top of page

Αφιέρωμα τους ήρωες της Ελληνικής επανάστασης του 1821..9..

  • Writer: Κων/να Σαραντοπούλου
    Κων/να Σαραντοπούλου
  • Apr 6
  • 10 min read

Updated: Apr 7



Αγγελής Γοβγίνας

Αγωνιστής του ‘21 από την Εύβοια. Γεννήθηκε το 1780 και το πραγματικό του όνομα ήταν Αγγελής Τζουτζάς ή Τζοτζάς…

Αγωνιστής του ’21 από την Εύβοια.

Ο Αγγελής Τζουτζάς ή Τζοτζάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1780 στη Λίμνη Ευβοίας. Το Γοβγίνας ή Γοβιός είναι παρατσούκλι και παρέπεμπε στο γνωστό ψάρι του γλυκού νερού, ίσως εξαιτίας της προϋπηρεσίας του στη θάλασσα.

Παλιός κλέφτης και παλληκάρι, ο Γοβγίνας είχε αγνό χαρακτήρα και έντονη την αίσθηση του δικαίου. Γι’ αυτό και δεν ανεχόταν να βλέπει τους φτωχούς συμπατριώτες του να καταπιέζονται, όχι μόνο από τον Τούρκο δυνάστη, αλλά και από τους ισχυρούς κοτζαμπάσηδες της περιοχής. Γρήγορα ήλθε σε προστριβή μαζί τους και η παραμονή του στη Λίμνη κατέστη αδύνατη. Έτσι, το 1817 κατέφυγε στην Αυλή του Αλή Πασά, όπου μυήθηκε στη στρατιωτική τέχνη.

Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ακολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τον οποίο είχε γνωριστεί στα Ιωάννινα και μαζί του πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και τις στρατιωτικές του ικανότητες.

Στη συνέχεια κλήθηκε από τους προκρίτους της Βόρειας Εύβοιας να αναλάβει τη διοίκηση τον τοπικών επαναστατικών σωμάτων, που βρίσκονταν σε κατάσταση αποσυνθέσεως, εξαιτίας των αποτυχιών του οπλαρχηγού Βερούση Μουτσανά (εξαδέλφου του Οδυσσέα Ανδρούτσου) και της ισχυρής παρουσίας των Οθωμανών στο νησί. Οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι πριν από τέσσερα χρόνια τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί, τώρα τον έβλεπαν ως σωτήρα.

Ο Γοβγίνας οργάνωσε το ελληνικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια, κοντά στη Χαλκίδα και κατέστρωσε σχέδιο για την αναστροφή της κατάστασης. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή του επιτέθηκε κατά των Τούρκων στα Ψαχνά και τους καταδίωξε ως τη Χαλκίδα, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατών. Κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών γύρω από τη Χαλκίδα σκοτώθηκε ο επικίνδυνος οθωμανός Οσμάν Χατζαράκης από την Κάρυστο, ο μπέης της οποίας Ομέρ εξουσίαζε όλη τη νότια Εύβοια.

Στις 14 Ιουλίου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης βρέθηκε στη Χαλκίδα, αποφασισμένος να καταπνίξει κάθε επαναστατική κίνηση στην Εύβοια. Την επομένη επιτέθηκε κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια, αλλά αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα και τους 300 άνδρες του, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 70 νεκρούς στρατιώτες του και υπερδιπλάσιους τραυματίες. Στη μάχη, που διάρκεσε επτά ώρες, αναγνωρίστηκε η προσωπικότητα και ο στρατηγικούς νους του Γοβγίνα. Ο Ομέρ Βρυώνης επανήλθε στις 18 Ιουλίου στα Βρυσάκια, αλλά και πάλι αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα, που είχε καταφύγει στις γύρω ορεινές περιοχές. Έτσι, αναγκάσθηκε ταπεινωμένος να εγκαταλείψει την Εύβοια και να βαδίσει κατά της Αθήνας.

Στα μέσα Αυγούστου του 1821 πληροφορήθηκε ότι ο Βερούσης Μουτσανάς βάδιζε κατά της πατρίδας του Λίμνης, αποφασισμένος να την κάψει για να εκδικηθεί τους προκρίτους που τον είχαν καθαιρέσει. Τον συνόδευαν αρκετοί άνδρες, στους οποίους είχε υποσχεθεί λεηλασίες και διαρπαγές. Ο Γοβγίνας ξεκίνησε αμέσως κατά του προκατόχου του στην αρχηγία του αγώνα στη Βόρεια Εύβοια. Τον συνάντησε έξω από τη Λίμνη και αφού τον χτύπησε, τον εξανάγκασε να φύγει από την Εύβοια.

Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1822 ο Αγγελής Γοβγίνας ανέλαβε τη διοίκηση όλων των ευβοϊκών στρατιωτικών σωμάτων, μετά την ανεξήγητη ανάκληση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την περιοχή, με διαταγή του Αρείου Πάγου (κυβερνητικό σώμα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος). Στόχος του Γοβγίνα ήταν πρώτα να αποκλείσει του Τούρκους της Χαλκίδας και στη συνέχεια να βαδίσει απερίσπαστος κατά της Καρύστου.

Το σχέδιό του έγινε αντιληπτό από τους Τούρκους της Χαλκίδας, οι οποίοι συγκρότησαν στρατιωτικό σώμα εκ 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κενάν Αγά και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1822. Στη μάχη που επακολούθησε, ο Γοβγίνας παρασύρθηκε σε μία καλοστημένη ενέδρα και τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα στην πλάτη. Λίγη ώρα αργότερα εξέπνευσε. Την επομένη, οι Τούρκοι βρήκαν τον νεκρό Γοβγίνα και αφού του έκοψαν το κεφάλι, το περιέφεραν θριαμβευτικά επί οκτώ ημέρες στους δρόμους της Χαλκίδας υπό τους κανονιοβολισμούς των φρουρίων της πόλης.

Η λαϊκή μούσα θρήνησε στον Γοβγίνα με τους ακόλουθους στίχους:

Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι

που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.

Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι

μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι;

Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.

Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.

Νικολής Αποστόλης

Ψαριανός ναυμάχος,

 με σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο Νικόλαος Αποστόλης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1770 και καταγόταν από τη μανιάτικη οικογένεια Καλημέρη, η οποία μετανάστευσε από την Τρίπολη στα Ψαρά το 1715, μετά την επανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους. Το επίθετό του είναι πατρωνυμικό και προέρχεται από τον παππού του

Χατζηαποστόλη Καλημέρη.

Σε νεαρή ηλικία δούλεψε σε εμπορικά πλοία και το 1788 κατατάχθηκε στο στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη. Μετά την ήττα του Κατσώνη στο Πόρτο Κάγιο το 1792, ο Αποστόλης κατέφυγε στα Κύθηρα κι ύστερα από ένα έτος επανέκαμψε στα Ψαρά.

Αφού νυμφεύθηκε την κόρη του Ανδρέα Δούκα, άρχισε να εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές με το δικό του ιστιοφόρο. Γρήγορα απόκτησε φήμη για τον επαγγελματισμό και την τιμιότητά του, ώστε να τύχει της εύνοιας και της εμπιστοσύνης των μεγάλων χιώτικων εμπορικών οίκων Ψύχα και Βλαστού, καθώς και των σμυρναίικων Σκυλίτση και Βαλτατζή. Το 1793 άρχισε ταξίδια στην Ολλανδία και μέσα στα επόμενα 15 χρόνια κατόρθωσε να δημιουργήσει μία αξιοσέβαστη περιουσία.

Στις 13 Μαΐου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Δημήτριο Θέμελη και μαζί με τον Δημήτριο Μαμμούνη ανέλαβε να διαδώσει το έργο της οργάνωσης και να στρατολογήσει νέα μέλη. Το 1820 διορίστηκε έφορος της Φιλικής Εταιρείας στα Ψαρά.

Με την έκρηξη της Επανάστασης ανεδείχθη ομόφωνα από τους συμπατριώτες του ναύαρχος του Ψαριανού στόλου (18 Απριλίου 1821). Πρώτη ενέργεια του Αποστόλη ήταν η καταδρομική επιχείρηση στα παράλια της Μικράς Ασίας με στολίσκο αποτελούμενο από 8 πλοία (20 Απριλίου 1821). Είχε ως στόχο να παρεμποδίσει τη διαπεραίωση εχθρικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο και τα κατάφερε, αφού κατέστρεψε ένα εχθρικό πλοίο και αιχμαλώτισε τέσσερα με 450 άνδρες. Από την επιχείρηση αυτή στα μικρασιατικά παράλια αποκόμισε πληθώρα λαφύρων, τα οποία παρέδωσε στην κοινότητα της νήσου.

Λίγες μέρες αργότερα (26 Απριλίου) η ναυτική μοίρα των Ψαρών ενώθηκε μετά της Υδραϊκής και Σπετσιώτικης κι έκτοτε ο Αποστόλης συνέπραττε ως ισότιμος μετά των ναυάρχων των δύο άλλων ναυτικών νήσων. Πρωταγωνίστησε στις ναυμαχίες των Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) και του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824), καθώς και στις ναυτικές εκστρατείες για την ενίσχυση της επανάστασης στη Μακεδονία και την Εύβοια. Σ’ αυτόν οφείλεται πρωτίστως η σωτηρία του στρατιωτικού σώματος στην Καρυστία (25 Μαρτίου 1826).

Ο ψαριανός ναυμάχος διακρινόταν για το πνεύμα αυτοθυσίας, τη σταθερότητα του χαρακτήρα του, τη μετριοπάθεια και την ακεραιότητά του. Ενδεικτική του ήθους του είναι η άρνησή του να παραδώσει τον συλληφθέντα Τυνήσιο κυβερνήτη ενός δρόμωνα κατά τη ναυμαχία του Γέροντα ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση της συζύγου του Ασημίνας, που είχε αιχμαλωτισθεί μετά την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), κατά την οποία έχασε και όλη την περιουσία του. Λέγεται ότι είπε: «Προτιμώ πενήντα Ασημίναις να χαθούν σκλάβαις, παρά να ζήση τέτοιο θηρίο». Και διέταξε την εκτέλεσή του.

Ο Νικολής Αποστόλης πέθανε από πνευμονία στις 6 Απριλίου 1827 στην Αίγινα, κατά την επάνοδό του από τον Πειραιά, όπου μετά των δύο άλλων ναυμάχων Ανδρέα Μιαούλη και Γεώργιου Ανδρούτσου είχε συναντηθεί με τον αρχηγό των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων Τόμας Κόχραν. Στην αρχηγία του στόλου των Ψαρών, τον διαδέχθηκε ο 33χρονος γιος του Αποστόλης Αποστόλης.


Ιωσήφ Βαλέστας

Γάλλος αξιωματικός, φιλέλληνας, «ή μάλλον ειπείν Έλλην», όπως γράφει ο ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων. Υπήρξε συνεργάτης του Δημητρίου Υψηλάντη και οργανωτής του πρώτου τακτικού ελληνικού στρατιωτικού σώματος.

Γάλλος αξιωματικός, φιλέλληνας, «ή μάλλον ειπείν Έλλην», όπως γράφει ο ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων. Απαντάται και ως Βαλέστας, Βαλέστος ή Βαλέστρας. Υπήρξε συνεργάτης του Δημητρίου Υψηλάντη και οργανωτής του πρώτου τακτικού ελληνικού στρατιωτικού σώματος.

Ο Ιωσήφ Βαλέστ (Joseph Balestra) γεννήθηκε στα Χανιά το 1790. Σπούδασε σε στρατιωτικές σχολές της Γαλλίας και υπηρέτησε στο στρατό του Ναπολέοντα ως το 1814, οπότε επέστρεψε στην Κρήτη για να συνεργαστεί με τον κορσικανικής καταγωγής πατέρα του, έμπορο στο νησί. Από μικρός ήταν εξοικειωμένος με τα ήθη και τον χαρακτήρα των Ελλήνων και γνώριζε άπταιστα τα ελληνικά.

Από την Τεργέστη, όπου βρισκόταν για εμπορικές υποθέσεις, ακολούθησε στην Ελλάδα τον Δημήτριο Υψηλάντη (8 Ιουνίου 1821), ο οποίος είχε αποφασίσει να του αναθέσει την οργάνωση του ελληνικού στρατού σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αμέσως μετά την άφιξή του στα Βέρβενα (21 Ιουνίου 1821) κι ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς, οργάνωσε το πρώτο τακτικό σώμα από 248 άνδρες, οπλισμένο με γαλλικά όπλα από χρήματα που διέθεσε ο Υψηλάντης και τέθηκε επικεφαλής του με τον βαθμό του χιλίαρχου.

Η πρώτη του στρατιωτική ενέργεια ήταν η αποτροπή της απόβασης των Τούρκων του Καρά-Αλή στην παραλία της απελευθερωμένης Καλαμάτας (27 Αυγούστου 1821). Ο τούρκος ναύαρχος επιχείρησε να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους έλληνες που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά, αλλά ο Βαλέστ τοποθέτησε σε τέτοια διάταξη τους λιγοστούς άνδρες του (είχε και τη συμπαράσταση 100 Μανιατών υπό τον Παναγιώτη Τρουπάκη), ώστε ο Καρα-Αλής νόμισε ότι είχε να αντιμετωπίσει πολυπληθή τακτικό στρατό και δεν αποτόλμησε την απόβαση. Η ευφυής κίνηση του Βαλέστ ανέβασε τη φήμη του.

Έλαβε κατόπιν μέρος στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην αποτυχημένη άλωση του Ναυπλίου (4 Δεκεμβρίου 1821), ενώ στις 14 Ιανουάριου 1822 παρέλαβε το φρούριο της Ακροκορίνθου, μετά τη συμφωνία με τους Τοιύρκους για την παράδοσή του.

Στη συνέχεια αποφάσισε να βοηθήσει τον αγώνα της Κρήτης και στις 20 Μαρτίου 1822 έφθασε στο Λουτρό Σφακίων, με μερικούς υπαξιωματικούς και στρατιώτες. Σε συνεννόηση με τον ελληνορώσο Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, που είχε οριστεί γενικός έπαρχος Κρήτης από τους επαναστατημένους χριστιανούς, αλλά και ντόπιους οπλαρχηγούς, σχεδίασε την κατάληψη των φρουρίων του νησιού. Ο ίδιος πίστευε ότι η κατοχή τουλάχιστον ενός φρουρίου ήταν αναγκαία για την επιτυχία της επανάστασης στην Κρήτη.

Στις 14 Απριλίου 1822, σε μία ηρωική προσπάθειά του για την κατάληψη του φρουρίου του Ρεθύμνου, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε. Οι Τούρκοι έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι του, τα κάρφωσαν σε κοντάρια και τα περιέφεραν θριαμβευτικά στο Ρέθυμνο.


Λόρδος Βύρων

Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.

Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.

Ο Λόρδος Βύρων, όπως είναι γνωστός στη χώρα μας ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον (George Gordon Byron, 6th Baron Byron), γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια.

Από μικρός αγαπούσε τη μελέτη, διάβασε πολλά βιβλία, σπούδασε σε ανώτερα αγγλικά κολέγια, έμαθε να μιλά τα ελληνικά και τα λατινικά και ταξίδευε πολύ. Σε ηλικία 21 χρόνων έγινε βουλευτής και πολλές φορές βρέθηκε αντίθετος με τους άλλους λόρδους, διότι έδειχνε ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εργατικής τάξης.

Το 1809 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Επισκέφθηκε την Πάτρα, την Πρέβεζα, τη Νικόπολη, την Άρτα, τα Γιάννενα κι έφθασε ως το Τεπελένι, όπου τον φιλοξένησε ο Αλή Πασάς. Ξαναγύρισε στην Πάτρα, πήγε στο Αίγιο, στους Δελφούς, στη Λιβαδειά, στην Αθήνα, όπου έμεινε δυο μήνες και ύστερα στην αρχαία Τροία και την Κωνσταντινούπολη.

Ο Βύρων, με την ποιητική του ευαισθησία, καταμαγεύθηκε από τις ελληνικές φυσικές ομορφιές και τα αρχαία ερείπια. Ενώ ταξίδευε, έγραφε θαυμάσια ποιήματα, που καθρέφτιζαν την καλλιτεχνική του συγκίνηση. Στο μεγάλο του ποιητικό έργο, που έχει τον τίτλο «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», δίνει ωραιότατες περιγραφές της Ηπείρου. Ξεχωριστή θέση έχει ένα ποίημα, όπου περιγράφει μία θύελλα, που τον βρήκε στη Ζίτσα της Ηπείρου.

Στο Σούνιο εμπνεύσθηκε το ποίημα «Νησιά της Ελλάδας», όπου περιγράφει τις εντυπώσεις του και από την αρχαία Τροία. Ο ελληνολάτρης ποιητής αγανάχτησε από τα βάθη της ψυχής του από το ανοσιούργημα του Έλγιν, που έκλεψε από την Ακρόπολη τα μαρμάρινα καλλιτεχνήματα κι έγραψε το ποίημα «Η κατάρα της Αθήνάς». Άλλα ποιήματά του ήταν η «Νύμφη της Αβύδου», τα «Τούρκικα παραμύθια» και ο «Δον Ζουάν», ίσως η κορυφαία ποιητική δημιουργία. Ο Βύρων με τα ποιητικά του αυτά έργα έγινε διάσημος στην Αγγλία, ενώ η παγκόσμια φήμη του όλο και μεγάλωνε.

Ο Βύρων ήταν όμορφος άνδρας με πυκνά πυρόξανθα σγουρά μαλλιά και ωραίο παράστημα, αν και λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι. Οι ερωτικές του περιπέτειες άφησαν εποχή στο Λονδίνο και η περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις δημιούργησαν μικρά και μεγάλα σκάνδαλα. Από τον σύντομο γάμο του με την Αναμπέλα Μίλμπανκ απέκτησε μία κόρη, την Άντα Λάβλεϊς, μετέπειτα διάσημη μαθηματικό, που θεωρείται από τους πρωτοπόρους της πληροφορικής. Από τη σχέση του με την Κλερ Κλέμοντ, απέκτησε και μία δεύτερη κόρη, την Κλάρα Αλέγκρα, η οποία πέθανε σε ηλικία πέντε χρονών.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Βύρων, που με το ποίημά του «Προφητεία του Δάντη» είχε καταδικάσει τα τυραννικά καθεστώτα και είχε εκφράσει τη συμπάθειά του για τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών, έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του. Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου από άγγλους φιλελευθέρους και φιλέλληνες, που είχαν σκοπό να ενισχύσουν τους έλληνες επαναστάτες. «Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό μέρος, όπου δοκίμασα πραγματική ευχαρίστηση. Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας» έγραφε σε κάποιον φίλο του.

Στις 3 Αυγούστου 1823 έφθασε στο Αργοστόλι. Οι Έλληνες τότε ήταν διχασμένοι κι αυτό πίκραινε τον ευαίσθητο και φλογερό νέο. Περίμενε μήπως πάψουν οι διχόνοιες, αλλά του κάκου. Έχοντας διορισθεί αντιπρόσωπος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», μοίρασε στους επαναστάτες τα εφόδια, που του έστειλαν από το Λονδίνο. Από δικά του χρήματα έστειλε στο Μαυροκορδάτο 4.000 λίρες για τη συντήρηση του στόλου.

Στις 5 Ιανουαρίου 1824 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου οι αγωνιζόμενοι Έλληνες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί συνεργάσθηκε με άλλους ξένους εθελοντές και με δικά του έξοδα οργάνωσε το στρατό και φρόντισε για την οχύρωση του Μεσολογγίου. Στις 25 Ιανουαρίου η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Οι κόποι του, όμως, για την οργάνωση του στρατού και για τη συμφιλίωση των οπλαρχηγών, καθώς και το κακό κλίμα, υπέσκαψαν την υγεία του.

Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών. Τα τελευταία του λόγια του ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»

Ο θάνατός του άπλωσε βαρύ πένθος σ’ όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Άνδρες και γυναίκες έκλαψαν σαν πραγματικό αδελφό και προστάτη τον Βύρωνα, που έγινε σύμβολο του πατριωτισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Τις μέρες εκείνες ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ένα μεγάλο ποίημα («Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον») χαρισμένο στο μεγάλο αυτό λάτρη της Ελλάδας, που αρχίζει μ’ αυτούς τους στίχους:

Λευθεριά, για λίγο πάψε

Νά χτυπάς με το σπαθί·

Τώρα σίμωσε καί κλάψε

Εις του Μπάιρον το κορμί·

Οι Έλληνες μετά την απελευθέρωση τίμησαν τον Βύρωνα και του έκαμαν άγαλμα, που υψώνεται στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη και παριστάνει τον φιλέλληνα κοντά σε μια γυναίκα –την Ελλάδα– που τον στεφανώνει. Το όνομα του Βύρωνα δόθηκε και στο συνοικισμό προσφύγων, που ιδρύθηκε στην Αθήνα, πάνω από το Παγκράτι και σήμερα αποτελεί τον Δήμο Βύρωνα.



Comments


bottom of page