτως, καὶ νομίσαντες τοὺς μετὰ τοῦ Τραχινίου πορευομένους ἀπολωλέναι καὶ τὴν δύναμιν ἅπασαν τῶν Ἑλλήνων παρεῖναι, κατεπλάγησαν. διὸ καὶ πολλοὶ μὲν ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην ἀνῃροῦντο, πλείους δὲ ὑπὸ τῶν ἰδίων ὡς ὑπὸ πολεμίων διὰ τὴν ἄγνοιαν ἀπώλοντο. ἥ τε γὰρ νὺξ ἀφῃρεῖτο τὴν ἀληθινὴν ἐπίγνωσιν, ἥ τε ταραχὴ καθ´ ὅλην οὖσα τὴν στρατοπεδείαν εὐλόγως πολὺν ἐποίει φόνον· ἔκτεινον γὰρ ἀλλήλους, οὐ διδούσης τῆς περιστάσεως τὸν ἐξετασμὸν ἀκριβῆ διὰ τὸ μήτε ἡγεμόνος παραγγελίαν μήτε συνθήματος ἐρώτησιν μήτε ὅλως διανοίας κατάστασιν ὑπάρχειν. εἰ μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς ἔμεινεν ἐπὶ τῆς βασιλικῆς σκηνῆς, ῥᾳδίως ἂν καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀνῄρητο καὶ ὁ πόλεμος ἅπας ταχείας ἂν ἐτετεύχει καταλύσεως· νῦν δ´ ὁ μὲν Ξέρξης ἦν ἐκπεπηδηκὼς πρὸς τὴν ταραχήν, οἱ δ´ Ἕλληνες εἰσπεσόντες εἰς τὴν σκηνὴν τοὺς ἐγκαταληφθέντας ἐν αὐτῇ σχεδὸν ἅπαντας ἐφόνευσαν. τῆς δὲ νυκτὸς καθεστώσης ἐπλανῶντο καθ´ ὅλην τὴν παρεμβολὴν ζητοῦντες τὸν Ξέρξην εὐλόγως· ἡμέρας δὲ γενομένης καὶ τῆς ὅλης περιστάσεως δηλωθείσης, οἱ μὲν Πέρσαι θεωροῦντες ὀλίγους ὄντας τοὺς Ἕλληνας, κατεφρόνησαν αὐτῶν, καὶ κατὰ στόμα μὲν οὐ συνεπλέκοντο, φοβούμενοι τὰς ἀρετὰς αὐτῶν, ἐκ δὲ τῶν πλαγίων καὶ ἐξόπισθεν περιιστάμενοι καὶ πανταχόθεν τοξεύοντες καὶ ἀκοντίζοντες ἅπαντας ἀπέκτειναν. οἱ μὲν οὖν μετὰ Λεωνίδου τὰς ἐν Θερμοπύλαις παρόδους τηροῦντες τοιοῦτον ἔσχον τοῦ βίου τὸ τέλος.
[11,10] Εκείνοι λοιπόν, σύμφωνα με τις εντολές του, έπεσαν, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σαν ένα σώμα στο στρατόπεδο των Περσών, με τον Λεωνίδα επικεφαλής να τους οδηγεί. Οι βάρβαροι, τόσο λόγω του αναπάντεχου της επίθεσης όσο και από άγνοια, έβγαιναν από τις σκηνές όλοι μαζί τρέχοντας άτακτα μέσα σε μεγάλη ταραχή, και νομίζοντας ότι οι στρατιώτες που είχαν φύγει με τον Τραχίνιο είχαν χαθεί και ότι είχε έρθει καταπάνω τους όλη η δύναμη των Ελλήνων, κατατρόμαξαν. Γι’ αυτό και σκοτώθηκαν πολλοί από τους άντρες του Λεωνίδα, αλλά ακόμη περισσότεροι χάθηκαν από τους ίδιους τους συντρόφους τους που, μέσα στην άγνοιά τους, τους περνούσαν για εχθρούς. Γιατί, από τη μια, η νύχτα στερούσε την αληθινή επίγνωση των πραγμάτων και, από την άλλη, η ταραχή που είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο ήταν λογικό να δημιουργεί μεγάλο μακελειό, αφού αλληλοσκοτώνονταν, καθώς οι περιστάσεις δεν επέτρεπαν λεπτομερή εξέταση, επειδή δεν υπήρχαν εντολές από κάποιον αρχηγό ούτε κάποιο σύνθημα για να το ζητήσουν ούτε, γενικά, κάποια λογική στην όλη κατάσταση. Αν λοιπόν ο βασιλιάς είχε μείνει στη βασιλική σκηνή, εύκολα θα είχε σκοτωθεί κι αυτός από τους Έλληνες και όλος ο πόλεμος θα είχε φτάσει σε γρήγορο τέλος. Όπως όμως είχε το πράγμα, ο Ξέρξης είχε πεταχτεί έξω στην αναταραχή, και οι Έλληνες, ορμώντας μέσα στη σκηνή, σκότωσαν σχεδόν όλους όσους βρήκαν μέσα. Όσο ήταν ακόμα νύχτα, περιπλανιόνταν μέσα σε όλο το στρατόπεδο αναζητώντας, όπως ήταν λογικό, τον Ξέρξη. Όταν όμως ξημέρωσε και φανερώθηκε η όλη κατάσταση, οι Πέρσες, βλέποντας πως οι Έλληνες ήταν λίγοι, τους αψήφησαν. Δεν συγκρούστηκαν βέβαια μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, φοβούμενοι την ανδρεία τους, αλλά τους κύκλωσαν από τα πλάγια και από πίσω και, ρίχνοντας τους από παντού βέλη και ακόντια, τους σκότωσαν όλους. Έτσι λοιπόν τελείωσαν τη ζωή τους οι άντρες που φύλαγαν τα περάσματα στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα.
Comments