top of page

Θησέας Ο ταύρος του Μαραθώνα

  • Writer: Κων/να Σαραντοπούλου
    Κων/να Σαραντοπούλου
  • Mar 1
  • 5 min read

Ο άγριος ταύρος της Κρήτης, που συνέλαβε ο Ηρακλής κατά τον έβδομο άθλο του και τον οποίο ο δειλός Ευρυσθέας τον είχε αφήσει ελεύθερο, είχε καταφύγει στην ευρύτερη περιοχή του Μαραθώνα και επέφερε καταστροφές. Ο Θησέας πήγε να τον αναζητήσει (κάποιοι συγγραφείς εμφανίζουν την αιχμαλώτιση του «Μαραθώνιου Ταύρου» ως αποστολή που ανέθεσε ο Αιγέας στον ήρωα πριν τον αναγνωρίσει, πιστεύοντας ότι έτσι ο Θησέας θα σκοτωνόταν). Στον δρόμο τον έπιασε καταιγίδα και βρήκε καταφύγιο στην καλύβα μιας γριάς, της Εκάλης. Εκείνη, επιθυμώντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της, τον φιλοξενεί και υπόσχεται θυσία στον Δία αν ο ήρωας επέστρεφε σώος από το κυνήγι. Κατά τον γυρισμό του Θησέως, η Εκάλη είχε ήδη πεθάνει, οπότε οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν να τελέσουν τη θυσία, προς τιμή του «Εκαλείου Διός». Στον Μαραθώνα, ο ήρωας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα διασχίζοντας τους δρόμους της μπροστά στους έκπληκτους Αθηναίους, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στους θεούς.

Η αποστολή για τον Μινώταυρο


Το γνωστότερο κατόρθωμα του Θησέα υπήρξε η θανάτωση του Μινώταυρου. Ο Μίνωας, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους επειδή σκότωσαν τον γιο του Ανδρόγεω, κήρυξε πόλεμο στον οποίο νίκησε. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε εννιά χρόνια εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες να στέλνονται στην Κρήτη και να κατασπαράζονται από τον Μινώταυρο μέσα στον Λαβύρινθο. Ο Θησέας αποφάσισε να σαλπάρει για την Κρήτη και να θέσει τέλος στη ντροπιαστική εισφορά σε αίμα. Πήρε τη θέση ενός από τους 7 νέους και απέπλευσε μαζί τους από το Φάληρο στις αρχές του μήνα Μουνιχιώνα. Στη Σαλαμίνα επέλεξε ως κυβερνήτη του πλοίου τον ικανότατο Ναυσίθοο και ως πρωρέα τον Φαίακα, αφού τότε οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμα ασχοληθεί με τη ναυτιλία. Καταπλέοντας στην Κρήτη γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη, και οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν. Η Αριάδνη τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την νυμφευόταν. Μετά, του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή, τον «Μίτο της Αριάδνης», ώστε όταν ο Θησέας έμπαινε στον λαβύρινθο να το ξετυλίγει, για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει τον Μινώταυρο, να βρει την έξοδο. Πράγματι, ο ήρωας στερέωσε τη μία άκρη στην είσοδο του δαιδαλώδους οικήματος, αναζήτησε, βρήκε και σκότωσε το τέρας, και ξανατυλίγοντας τον μίτο κατάφερε να βγει από τον Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής. Στο ταξίδι ωστόσο έκαναν μία στάση στη Νάξο. Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του. Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε τον θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί. Ο Διόνυσος (ή η Αφροδίτη ή οι Ώρες) της χάρισε χρυσό στεφάνι, έργο του Ηφαίστου, και την έφερε μαζί του στον Όλυμπο. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού. Απαραίτητη ήταν και μια στάση στο ιερό νησί της Δήλου για την προσφορά θυσίας στον Απόλλωνα.

Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Εξαιτίας όμως ίσως κάποιας κατάρας της Αριάδνης (την Αριάδνη την είχε εγκαταλείψει στη Νάξο) κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από τον βράχο, δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. Βέβαια η λογικότερη εκδοχή τοποθετεί αλλού το σημείο παρατηρήσεως, αφού θα ήταν δύσκολο ο Αιγεύς να βρίσκεται συνεχώς επί εβδομάδες σε τόσο μακρινό (για την εποχή) σημείο όπως το Σούνιο έχοντας παρατήσει τα βασιλικά του καθήκοντα περιμένοντας τον Θησέα: έτσι λοιπόν, ο Αιγέας έβλεπε προς τη θάλασσα από τον ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν τον γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν αμέσως βασιλιά τους.

Ο Θησέας ως βασιλιάς


Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες). Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να απελευθερώσουν την Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του. Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοίταξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.

Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την εύρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου. Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα (τη δεύτερη ως σκλάβα), και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράσθηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον.


Comments


bottom of page