Ο θάνατος της δημοκρατίας και του ελληνισμού στο τελευταίο σταυροδρόμι.
Κων/να Σαραντοπούλου
Mar 14
7 min read
Δεν υποστηρίζω πως σώνει και καλά έχω δίκιο.
Οι απόψεις μου όμως είναι ειλικρινείς και η τωρινή αγανάκτησή μου, αφιέρωσα χρόνια ολόκληρα μελετώντας την αρχαία ιστορία προσπαθώντας να εισχωρήσω μέσα στην αύρα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, μέσω της γνώσης και της αγάπης προς τους προγονούς μας. Γιατί υποψιαζόμουν ότι (εν μέρει έστω), η γνώση γράφει την ιστορία και ότι σίγουρα μέσω αυτής, η ιστορία αναγιγνώσκεται.
Έτσι, περνούσα μέρες ατέλειωτες διαβάζοντας για πρώτη φορά αυτά που δεν μας δίδαξαν και μας έκρυψαν ή διαστρέβλωσαν. Αυτή η περίοδος της ζωής μου διαμόρφωσε, είτε το θέλω είτε δεν το θέλω, τόσο το χαρακτήρα μου, όσο και τις αργότερα αντιδράσεις του πνεύματος και της ψυχής μου
Δεν είναι τιμητικό, το να ζεις σε βάρος των προγόνων σου, εμπορευόμενος τα ιερά τους έργα και τα γραπτά τους, προσπαθώντας να δώσεις μια σημασία στη σημερινή σου ύπαρξη. Η αρχαιότητα για μας, δε θα έπρεπε να είναι ένα τέρμα, αλλά ένας ιστορικός σταθμός στην πορεία της ανθρωπότητας. Εγώ προσπάθησα να ταξιδέψω με αυτό το τρένο. Έχω λοιπόν δεχτεί πολλές ευεργεσίες από αυτές που οι αρχαίοι Έλληνες εξακολουθούν να παρέχουν σε όλη την ανθρωπότητα, και τις έχω ανταποδώσει με τον τρόπο μου και με τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις διαθέτω. Έχω όμως υποστεί και τη βαριά και ανασταλτική καταπίεση που άσκησε και δυστυχώς εξακολουθεί να ασκεί πάνω στο δύστυχο ανομοιογενή από πάντα λαό μας, η λάθος ερμηνεία των αρχαίων Ελλήνων, ή όπως τον συμφέρει τον καθένα, κι αυτό δεν το θέλω, το μισώ, το απεχθάνομαι, το μάχομαι. Γι’ αυτό προσπαθώ, ίσως μάταια και δε νομίζω πως είμαι ο μόνος, να ισορροπήσω ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πραγματικότητες. Από τη μια δηλαδή να μη χάσω, από πείσμα και μόνο, τη χαρά που μου δίνει η θέαση και η ανάγνωση των αρχαίων δημιουργημάτων και από την άλλη, να δημιουργήσω κι εγώ έργο, αντιπροσωπευτικό της δικιάς μας εποχής, μήπως μπορέσουμε κάποτε να συνομιλήσουμε με τους προγόνους μας σαν ίσοι προς ίσους.
Και τότε, το κέρδος θα είναι διπλό.
Έτσι, αν κάποτε παίρνω το θάρρος να εκφράσω τη γνώμη μου για πράγματα που αφορούν τον πολιτισμό και την δημοκρατία που δεν έχουμε σήμερα, είναι από αληθινή αγάπη και δέος για αυτά που έκαναν και έφτιαξαν οι πρόγονοί μας.
Ποτέ δεν ανακατεύτηκα σε πράγματα που δε γνωρίζω σε βάθος, είναι γιατί, χωρίς κανένας φυσικά να μου το ζητήσει ή να μου το επιβάλλει, θεωρώ τον εαυτό μου συνυπεύθυνο για την αρχαιολογική θέση που κατέχει η ελληνική ιστορία στην παγκόσμια σκηνή με τον τρόπο που την πλασάρουν. Κι αυτό νομίζω ότι μου δίνει δικαίωμα στον δημόσιο λόγο, χωρίς να διατείνομαι, ότι αυτά που λέω είναι πάντα σωστά.
Άνθρωπος είμαι και μπορεί να γελιέμαι, όμως ζητώ και προκαλώ και προσκαλώ στον διάλογο.
Κάποιος όμως πρέπει να μιλήσει για τον πολιτισμό στη χώρα μας.
Και άνθρωποι ικανοί να το κάνουν υπάρχουν.
Ακούστε τους.
Και μη βιάζεστε να κρίνετε το λόγο τους.
Δεν καταλαβαίνετε ότι σ’ αυτή τη χώρα των έντεκα εκατομμυρίων δεν είμαστε πολλοί που επωμιζόμαστε την ευθύνη του επανελληνισμού και την προστασία των κόπων των αρχαίων προγόνων μας;
Αχ φίλε μου, ή δεχόμαστε ότι είμαστε συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων και συνεπώς κάθε μας πράξη, πόσο μάλλον κάθε μας τελετουργία, περιέχει τις συνήθειες του χτες εκσυγχρονισμένες με το σήμερα, ή θα χαθούμε για πάντα!
Εδώ σας αναφέρω μερικές ερμηνείες και απόψεις.
Ξεφυλλίζοντας τις σύγχρονες ανατυπώσεις κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα λιγοστά και αποσπασματικά “απομεινάρια” ενός ολόκληρου κόσμου και ενός σώματος γνώσης, που μας πληγώνει να σκεφτόμαστε ότι κάποτε ήταν ενιαίο, δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε τη σκέψη μας να “μουδιάζει”…
Αν αποτολμούσαμε να εξετάσουμε συνολικά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η κυρίαρχη διαπίστωση στην οποία θα καταλήγαμε, θα ήταν ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα πνευματικά ανώτερο, την αντανάκλαση της συλλογικής σκέψης πολλών ξεχωριστών διανοιών, οι οποίες για κάποιο “άγνωστο” λόγο, συνυπήρξαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Τότε, όμως, θα οδηγούμασταν σε ένα άλλο, εξίσου αφοπλιστικό ερώτημα, ποιοι δηλαδή ήταν οι ιδιαίτεροι εκείνοι παράγοντες, οι οποίοι συνέτειναν στη σχεδόν ταυτόχρονη, ενσάρκωση, όλων αυτών των ανώτερων διανοιών στον ελληνικό χώρο; Κάποιοι εικάζουν ότι ήταν η γλώσσα. (Ή και το καθεστώς δημοκρατίας που επικρατούσε) Ίσως πάλι όχι. Ή τουλάχιστον όχι μόνο.
Γιατί υπάρχουν πραγματικά πολλές ενδείξεις ότι οι εκπληκτικές -σχεδόν υπεράνθρωπες- αυτές εγκεφαλικές ικανότητες των δημιουργών του ελληνικού πολιτισμού, καλλιεργούνταν κατά τη μακρινή αρχαιότητα, και μάλιστα σύμφωνα με μία πολύ συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μεταγενέστερα επικράτησε να αναφέρεται ως Μνημονική Τέχνη.
Δεν αποκλείεται, επίσης, και η ίδια η μαθηματικά δομημένη, “μνημονική” ελληνική γλώσσα, να αποτελεί, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, απλή προέκταση των ανώτερων διανοητικών ικανοτήτων που καλλιεργούνταν μέσω της μακροχρόνιας και επίμονης εξάσκησης του νου, στο προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης.
Την Τέχνη της Μνήμης, της οποίας τα ίχνη χάνονται στις “σκοτεινές” εποχές πολύ πριν από τα ομηρικά χρόνια, τη συναντάμε σε συχνές αναφορές σε ολόκληρη την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, ενώ αργότερα την παρακολουθούμε να διαδίδεται και στο λατινικό χώρο, όπου και προσωρινά ατονεί ιδίως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και τη γενικότερη πνευματική “παρακμή” της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), για να αναβιώσει αρκετούς αιώνες αργότερα, την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Η παρατήρηση ότι όλες οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην Τέχνη της Μνήμης είναι σχετικά σύντομες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξάσκηση της στα αρχαία χρόνια ήταν σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη, ώστε να θεωρείται “περιττή” μια πιο λεπτομερειακή αναφορά σε αυτήν (σε αντίθεση π.χ. με τα μαθηματικά).
Το γεγονός δε ότι η εξάσκηση της δεν ανακόπηκε μετά τη διάδοση της γραφής (ούτε καν μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, κατά τα πρωί μα χρόνια της Αναγέννησης), μας κάνει να “υποψιαζόμαστε” ότι πρόκειται για πολλά παραπάνω από ό,τι η ονομασία “Μνημονική Τέχνη” αφήνει να εννοηθεί…
Πρόκειται για μια μέθοδο “εσωτερικής γραφής” -“αποτύπωσης”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης “των εννοιών με τη μορφή εικόνων στις κέρινες πλάκες της ψυχής”(!)- η οποία επιτρέπει στον ασκούμενο την ανάκληση κάθε είδους πληροφορίας, σαν να ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου.
Αυτή η σχολαστική οργάνωση και ταξινόμηση των ιδεών, των εννοιών και των πληροφοριών στον ανθρώπινο νου με την, μη δεσμευτική για τη σκέψη, μορφή των εικόνων, επιτρέπει την αλληλεπίδραση και το συσχετισμό τους σε ένα επίπεδο κατά πολύ βαθύτερο από αυτό της συνηθισμένης σκέψης.
Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η παραγωγή πρωτότυπων ιδεών, οι οποίες φαίνονται να προέρχονται από “έμπνευση”, καθώς το λογικό μέρος του νου (που λειτουργεί με το λόγο), δεν παρεμβάλλεται στη νοητική διαδικασία, επιτρέποντας ενδεχομένως στην ανθρώπινη διάνοια να συντονιστεί σε κάποιες συχνότητες, κατά τις οποίες γίνεται εφικτή η αλληλεπίδραση της με κάποιο είδος “μορφογενετικού πεδίου” συμπαντικής γνώσης!
Η ξεχασμένη τέχνη της Ελληνικής αρχαιότητας
Άρρηκτα δεμένη με κάθε ρητορική μάθηση αλλά και με την (προφορική) διάδοση της Μυθολογίας και της Ιστορίας (πολλές φορές έμμετρα!), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η καλλιέργεια της μνημοτεχνικής γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελλαδικό (καθώς και τον αιγυπτιακό) χώρο, πολλούς αιώνες πριν την ανακάλυψη οποιουδήποτε είδους γραφής!
Μνήμες από τις μακρινές εκείνες εποχές της αρχαιότητας μας μεταφέρει ο Πλάτωνας στο διάλογο “Φαιδρός”, όπου με έκπληξη παρατηρούμε τον θρυλικό για τη σοφία του βασιλέα των αιγυπτιακών Θηβών, Θαμού – Άμμωνα, να επι-πλήττει το θεό Θεού για την ανακάλυψη της γραφής, λέγοντας του τα εξής: «Και τώρα εσύ, που είσαι ο πατέρας των γραμμάτων, οδηγήθηκες από την συμπάθεια σον (προς τους ανθρώπους) να τους αποδώσεις μια ικανότητα αντίθετη από εκείνη την οποία πραγματικά κατέχουν.
Γιατί αυτή η εφεύρεση (η γραφή) θα προκαλέσει τη λήθη στα μυαλά όσων μάθουν να την εξασκούν, επειδή δεν θα καλλιεργούν πλέον τη μνήμη τους! Η εμπιστοσύνη τους στη γραφή -η οποία θα προέρχεται πλέον από εξωτερικούς χαρακτήρες, που δεν αποτελούν μέρος των εαυτών τους (δεν θα αποτελεί δηλαδή μέρος της ψυχής τους, κατά τον Πλάτωνα)- θα αποθαρρύνει τη χρήση της ίδιας της μνήμης τους μέσα τους. Ανακάλυψες το φάρμακο όχι της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης.
Και προσφέρεις στους μαθητές σου την επίφαση της σοφίας, όχι την αληθινή σοφία, γιατί θα διαβάζουν πολλά πράγματα χωρίς στοτέλη στην Τέχνη της Μνήμης, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ μνήμης, υπενθύμισης και ανάμνησης, με την ανάκληση των πληροφοριών να αποτελεί τη συνειδητή προσπάθεια κάποιου να “βρει το δρόμο του ανάμεσα στα περιεχόμενα της μνήμης του”.
Αυτό καθίσταται δυνατό με τη βοή θεια δύο βασικών -συμπληρωματικών μεταξύ τους- νοητικών αρχών, του συνειρμού (χτίζουμε τις νέες γνώσεις πάνω στις παλιές) και της ακολουθίας (της αλληλένδετης δηλαδή σειράς κατά την οποία αποτυπώνονται οι εικόνες στη νόηση).
Γενικά, θα λέγαμε ότι οι απόψεις του Αριστοτέλη για τις διαδικασίες μνήμης και ανάμνησης είναι σύμφωνες με τις αρχές μάθη σης, όπως τις εκφράζει στο “περί Ψυχής”. Η προερχόμενη από τις αισθήσεις αντίληψη, μετατρέπεται από τη φαντασία σε εικόνες, οι οποίες “τροφοδοτούν” τις νοητικές λειτουργίες.
Η άποψη αυτή, με τη φαντασία να παίζει δηλαδή το ρόλο “διαμεσολαβητή” ανάμεσα στην αντίληψη και τη σκέψη, σε συνδυασμό με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης, ότι δηλαδή «είναι αδύνατο για την ψυχή να σκεφτεί χωρίς την ύπαρξη κάποιας νοητής εικόνας», φαίνεται να είναι απόλυτα σύμφωνη και να αιτιολογεί την επιλογή (μνημονικών) εικόνων και τόπων κατά την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης της αρχαιότητας.
«Μπορούμε να σκεφτούμε όποτε επιλέξουμε», παρατηρεί ο σοφός δάσκαλος της αρχαιότητας, «επειδή είναι δυνατό να επαναφέρουμε τα πράγματα στο μυαλό μας, ακριβώς όπως εκείνοι που ασκούν τη μνημοτεχνική, κατασκευάζουν εικόνες»…
Η πλατωνική “ανάμνηση της ψυχής”
Αν η μνήμη αποτελεί για τον Αριστοτέλη φυσική νοητική διαδικασία, για τον Πλάτωνα δεν είναι παρά ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών. Ξεπερνώντας, ωστόσο, την “επιφανειακή” αυτή διαφορά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι οι απόψεις του Πλάτωνα συμπληρώνουν αυτές του Αριστοτέλη, επιτρέποντας μας να ανασυνθέσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τη μνημονική τέχνη στην ελληνική αρχαιότητα, της οποίας και οι δύο ήταν μέτοχοι.
Στο Θεαίτητο βρίσκουμε το Σωκράτη να χρησιμοποιεί για την ψυχή την ίδια παρομοίωση, ότι δηλαδή αυτή αποτελείται από ένα υλικό σαν κερί, στο οποίο οι ιδέες αποτυπώνονται με τη μορφή εικόνων και αποτελεί το δώρο της Μνημοσύνης, της μητέρας των Μουσών, στους ανθρώπους.
Στο διάλογο Φαίδων αναπτύσσεται η θεωρία ότι, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με εμάς, αναγκαστικά κάθε μάθηση/γνώση είναι έμφυτη στην ψυχή μας. Αντιλαμβανόμαστε π.χ. το δίκαιο ή το άδικο, επειδή η ψυχή μας είναι εξοικειωμένη με την έννοια της δικαιοσύνης από την προηγούμενη ύπαρξη της στον Κόσμο των Ιδεών, πριν ενσαρκωθεί στο σώμα μας.
Στον “Φαίδρο”, όπου ο Πλάτων εκθέτει την άποψη ότι η ρητορική τέχνη πρέπει να υπηρετεί μόνο την αλήθεια, επικρίνοντας τους σοφιστές, γίνεται φανερό ότι θεωρεί “βλάσφημη” τη χρήση της μνημοτεχνικής (ως μέρος της διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης), για την εξυπηρέτηση των ψευδών συμπερασμάτων των σοφιστών.
Μπορεί στο έργο του Πλάτωνα να μη βρίσκουμε κάποια συγκεκριμένη περιγραφή των αρχών της μνημονικής τέχνης, οι ιδέες του όμως φαίνονται να είναι διαποτισμένες με αυτήν, εκφράζοντας όλη την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα ότι η σοφία βρίσκεται ήδη μέσα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να την αφουγκραστούμε προσεκτικά.
Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι στον Πλάτωνα χρωστάμε και την πολύτιμη διάσωση της ανάμνησης ότι η Τέχνη της Μνήμης, η “εσωτερική” δηλαδή γραφή των πληροφοριών, προϋπήρξε της κανονικής γραφής. Άλλωστε, οι πλατωνικές Ιδέες ήταν που (όπως θα δούμε και στη συνέχεια) ενέπνευσαν την “αναβίωση” της Τέχνης της Μνήμης στις περιόδους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Comments